15.8 C
Chania
Thursday, March 28, 2024

Ενόψει της δίκης στο Ηράκλειο κατά του Γερμανικού Δημοσίου: Ποιοι ιδιώτες μπορούν να εγείρουν απαιτήσεις από τη Γερμανία για τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου

Ημερομηνία:

Με αφορμή έρευνά Υποψήφιου Διδάκτωρ Γιώργου Λιμαντζάκη και σχετική αγωγή κατά του Γερμανικού Δημοσίου που θα δικαστεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο Ηράκλειο, σήμερα θα δημοσιεύσουμε άρθρο του ερευνητή για το δικαίωμα ιδιωτών να διεκδικήσουν πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία για αδικήματα που έγιναν στην κατοχή (1940-45). Το άρθρο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού ξεκαθαρίζει διάφορα ζητήματα για τα οποία σκοπίμως ή λόγω άγνοιας δημιουργείται σύγχυση.

 Γιατί είναι η Γερμανία υπόδικη γιατις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου;
Πώς και ποιοί ιδιώτες μπορούν ακόμη να εγείρουν απαιτήσεις;

Γιώργος Λιμαντζάκης
*Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο συχνά λόγος για πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, χωρίς να είναι σαφές αν πρόκειται για θέμα που ανέκυψε λόγω της κρίσης και της οικονομικής συγκυρίας, ή υπήρχε καθαυτό εδώ και δεκαετίες. Είναι βάσιμες οι διεκδικήσεις αυτές, και αν ναι τι είδους; Ποιός τις εκδικάζει, και με ποιά νομική βάση; Ακολουθούν μερικά βασικά στοιχεία υπό τη μορφή των πιο συνηθισμένων ερωταπαντήσεων:

Στη βάση ποιών κανόνων δικαίου φέρει η Γερμανία ευθύνη για αδικοπραξίες που έγιναν κατά τη διάρκεια της κατοχής;

Οι κανόνες διεθνούς δικαίου που αποτελούσαν γενικά αναγνωρισμένο Διεθνές Δίκαιο κατά την περίοδο διεξαγωγής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιέχονται στη Σύμβαση της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1907 και το Παράρτημα αυτής για τους Κανόνες Διεξαγωγής του Χερσαίου Πολέμου.[1] Στη σύμβαση αυτή ορίζεται ότι «η ένεκα των πολεμικών γεγονότων κατάληψη χώρας από το στρατό κατοχής δεν επιφέρει μετάσταση κυριαρχίας, αλλά μόνο προσωρινή μεταβολή του φορέα άσκησης της εξουσίας από τον κατέχοντα, ο οποίος υποχρεούται να σέβεται κατά τη διοίκηση του κατεχόμενου τόσο τη νομοθεσία του τελευταίου όσο και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου» (άρθρο 43).[2] Η διάταξη του άρθρου 46 διευκρινίζει περαιτέρω στο πλαίσιο αυτό ότι «η τιμή κατά οικογενειακά δίκαια, η ζωή των ατόμων και η ιδιοκτησία αυτών […] είναι σεβαστά» και «οι δυνάμεις Κατοχής υποχρεούνται να προστατεύουν τη ζωή και την ατομική ιδιοκτησία των πολιτών».

Όσο κι αν η σχετική αναφορά φαντάζει ειρωνική όταν κάποιος αναλογίζεται συνθήκες πολέμου, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω Σύμβαση είχε επικυρωθεί επίσημα από τη Γερμανία στις 27.11.1909 και τεθεί σε ισχύ από τις 26.1.1910,[3] κατά συνέπεια τη δέσμευε κατά την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Περαιτέρω, το άρθρο 50 της ίδιας Σύμβασης προβλέπει την πλήρη απαγόρευση επιβολής μαζικών ποινών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι βομβαρδισμοί, ενώ η απαγόρευση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του άμαχου πληθυσμού χαρακτηρίζεται «απόλυτος κανόνας δικαίου» με βάση τα άρθρα 22, 23, 46 και 50 της Σύμβασης.[4]

Τι προβλέπει το διεθνές δίκαιο αναφορικά με αποζημιώσεις, και σε ποιές περιπτώσεις;

Σε σχέση με την ευθύνη που προκύπτει από αδικοπραξίες που τελούνται σε μια χώρα υπό κατοχή, το άρθρο 3 της ίδιας Σύμβασης αναφέρει ότι «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως», ενώ πρόσθετα ορίζει ότι «η κατέχουσα χώρα είναι υπεύθυνη όχι μόνον για τις ζημίες που προξενούνται σύμφωνα με τις εντολές της ηγεσίας της, αλλά και για όλες τις πράξεις που εκτελέστηκαν από πρόσωπα που ανήκαν στην ένοπλη δύναμη της».[5] Η ευθύνη της Γερμανίας για την τέλεση των ανωτέρω πράξεων αναγνωρίζεται τόσο από το Διεθνές όσο και από το Γερμανικό δίκαιο, όπως επίσης δέχτηκαν το Πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας. Κατά συνέπεια, το Γερμανικό Δημόσιο είναι υποχρεωμένο –με βάση τόσο το διεθνές δίκαιο, όσο και τα δεδικασμένα εντός και εκτός Γερμανίας- να προβεί σε αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε στον εκάστοτε παθόντα κατά τη διάρκεια της επίθεσής της ή της κατοχής της εκάστοτε χώρας.

Είναι βάσιμες οι προσφυγές ιδιωτών;

Στις απαιτήσεις που προέβαλλε μεταπολεμικά το Ελληνικό Δημόσιο για τις καταστροφές που προξένησαν τα κατοχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής (1941-1945) δεν συμπεριλήφθηκαν οι απαιτήσεις των θυμάτων που απορρέουν από εγκληματικές πράξεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατά αμάχων (εκτελέσεις, τραυματισμοί, πυρπολήσεις, λεηλασίες και καταστροφές ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων). Στο σημείο αυτό γίνεται συχνά η παρανόηση να θεωρούμε ότι το ελληνικό κράτος όφειλε να διεκδικήσει αποζημίωση για ζημίες ιδιωτών, πράγμα το οποίο δεν ισχύει. Οφείλει να γίνει διάκριση μεταξύ διαφορών του δημοσίου με τη Γερμανία, και ιδιωτών με αυτή. Κατά συνέπεια, το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε συμπεριέλαβε ιδιωτικές απαιτήσεις στα υπό διαπραγμάτευση θέματα, ενώ το Γερμανικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο ιδιωτικές απαιτήσεις από πολεμικά γεγονότα. Η θέση αυτή ωστόσο αναγνωρίστηκε ως αβάσιμη από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, το οποίο δέχτηκε ότι «οι ένδικες απαιτήσεις των εναγόντων ασκούνται ατομικώς και όχι από το κράτος του οποίου αυτοί είναι πολίτες, αφού αυτό δεν αποκλείεται από κανένα κανόνα του Διεθνούς Δικαίου».[6] Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει άλλος τρόπος διεκδίκησης των απαιτήσεων αυτών πέρα από τις προσωπικές αγωγές των ζημιωθέντων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.

Πού μπορούν να προσφεύγουν οι ζημιωθέντες; Υπάρχει ετεροδικία;

Όσον αφορά στις αγωγές αυτές, είναι γενικά παραδεκτό ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τα θύματα να τις εγείρουν ενώπιον των Δικαστηρίων της πρώην κατοχικής δύναμης, γιατί στην περίπτωση αυτή τα θύματα θα ήταν εκτεθειμένα στην αυθαιρεσία των οργάνων της χώρας αυτής χωρίς καμία προστασία. Για το λόγο αυτό έχει αναγνωριστεί ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυνατότητα των ατόμων να είναι υποκείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, ιδιότητα που αναγνωρίζεται από όλες τις μεταπολεμικές διεθνείς συμβάσεις για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.

Για την εκδίκαση αυτών ιδρύθηκαν από τον ΟΗΕ Διεθνή Δικαστήρια, ενώ γίνεται γενικά αποδεκτό ότι ακόμη και αν το έγκλημα κατά άμαχων κατοίκων θεωρηθεί ως «πολεμικό συμβάν», επειδή έχει τα χαρακτηριστικά εγκλήματος πολέμου και του εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας, οι ζημιωθέντες έχουν άμεση και πρωτογενή αξίωση για έγερση προσφυγής κατά του κράτους που προξένησε τη ζημία, επειδή πρόκειται για εξατομικευμένο έγκλημα και οι αξιώσεις από αυτό δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω διακρατικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σχετική διακρατική συμφωνία, τα θύματα διατηρούν το δικαίωμα παράλληλης προσφυγής. Ένα επιπλέον σημείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής είναι ότι τα εγκλήματα πολέμου είναι απαράγραπτα, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει.

"google ad"

Υπάρχει θετικό προηγούμενο (δεδικασμένο);

Στις δίκες που έγιναν έως σήμερα με συναφές αντικείμενο, το Γερμανικό Δημόσιο προέβαλε την ένσταση της ετεροδικίας, ισχυριζόμενο δηλαδή ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να δικάσουν αυτές τις αγωγές. Πρωτοδικεία όπως της Λιβαδειάς, του Αιγίου κ.ά. απέρριψαν την ένσταση αυτή και κηρύχτηκαν αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών των θυμάτων του Διστόμου και άλλων περιοχών.[7] Χαρακτηριστικό της πλάνης των Πρωτοδικείων που δέχτηκαν την ένσταση της ετεροδικίας είναι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο της Γερμανικής πόλης Καρλσρούη, το οποίο δίκασε αγωγή Έλληνα μετανάστη κατά του Γερμανικού Δημοσίου για περιουσιακές βλάβες που υπέστη από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, κηρύχτηκε αναρμόδιο, με την αιτιολογία ότι αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών αυτών είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια.

Χαρακτηριστικότερη είναι ίσως η αγωγή του Συλλόγου Θυμάτων Διστόμου κατά του Γερμανικού Δημοσίου, που εκδικάστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς. Η Απόφαση 137/1997 του τελευταίου δικαίωσε τα θύματα και εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Γερμανικού Δημοσίου, στη βάση της οποίας το τελευταίο όφειλε να καταβάλλει 9,5 δισεκατομμύρια δρχ. στους ζημιωθέντες. Ακολούθως, το Γερμανικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, την οποία απέρριψε στο δεύτερο βαθμό το Εφετείο Αθηνών, και το Γερμανικό Δημόσιο ακολούθως προσέφυγε με αίτηση αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο. Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αυτή παραπέμφθηκε από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία με την υπ’ αριθ. 11/2000 απόφασή της απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως και επικύρωσε τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και του Εφετείου Αθηνών, με το εξής σκεπτικό:

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ετεροδικία των Κρατών που υπογράφτηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας στις 16.5.1972 (και την οποία η Γερμανία έχει υπογράψει και επικυρώσει) «ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύοντος εθιμικού δικαίου της Ηπειρωτικής Ευρώπης […] Κατά το άρθρο 11 της Σύμβασης ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση η’ αμέλεια σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμός κ.λπ.).

[Επίσης] Διαπιστώνεται γενική πρακτική των κρατών της διεθνούς κοινότητας που γίνεται δεκτή ως δίκαιο, δηλαδή η διαμόρφωση διεθνούς εθίμου που αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ, κατά το οποίο τα εγχώρια δικαστήρια, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ετεροδικίας, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) για αδικοπραξίες που τελέστηκαν σε βάρος προσώπων και της περιουσίας αυτών σε έδαφος του forum από όργανα αλλοδαπού κράτους που ήταν παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικοπραξιών τούτων, ακόμη και αν πρόκειται για πράξεις κυριαρχικής εξουσίας (acta jure imperii)».

Οι δικηγόροι του Γερμανικού Δημόσιου υποστήριξαν ότι η Σύμβαση ισχύει από το 1972 και εξής και δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά η Νομική Επιτροπή του ΟΗΕ και το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου απέρριψαν τον ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι κατά τους ισχύοντες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, το κράτος του οποίου τα στρατεύματα διέπραξαν εγκλήματα στο έδαφος κατεχόμενης χώρας δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται την ετεροδικία.[8]Κατά συνέπεια, η Σύμβαση του 1972 δεν θέσπισε νέους κανόνες δικαίου, αλλά κωδικοποίησε τους ήδη ισχύοντες από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εφεξής κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, τους οποίους η Γερμανία επικύρωσε μεν, αλλά αρνείται να εφαρμόσει, κατά τον ίδιο τρόπο που ακόμα αρνείται την δικαίωση και αποζημίωση των θυμάτων της.

Ποιόν αφορά η διακρατική συμφωνία Ελλάδος -Δ.Γερμανίας του 1960 και τι σχέση έχει με τις διεκδικήσεις ιδιωτών;

Απολύτως καμία σχέση. Σε κάποιες περιπτώσεις, έχει γίνει λανθασμένα -ίσως και υστερόβουλα- αναφορά στη διακρατική Συμφωνία της 18ης Μαρτίου 1960 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία δεν αφορά τη δίκαια ικανοποίηση όλων των θυμάτων του ναζισμού και των κατοχικών αρχών, παρά μόνο των «Ελλήνων πολιτών […] οι οποίοι διώχθηκαν από τους Εθνικοσοσιαλιστές λόγω της φυλής ή της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους [κυρίως Εβραίοι και Αθίγγανοι] και των οποίων η ελευθερία ή η υγεία υπέστησαν βλάβη εξαιτίας αυτού του λόγου». Στη βάση της ανωτέρω συμφωνίας, η τότε Δυτική Γερμανία πλήρωσε 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στην Ελληνική κυβέρνηση, τα οποία όμως δεν προορίζονταν για θύματα που ενέπιπταν σε διαφορετικές κατηγορίες πέραν αυτών που προέβλεπε το άρθρο 1 της Συμφωνίας (και μεταξύ αυτών, ούτε για θύματα που υπέστησαν υλικές ζημίες).[9]

Στην επιβεβαίωση της σημαντικής αυτής διαφοροποίησης συνηγορεί και το άρθρο 3 της ίδιας Συμφωνίας, όπου αναφέρεται ότι«Δια της εν άρθρω 1ω προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματαάτινα αποτελούν το αντικείμενο της Συμβάσεως αυτήςκαι τα αναφερόμενα εις τας σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς το Βασίλειον της Ελλάδος, μη θιγομένων ενδεχόμενων νόμιμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων». Κατά συνέπεια, στη συμφωνία αυτή γίνεται ρητή εξαίρεση των λοιπών αξιώσεων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα να προσφύγουν κατά της Γερμανίας για οποιαδήποτε άλλη διαφορά δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 1 της Συμφωνίας.[10]

Βιβλιογραφία

  • Kατσιγιάννη-Παπακων/νου, Η διεθνής αδικοπραξία ως πηγή διεθνούς κρατικής ευθύνης και οι συνέπειες από την τέλεσή της, Αθήνα 2001.
  • Κεραμεύς, Ασυλία αλλοδαπών κρατών για αδικοπρακτική τους ευθύνη, νομική πληροφορία ΙΔΑΔ (με εισήγηση Μ. Γαβουνέλη), Δ 33, 766
  • Κεραμεύς, Ετεροδικία αλλοδαπού κράτους για παράβαση Ius Cogens, με παρατηρήσεις Σταμούλη, Δ 33,
  • Τσιλιώτης, Η αδικοπρακτική ευθύνη του γερμανικού κράτους για εγκλήματα των στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα -Το ζήτημα της ετεροδικίας και του ΑΕΔ, Δ 31, 3.

Σημειώσεις

[1]Τοκείμενοείναιγνωστόστηδιεθνήβιβλιογραφία (αγγλικά) ως “Convention respecting the laws and customs of war on land”, ενώ στα γερμανικά ως “Landeskriegsordnung”.

[2] Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 4.

[3]Βάση δεδομένων της Ολλανδικής Κυβέρνησης Overheid.nl, Αρχεία Συνθηκών, Συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Χάγης του 1907 με ημερομηνίες επικύρωσης των σχετικών κειμένων, https://verdragenbank.overheid.nl/en/Verdrag/Details/003319.

[4] Οι σχετικές διατάξεις δεν εμπόδισαν τη γερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe) να ισοπεδώσει μεγάλο μέρος ελληνικών πόλεων όπως οι Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Χανιά και Ηράκλειο, ενώ και οι χερσαίες δυνάμεις (Wehrmacht) δεν έδειξαν ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση κατά τη διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ή αντιποίνων στα χωριά Κοντομαρί, Κάνδανο, Βιάννο, Κομμένο, Δίστομο, Καλάβρυτα κ.ά.

[5]Αυτό ήταν μεταξύ άλλων και το σκεπτικό της απόφασης του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 5-6.

[6]Απόφαση 33/93 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης.

[7]Το αιτιολογικό είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εκτενές, αλλά μπορούμε συνοπτικά να αναφέρουμε το σκεπτικό: «Πράξεις αντίθετες προς το αναγκαστικό διεθνές δίκαιο είναι ανίσχυρες και δεν μπορούν να αποτελέσουν πηγή νόμιμων δικαιωμάτων, όπως αυτό της ετεροδικίας (κατ’εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου exinjuriajusnonoritur), [ενώ] η αρχή της εδαφικής κυριαρχίας είναι υπέρτερη της αρχής της ετεροδικίας. Ένα κράτος που παραβάζει την εν λόγω αρχή με αθέμιτη κατάληψη αλλότριου εδάφους δεν είναι δυνατό να επικαλεσθεί την αρχή της ετεροδικίας για πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια της αθέμιτης πολεμικής κατοχής». Γνωμοδότηση Ι. Κρατερού, Γερμανικές Επανορθώσεις -Αξιώσεις Ελλήνων Πολιτών έναντι Γερμανίας για ζημίες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. ΕλΔ37. σ.1526 και 1530.

[8]Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς 137/1997, σελ. 6.

[9]Αντίστοιχες συμφωνίες είχαν προηγηθεί και με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο καθορισμού των σχετικών αποζημιώσεων. Κατά συνέπεια, κάποια κράτη μπόρεσαν να πάρουν δυσανάλογα μεγάλα ποσά σε σχέση με τις ζημιές που είχαν υποστεί -βλέπε π.χ. Λουξεμβούργο (1959) 18 εκατ. μάρκα, Ελβετία (1959) 11 εκατ., ή Αυστρία (1961) 101 εκατ.), ενώ άλλα απέσπασαν μικρότερα -Νορβηγία (1959) 60 εκατ., Γαλλία (1960) 400 εκατ., Ολλανδία (1960) 125 εκατ., Βέλγιο (1960) 80 εκατ. μάρκα, ή και καθόλου. Οι δε αποζημιώσεις δεν αφορούσαν πάντα τις ίδιες κατηγορίες θυμάτων, αλλά ορίζονταν διαφορετικά ανάλογα με την κατά περίπτωση συμφωνία. «Η αλήθεια και τα ψέματα για τις Γερμανικές αποζημιώσεις», Ιστολόγιο Αμφιλεγόμενα, 1.8.2012.

[10]Κατά συνέπεια, δηλώσεις όπως αυτή του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών AndreasPeschke (25 Φεβρουαρίου 2010): «Οφείλω να απορρίψω τις κατηγορίες. Με βάση τη συμφωνία αποζημιώσεων του 1960, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέβαλλε αποζημίωση 115 εκατομμυρίων μάρκων στην Ελλάδα για τα θύματα του ναζισμού. Μια συζήτηση για το παρελθόν δε βοηθά καθόλου στην επίλυση των προβλημάτων της Ελλάδας και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κρίση» είναι άνευ ουσίας και αντικειμένου, καθότι το δικαίωμα των ζημιωθέντων σε δίκαια αποζημίωση εξακολουθεί να υφίσταται ακέραιο, χωρίς χρονικούς, πολιτικούς ή οποιουδήποτε άλλου είδους περιορισμούς. Όπως παραπάνω.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Γιώργος Λιμαντζάκης
Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 2013 εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με ερευνητικό αντικείμενο τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας των Τουρκοκρητών και των Τουρκοκυπρίων από την ύστερη οθωμανική περίοδο μέχρι την αυτοκυβέρνηση. Κατάγεται από τα Χανιά, αλλά μένει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως διδάσκων, μεταφραστής και διερμηνέας της τουρκικής γλώσσας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται ιστορικά και πολιτικά θέματα της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ