25.8 C
Chania
Tuesday, April 23, 2024

Γ. Ανδρουλιδάκης: Με αφορμή την εκδίκαση της υπόθεσης Τοπαλούδη, βγήκαν ξανά σα μετά από βροχή τα σαλιγκάρια που ζητούν επαναφορά της θανατικής ποινής

Ημερομηνία:

Κάποια βασικά και αυτονόητα τονίζονται στο σχόλιο του δημοσιογράφου Γιάννη Ανδρουλιδάκη, στον λογαριασμό του στο Facebook, σχετικά με τη στάση μεγάλης μερίδας πολιτών μετά και την εκδίκαση της υπόθεσης για τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη:

Με αφορμή την εκδίκαση της υπόθεσης του βιασμού και δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη από τα δύο καθάρματα στη Ρόδο, βγήκαν ξανά προς τα έξω τα κλασικά σαλιγκάρια μετά τη βροχή: αυτοί που ζητάνε να επαναφερθεί η ποινή του θανάτου. Για να είμαι ειλικρινής, πίστευα ότι στη λίστα των φίλων μου δεν θα είχα πια τέτοιους, αλλά ήρθε η πραγματικότητα και με διέψευσε απότομα. Από δίπλα, κάποιοι σχολιαστές, υπερθεμάτιζαν ή πρότειναν εναλλακτικές λύσεις: να τους βιάσουν στη φυλακή, να τους βασανίσουν, να τους κάνουν χημικό ευνουχισμό, ενώ, τέλος, κάποιοι πιο λογικοί -με τους οποίους έχω μια διαφωνία αλλά δεν τους εξισώνω καθόλου με τους υπόλοιπους- ζητούσαν απλά τα ισόβια να σημαίνουν ισόβια.

Είναι πάντα δύσκολο να συνομιλήσεις με μια κραυγή, και ακόμα περισσότερο με την κραυγή «ΘΑΝΑΤΟΣ!», που είναι η πιο παράλογη από τις κραυγές και τις ιδέες που μπορεί να διανοηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη. Θα προσπαθήσω να το κάνω, όχι έχοντας πολλές ελπίδες ότι μπορεί να μετατοπίσω την κραυγή, αλλά κυρίως φιλοδοξώντας να παρουσιάσω έναν τρόπο σκέψης και μια ελευθεριακή ευαισθησία που μου φαίνεται σωστή.

Δεν θα μπω καν στη διαδικασία να αναφερθώ στις περιπτώσεις δικαστικού λάθους, που δεν είναι βέβαια λίγες, εσκεμμένου ή αθέλητου. Θα θυμίσω μόνο ότι στην δικαιοσύνη δεν υπάρχουν «λίγο» και «πολύ» αποδεδειγμένες περιπτώσεις, κάθε απόφαση βασίζεται στην απόδειξη και την απουσία αμφιβολιών. Τουλάχιστον θεωρητικά.

Με απασχολούν περισσότερο τρία άλλα επιχειρήματα, που ακόμα κι όταν δεν καταφέρνουν να τα εκφράσουν ρητά οι ιεροκήρυκες της θανατικής ποινής, αυτού του έξοχου και αιώνιου συμβόλου της βαρβαρότητας όπως το χαρακτήριζε ο Βικτόρ Ουγκώ, τα υπονοούν με όσα λένε. Το επιχείρημα της «αποτροπής», το επιχείρημα της «προστασίας» και τέλος, το επιχείρημα της «ισότητας πράξης και ποινής».

Το πρώτο επιχείρημα λέει λίγο πολύ ότι η επαναφορά της ποινής του θανάτου θα τρομάξει τόσο τους ειδεχθείς εγκληματίες ώστε θα το σκεφτούν δύο φορές πριν κάνουν το έγκλημά τους. Θα αρκούσε μια παράθεση στατιστικών για να απαντηθεί αυτό: η βαριά εγκληματικότητα είναι εξίσου ή περισσότερο διαδεδομένη όπου έχει απομείνει να ισχύει η ποινή του θανάτου. Υπάρχει όμως μια ακόμη παράμετρος. Για να κατανοηθεί ένα έγκλημα ως ακραίο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τέλεσή του ξεφεύγει από τα όρια της ανθρωπινότητας και δεν μπορεί να γίνει ανεκτό ως ανθρώπινη στάση. Ο βιασμός είναι αναμφίβολα ένα τέτοιο έγκλημα. Η ανθρωποκτονία επίσης. Νομοθετώντας τη θανάτωση ενός ανθρώπου ως ανεκτή ποινή όμως, αναγνωρίζουμε τον φόνο ως κάτι που μπορούμε να το διανοηθούμε, έστω ως ακραία λύση, κάτι που αποτελεί μια ανθρώπινη στάση. Αν όμως είναι τέτοια, τότε δεν είναι ένα έγκλημα απάνθρωπο. Η ίδια η ποινή του θανάτου δικαιολογεί τον φόνο και αυτοαναιρείται. Αν επιθυμούμε να κρατήσουμε τον φόνο ως μια κατάσταση πέρα από τον άνθρωπο, οφείλουμε για λόγους συνέπειας να τον αποκλείσουμε από τη συζήτηση μιας οργανωμένης κοινωνίας. Εντάσσοντάς τον στο πλαίσιο της οργανωμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν αποτρέπουμε κανέναν, αντίθετα: εξοικειώνουμε τον άνθρωπο με την ιδέα ότι μπορεί να αφαιρεθεί μια ζωή.

Το δεύτερο επιχείρημα είναι αυτό της προστασίας της κοινωνίας από τον εγκληματία. Αυτό βασίζεται σε ένα παραδοσιακό αντιδραστικό πλαίσιο, το οποίο ευνοεί την καταστολή των συμπτωμάτων και όχι της ασθένειας. Στην οικονομική του διάσταση αυτό το πλαίσιο, ευνοεί την εξολόθρευση των φτωχών έναντι της εξάλειψης της φτώχειας. Εδώ, θεωρείται ότι η κοινωνία δεν κινδυνεύει από τις αντιλήψεις που γεννούν τον σεξισμό, την σεξουαλική βία, τον φόνο ή οποιοδήποτε άλλο ειδεχθές έγκλημα, αλλά από τον ίδιο τον εγκληματία συγκεκριμένα, ο οποίος αν παραμείνει ζωντανός θα εγκληματήσει ξανά. Είναι μια αντίληψη εντελώς στατική, η οποία αγνοεί την κοινωνική δυναμική που επιτρέπει ένα έγκλημα και το αντιλαμβάνεται ως ειδική ασθένεια στο μυαλό του εγκληματία. Η ιδέα είναι τόσο έξυπνη όσο ότι μπορείς να απαλλαγείς από τον κίνδυνο της πανώλης σκοτώνοντας ένα ποντίκι. Στην πραγματικότητα, η ιδέα αυτή ταυτίζοντας την προστασία από το έγκλημα με την προστασία από τον εγκληματία, υποτιμά την πηγή που γεννά το έγκλημα και καθιστά την κοινωνία πιο ανασφαλή και πιο ευάλωτη απέναντι στην αναπαραγωγή του.

Τέλος, το τρίτο επιχείρημα είναι αυτό της αναλογίας, μιας ποινής δηλαδή που να είναι ίση με το έγκλημα για λόγους απόδοσης δικαιοσύνης, το περίφημο «οφθαλμός αντί οφθαλμού» της Παλαιάς Διαθήκης. Το επιχείρημα αυτό εμπεριέχει μια ενδιαφέρουσα παραδοχή. Την παραδοχή ότι μια οργανωμένη κοινωνία αδυνατεί να θεσπίσει η ίδια ποινές και συνέπειες για κάθε πράξη. Γιατί αν η ποινή ενός εγκλήματος είναι ίδια με το έγκλημα, τότε η ποινή αυτή δεν έχει θεσπιστεί από την κοινωνία ή την οργανωμένη πολιτείας της, αλλά από τον εγκληματία. Αυτός, με την πράξη του, καθορίζει την ποινή του. Εμείς, ως οργανωμένη κοινωνία, απλά τον παρακολουθούμε και τον αντιγράφουμε. Αν σκοτώσει αυτός, σκοτώνουμε κι εμείς. Αν βιάσει αυτός, βιάζουμε κι εμείς. Το ποινικό σύστημα μας έχει ως νομοθέτη τον ίδιο τον κακοποιό. Η κοινωνία παραδέχεται ότι δεν έχει καμία μέθοδο ποινής εξυπνότερη, καταλληλότερη ή λιγότερο βάρβαρη από αυτήν την οποία επινοεί ο κακοποιός, ο οποίος καθίσταται νομοθέτης. Η κοινωνία παραιτείται από τη θέσπιση ενός πλαισίου λιγότερου βάρβαρου από αυτό του εγκληματία.

Θεωρώ για όλα αυτά, ότι η ποινή του θανάτου κάνει κάτι χειρότερο από το να αποδίδει αμφιλεγόμενη και ακραία δικαιοσύνη. Καθιστά τον φόνο και τον δολοφόνο ρυθμιστή του κοινωνικού πλαισίου. Και ισχυρίζομαι ότι αντίθετα, χρειαζόμαστε ένα κοινωνικό πλαίσιο που να αποκλείει τον φόνο σε κάθε περίπτωση, και για αυτό να έχει το δικαίωμα να τον αποτρέπει. Το ίδιο προφανώς ισχύει για τον βιασμό, τα βασανιστήρια και όλες τις άλλες ευφάνταστες ιδέες των ευτυχισμένων δήμιων.

Τελειώνω με μια αναφορά στην απολύτως κατανοητή ιδέα «τα ισόβια να είναι ισόβια». Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι τα καθάρματα της Ρόδου μπορούν να «σωφρονιστούν». Βεβαίως και δεν είμαι παπάς για να τους «συγχωρέσω» και δεν ζητώ από κανέναν να το κάνει. Επίσης δεν ονειρεύομαι μια κοινωνία χωρίς έγκλημα, αν και μπορώ να ονειρευτώ μια κοινωνία χωρίς φυλακές -ίσως όχι στο διάστημα που μου μένει να ζήσω, αλλά κάποτε. Ο λόγος είναι ότι μια κοινωνία είναι τόσο λιγότερο σκληρή όσο λιγότερο επικαλείται τη σκληρότητα. Η επιείκεια προς τους κατάδικους, και στον βαθμό που αφορά όλους, δεν στρέφεται μόνο προς τους ίδιους τους εγκληματίες, είναι πρωτίστως μια συνομιλία της κοινωνίας με τον ίδιο της τον εαυτό. Κάποτε, η ανθρωπότητα θα πρέπει να βρει έναν άλλον τρόπο να συνετίζει ή να απομακρύνει από την κοινότητα τους εγκληματίες από το να τους βάζει σε κελιά -δεν τον έχουμε βρει ακόμα. Μέχρι τότε, το να επιτρέπουμε ακόμα και στους χειρότερους από τους ανθρώπους να πηγαίνουν κάποτε στο σπίτι τους, είναι ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να αποδείξουμε ότι δεν ηττηθήκαμε από τη σκληρότητα, ότι η ζωή και αξιοπρέπεια που αυτοί στέρησαν είναι για όλους εμάς πιο σημαντική ακόμα και από το μίσος που μπορεί να γέννησαν. Για να διατηρήσω τον εαυτό μου όσο πιο μακρυά μπορώ από την ψυχολογία των χειρότερων καθαρμάτων, πρέπει να τον πιέσω να κάνει τη σκέψη ότι κάποτε, μπορεί να είναι ξανά ελεύθεροι.

Η σταθερή και ρητή άρνηση του εγκλήματος, είναι πάντα πιο λυτρωτική από την τιμωρία του εγκληματία.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ