Μια σειρά θεωριών συνωμοσίας πυροδότησε ο θάνατος του Τζον Μακάφι, του μεγιστάνα που αφού έζησε μια πολυτάραχη ζωή και βρέθηκε χθες νεκρός στο κελί του.

Ο θάνατος του Μακάφι, μόλις λίγες ώρες αφότου ισπανικό δικαστήριο ενέκρινε την έκδοσή του στις ΗΠΑ, εκτιμήθηκε αμέσως ως αυτοκτονία, προκαλώντας την αντίδραση πολλών που κάνουν λόγο για συνωμοσία, επικαλούμενοι παλιότερα tweets του ίδιου με τα οποία προειδοποιούσε τους ακολούθους, αν ποτέ μάθαιναν ότι αυτοκτόνησε «α λά Επστάιν», να μην πιστέψουν την είδηση.

«Είμαι ικανοποιημένος εδώ. Έχω φίλους. Το φαγητό είναι καλό. Όλα είναι καλά. Να ξέρετε ότι αν ποτέ κρεμαστώ, όπως ο Επστάιν, δεν θα ευθύνομαι εγώ», φέρεται να είχε γράψει παλιότερα στο Twitter.

To 2019 o επιχειρηματίας, ο οποίος ήταν γνωστός για την ελευθεροστομία του –κατ’ άλλους για το ακαταλόγιστο των ισχυρισμών του-, είχε γράψει ότι λαμβάνει έμμεσα μηνύματα από την αμερικανική κυβέρνηση ότι τον θέλει νεκρό, σχεδιάζοντας να τον δολοφονήσει με τρόπο που να φανεί ως αυτοκτονία.

Τότε μάλιστα είχε ανεβάσει και μια φωτογραφία από ένα νέο τατουάζ στον ώμο του με τη λέξη «whackd» (σ.σ. ψόφιος στην αμερικανική αργκό) το οποίο γρήγορα μετεξελίχτηκε σε hashtag, μαζί με το #McAfeeDidntKillHimself, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του.

Προσθέτοντας στις θεωρίες συνωμοσίας, οι χρήστες άρχισαν επίσης να παρατηρούν μια ανάρτηση – την πρώτη μετά από μήνες – στον λογαριασμό του Instagram του Μακάφι ενός «Q», μια αναφορά που πολλοί τη συνέδεσαν με το κίνημα QAnon, το οποίο συνδέει πολλές θεωρίες συνωμοσίας με την «βαθυ κράτος» της κυβέρνησης το οποίο ο Μακάφι αργότερα επέκρινε.

Ο θάνατος του Μακάφι οδήγησε επίσης τους επικριτές να κατηγορήσουν το δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ και την επικείμενη έκδοση του επιχειρηματία στις ΗΠΑ.

«Η Ευρώπη δεν πρέπει να εκδίδει εκείνους που κατηγορούνται για μη βίαια εγκλήματα σε ένα δικαστικό σύστημα τόσο άδικο – και ένα σύστημα φυλακής τόσο σκληρό – που οι γεννημένοι εκεί θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να υπόκεινται σε αυτό», ανέφερε ο Έντουαρντ Σνόουντεν, φυγάς ο ίδιος από τις ΗΠΑ, μετά τις αποκαλύψεις του για το σύστημα μαζικής παρακολούθησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας.

Ο Σνόουντεν προειδοποίησε μάλιστα ότι ο φυλακισμένος δημοσιογράφος και ο ιδρυτής του Wikileaks, Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος αντιμετωπίζει επίσης πιθανή έκδοση στις ΗΠΑ, θα μπορούσε να είναι επόμενος.

"google ad"

Οικονομικές απάτες και μια δολοφονία – «μυστήριο»

Ο Αμερικανός μεγιστάνας Τζον ΜακΆφι, «πατέρας» του διάσημου ομώνυμου λογισμικού anti-virus, βρέθηκε νεκρός στο κελί του σε φυλακή της Καταλονίας, λίγες ώρες αφότου η ισπανική Δικαιοσύνη άναψε το «πράσινο φως» για την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με την εφημερίδα El Mundo το υπουργείο Δικαιοσύνης της Καταλονίας επιβεβαίωσε τον θάνατο του 75χρονου ΜακΆφι.

Σωφρονιστικοί υπάλληλοι και νοσηλευτικό προσωπικό της φυλακής προσπάθησαν να του κάνουν ανάνηψη, όμως χωρίς επιτυχία.

Ο επιχειρηματίας, που είχε γίνει γκουρού των κρυπτονομισμάτων, ήταν καταζητούμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες για φοροδιαφυγή.

Μετά το «πράσινο φως» του δικαστηρίου, η έκδοσή του θα έπρεπε επίσης να εγκριθεί από την ισπανική κυβέρνηση, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση.

Συνελήφθη Οκτώβριο του 2020 στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης και στη συνέχεια τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση.

Βάσει του κατηγορητηρίου Αμερικανού εισαγγελέα εις βάρος του, είχε παραλείψει να δηλώσει έσοδα εκατομμυρίων δολαρίων που προήλθαν από την προώθηση κρυπτονομισμάτων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, συνέδρια και πώληση δικαιωμάτων για την υλοποίηση ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή του.

Σύμφωνα με την αμερικανική Δικαιοσύνη, ο Τζον ΜακΆφι φέρεται επίσης να είχε κρύψει περιουσιακά στοιχεία, συγκεκριμένα ακίνητα, ένα κότερο και ένα αυτοκίνητο, γράφοντάς τα σε ονόματα άλλων προσώπων.

Οι αμερικανικές αρχές εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης μέσω της Interpol και ζήτησαν την έκδοσή του.

Μετά τη μεγάλη περιουσία που έκανε με το λογισμικό του κατά των ιών McAfee τη δεκαετία του 1980, ο Τζον ΜακΆφι έγινε γκουρού των κρυπτονομισμάτων χάρη στα οποία δήλωνε ότι κέρδιζε 2.000 δολάρια ημερησίως, ενώ τον ακολουθούσαν εκατομμύρια χρήστες στο Twitter.

Η αμερικανική Δικαιοσύνη είχε απαγγείλει επίσης τον Μάρτιο κατηγορία εναντίον του για προώθηση μεταξύ των θαυμαστών του στο Twitter αρκετών επιχειρήσεων που συνδέονται με τα κρυπτονομίσματα χωρίς να τους πει ότι πιθανόν θα αντλούσε από αυτές μεγάλα ποσά.

Ο Τζον ΜακΆφι είχε μονοπωλήσει τα πρωτοσέλιδα το 2012 όταν ο γείτονάς του στο Μπελίζ, μικρή χώρα της κεντρικής Αμερικής, δολοφονήθηκε μυστηριωδώς, ένα έγκλημα που δεν έχει εξιχνιαστεί μέχρι σήμερα.

Η αστυνομία είχε ανακαλύψει τότε ότι ο ΜακΆφι ζούσε με μια 17χρονη και ότι είχε αρκετά όπλα στο σπίτι του. Ο επιχειρηματίας έκανε μια απίστευτη απόδραση, μια υπόθεση που παρακολουθούσαν στενά τα μέσα ενημέρωσης επί έναν μήνα.

Το 2015 είχε συλληφθεί στις ΗΠΑ για οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών. Στη συνέχεια δεν απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης… μέχρι τον Ιανουάριο του 2019 όταν διέφυγε από τη χώρα του της οποίας ήθελε να διεκδικήσει την προεδρία.