Γ. Σαχίνης: «Aφέντες και δούλοι antifa γίναμε όλοι»

Με κείμενο που ανέρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook ο δημοσιογράφος Γιώργος Σαχίνης αναφέρεται στη δίκη της Χρυσής Αυγής και σχολιάζει το γεγονός πως όλοι πλέον δηλώνουν αντιφασίστες:

Ωραία, μέρα που έρχεται γίναμε όλοι «antifa» , είναι και αυτό το hasthag #ΔενΕίναιΑθώοι , που χωράει τους πάντες να το ποστάρουμε.

Εδώ κοτζάμ Στέγη Ωνάση στη Συγγρού, έβαλε στη φωτισμένη βινιέτα της το «Σιγά μην φοβηθώ», κατά το κοινώς παραφρασμένο «αφέντες, δούλοι , antifa γίναμε ούλοι»… Ενώ αν έμπαινε ένα #ΕίναιΌλοιΤουςΈνοχοι , η καταδίκη σε φυλάκιση θα ήταν αδιαπραγμάτευτο αίτημα. Ενώ τώρα η όποια απόφαση θα δικαιολογεί την ηθική και πολιτική τους καταδίκη μεν, όχι όμως και την φυσική τους , για αυτήν ας περιορίσουμε την προσμονή στο φυσικό αυτουργό;

Ξεχνάμε γρήγορα, αλλά στο πολύ κοντινό μας παρελθόν, ήταν βολικά όταν τμήματα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, κόμματα, ολιγάρχες του λιμανιού και του σαλονιού, media και σοβαρές γραφίδες, χρησιμοποίησαν την Χρυσή Αυγή , για να ρεφάρουν την κατάσταση που είχαν οδηγήσει την χώρα στο χείλος της καταστροφής και μιας πρωτοφανούς πολυεπίπεδης κρίσης χρεοκοπίας , οικονομικής, θεσμών, πολιτεύματος, δικαιωμάτων και της ζωής των πολλών.

Και αφού η Χρυσή Αυγή είναι φασίστες – ναζιστές , που είναι, όλοι οι άλλοι είναι δημοκράτες, του τόξου που είναι και συνταγματικό, στο όνομα του Συνταγμάτος που έκαναν όλα τα αίσχη κατ εξακολούθηση σε βάρος του ακρογωνιαίου λίθου του, αυτού της λαϊκής κυριαρχίας και εντολής.

Ακόμη δεν μπορώ να απαντήσω πειστικά κι όχι δικολαβικά, πως αυτή η φασιστική –νεοναζιστική οργάνωση , η Χρυσή Αυγή, πήρε έγκριση κανονικά και με το νόμο με απόφαση του Αρείου Πάγου, να κατέβει νομιμότατα στις εκλογές…

Το Συνταγματικό Τόξο, είχε ξεχάσει να ειδοποιήσει το απόλυτο «βέλος» του , την δικαστική εξουσία, να προασπίσει την δημοκρατία στο πεδίο των νόμων της ή αυτή είχε επιδοθεί στην ύστατη δική της δημοκρατική μάχη για την διάσωση των αναδρομικών των ανωτάτων δικαστών και δεν πρόσεξε τα όρια μεταξύ νομιμότητας και εγκλημάτων μελών της οργάνωσης από την βάση έως την κορυφή της ;

Σήμερα πλέον το «πλυντήριο» είναι για όλους όχι για την εγκληματική οργάνωση των νεοναζί, αυτή ήδη πήρε την πρώτη πολιτικά καταδίκη της με την εξαφάνιση της από τον εκλογικό χάρτη, εξ ου και τα απομεινάρια της αναζητούν νέο «πρόσωπο» πιο «σοβαρό κοστούμι» , που αλήθεια το ξεχάσαμε , πολιτικοί του συνταγματικού τόξου και μεγαλοδημοσιογράφοι, αν το φορούσε, οι ιδέες της θα ήταν ανεκτές(!).

Κάπως έτσι, σήμερα «ούλοι» είμαστε antifa , δεν πειράζει δηλαδή που δεν δηλώνουμε δημοκράτες, αρκεί το antifa , για να μας χωράει όλους. Κυρίως για να μας ξεχωρίζει, όσο θα υπάρχουν φασίστες , με υπαρκτή βάση ή τεχνηέντως φουσκωμένοι, θα υπάρχουν και antifa , γιατί η δημοκρατία είναι περίεργο πράγμα, θέλει καθημερινή άσκηση, υπεράσπιση και καθήκον.

Αλλά εγώ καθημερινά αρκεί να είμαι antifa στον φασισμό των άλλων , δεν πειράζει αν είμαι και ρατσιστής και φασίστας , στο σπίτι μου, στη γυναίκα μου, στον άνδρα μου , στα παιδιά μου, στον εργαζόμενο, στον αδύναμο, τον διαφορετικό , τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, τους θεσμούς και τα άλλα χρώματα από το αγαπημένο μου , στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο , αν δεν είναι έτσι όπως τον θέλω εγώ:

«Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.

Όσοι δεν δουλεύουν φοβούνται ότι δεν θα βρουν ποτέ δουλειά.

Όποιος δεν φοβάται την πείνα φοβάται το φαγητό.

Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.

"google ad"

Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να μιλήσει.

Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.

Είναι τα χρόνια του φόβου.

Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.

Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.

Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.

Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος για όσα έγιναν και για όσα μπορεί να γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα, εκδ Πάπυρος».

Μπορείς όμως να είσαι ο ένας , όταν τους άλλους τους χειραγωγούν να είναι οι πολλοί ή να ανέχονται και να σιωπούν, εξασφαλίζοντας στη Σιδερένια Φτέρνα των εκμεταλλευτών, το ρόλο στο μακρύ χέρι τους, την σκοτεινή – μαύρη ανθρωπόμορφη γροθιά του φασισμού;

Ο άνδρας στη τελική φωτογραφία της ανάρτησης πιθανόν ονομάζεται August Landmesser (Ογκιούστ Λαντμέσερ). Μια ημέρα του 1936, στη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, αρνείται να χαιρετήσει ναζιστικά, στο μέσον ενός πλήθους ανθρώπων που υψώνουν όλοι μαζί το χέρι για να τιμήσουν την άφιξη ενός νέου πλοίου στο λιμάνι του Αμβούργου. Ήταν 13 Ιουνίου 1936 και όλοι οι εργάτες του ναυπηγείου είχαν αναγκαστεί να παραστούν στην εκδήλωση. Η σκηνή απαθανατίστηκε από έναν άγνωστο φωτογράφο.

Ο Ογκιούστ Λαντμέσερ ήταν νεαρός εργάτης στα ναυπηγεία του Αμβούργου όταν τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία. «Εκείνη την ημέρα ο ίδιος ο Χίτλερ βρισκόταν στο Αμβούργο» ήταν ο υπότιτλος της φωτογραφίας, η οποία μπήκε στο αρχείο ενός κέντρου ντοκουμέντων στο Βερολίνο.

Σύμφωνα με την Washington Post, η οποία έχει αναζητήσει την ιστορία της φωτογραφίας, «ο Ογκιούστ Λαντμέσερ έχει προσωπικούς λόγους να μην κάνει τον ναζιστικό χαιρετισμό». Έναν χρόνο πριν τραβηχτεί η φωτογραφία, το 1935, ο νεαρός 25χρονος άνδρας είχε παντρευτεί την Ιρμα Εκλερ, 22 ετών. Μεγάλο πρόβλημα για τη Γερμανία της εποχής: ήταν Εβραία. Ο γερμανικός νόμος απαγόρευε τον γάμο. Ο Ογκιούστ Λαντμέσερ αποβλήθηκε από το ναζιστικό κόμμα, στο οποίο είχε εγγραφεί το 1931. Το ζευγάρι αδιαφορεί για τις εντολές του κόμματος και φέρνει στον κόσμο δύο κοριτσάκια, την Ινγκριντ το 1935 και την Ιρέν το 1937. Το ζευγάρι συλλαμβάνεται το 1938. Ο Ογκιούστ Λαντμέσερ και η γυναίκα του φυλακίζονται γιατί «βεβήλωσαν τη ράτσα» και καταδικάζονται σε καταναγκαστικά έργα. Η γυναίκα πεθαίνει στη φυλακή το 1941 και εκείνος στέλνεται στο μέτωπο, όπου χάνονται και τα ίχνη του. Τα δύο κοριτσάκια στάλθηκαν στο ορφανοτροφείο, αλλά επέζησαν.

18 Σεπτεμβρίου 2013, Παύλος Φύσσας , στο Κερατσίνι 77 χρόνια μετά , ήταν ο ένας από τους λίγους της εποχής του , που στάθηκε απέναντι σε αυτό το φασιστικό παραστρατιωτικό εργαλείο, που οι πολλοί , ανέχονταν, σιωπούσαν ή και ερωτοτροπούσαν, παρασυρμένοι από την προβολή του και την υποδοχή του στις παρυφές του συστήματος , τότε που ψάρευε στα θολά νερά της απελπισίας των ρημαγμένων στρωμάτων της κοινωνίας.

Εφτά χρόνια μετά είμαστε όλοι «antifa» , και κάτι δεν κολλάει κι όλο στο μυαλό γυρνάει « αφέντες και δούλοι antifa γίναμε όλοι».

Έχει ενδιαφέρον λοιπόν, αυτό το «όλοι» , πόσο «όλοι» θα έμενε ανήμερα της δικαστικής κρίσης, αντί για το #ΔενΕίναιΑθώοι αν ήταν να το εννοούσαν «ούλοι» να βάλουν και οι «κορυφές και στέγες»ένα #ΕίναιΌλοιΤουςΈνοχοι ; Να γιατί ο Μπρέχτ θα μας υπενθυμίζει πάντα: «Η σκύλα που γέννησε τον φασισμό, βρίσκεται πάλι σε οργασμό» όσο οι αιτίες που τον γεννούν θα παραμένουν εδώ …