15.8 C
Chania
Friday, March 29, 2024

Η σφαγή του Ηρακλείου και η πλήρης αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από την Κρήτη στις 3 Νοεμβρίου 1898 | Φωτός

Ημερομηνία:

Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *

Τα τέλη Οκτώβρη είναι κλασικά η περίοδος που όλοι περιμένουν την επέτειο της 28ης για να κάνουν ένα διάλειμμα από τη δουλειά ή το σχολείο, ή την 26η για να ευχηθούν στις Δήμητρες και τους Δημήτρηδες, και αν Βόρειοι, να γιορτάσουν παράλληλα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912). Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν ότι το ίδιο περίπου διάστημα πραγματοποιήθηκε και η αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από την Κρήτη το 1898, η οποία ολοκληρώθηκε στις 3 -κατ’ άλλους 4- Νοεμβρίου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Η πολιτική και κοινωνική ζωή της Κρήτης ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, καθώς η χριστιανική πλειοψηφία αγωνιζόταν διαρκώς για τη χειραφέτησή της από την οθωμανική εξουσία. Η αρχή είχε γίνει ήδη από το 1770 με την επανάσταση του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά, αλλά παρά τη συχνότητα που αποκτά έκτοτε η επαναστατική κινητοποίηση -με την εκδήλωση μιας επανάστασης σχεδόν κάθε δέκα χρόνια (1821, 1833, 1841, 1858, 1866-69, 1878, 1889, 1895-6 και 1897)- ελάχιστες από αυτές μπόρεσαν να μακροημερεύσουν και να καλύψουν τις ανάγκες και τους πόθους της χριστιανικής πλειονότητας, η οποία συνέχισε να επιμένει ζητώντας κατά διαστήματα είτε ευρύτερη αυτονομία, είτε άμεση ένωση με το ελληνικό βασίλειο.

3

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας επανάστασης, το καλοκαίρι του 1898, η κατάσταση στρατιωτικά έμοιαζε με κάθε άλλη τις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί. Οι χριστιανοί επαναστάτες είχαν καταφέρει να επικρατήσουν στο μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου, από όπου είχαν διώξει τους μουσουλμάνους συντοπίτες τους και τα οθωμανικά στρατεύματα, και αντίστροφα, οι μουσουλμάνοι είχαν συρρεύσει στις πόλεις (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) με ότι μπόρεσαν να σώσουν από την κινητή περιουσία τους, κάνοντας αντίστοιχα αφόρητη τη ζωή των χριστιανών εκεί. Κατά συνέπεια, και οι δύο πλευρές προσέβλεπαν σε κάποιο μείζον πολιτικό γεγονός που θα τις έβγαζε από το πολιτικό αδιέξοδο, επιτρέποντας -αν όχι προδιαγράφοντας- την απόλυτη επικράτησή τους επί του αντιπάλου.

Η αφορμή για νέες ταραχές δόθηκε στις 25 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου, όταν η αγγλική στρατιωτική διοίκηση του Ηρακλείου επιχείρησε να καταλάβει τα φορολογικά γραφεία της πόλης. Μουσουλμάνοι ντόπιοι και πρόσφυγες απο τα γύρω χωριά, ενισχυμένοι και από την παρουσία περίπου 15.000 ατάκτων βασιβουζούκων εντός της πόλης, επιτέθηκαν τότε στους Άγγλους στρατιώτες και τους σκότωσαν. Μεθυσμένος από το αίμα, ο όχλος ακολούθως πολιόρκησε την αγγλική φρουρά στους στρατώνες της, ενώ το βρετανικό προξενείο λεηλατήθηκε και κάηκε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όσοι βρίσκονταν μέσα σε αυτό. Η σφαγή σύντομα γενικεύτηκε στην πόλη, με συνέπεια να σκοτωθούν από το μαινόμενο πλήθος 400-800 χριστιανοί, μεταξύ των οποίων ο Υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός και 17 Άγγλοι στρατιώτες, και να προξενηθούν εκτεταμένες καταστροφές σε σπίτια και καταστήματα (1).

2

Οι ταραχές προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στην Ευρώπη, αναγκάζοντας τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να κινητοποιηθούν. Στις πόλεις, όπου την τήρηση της τάξης είχαν αναλάβει εδώ και μερικούς μήνες τα ξένα στρατεύματα, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκαν σοβαρές τιμωρίες στους παραβάτες. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσωρινός διοικητής της Κρήτης υποναύαρχος Noël μετέβη με τον Άγγλο Πρόξενο στο Ηράκλειο για «να αποκαταστήσει την τάξη και το γόητρο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας» (2). Νέες στρατιωτικές ενισχύσεις κατέφθασαν στην πόλη τις επόμενες μέρες, ενώ ταυτόχρονα οι βρετανικές αρχές προχώρησαν στον αφοπλισμό των μουσουλμάνων και τη σύλληψη των αρχηγών τους. Πριν λάβουν χώρα τα γεγονότα του Ηρακλείου, οι Δυνάμεις προσπαθούσαν επί τρία χρόνια να δώσουν λύση στο Κρητικό Ζήτημα με ημίμετρα, χωρίς ωστόσο σημαντικά αποτελέσματα. «Όταν όμως το κύρος το κύρος των δυνάμεων ποδοπατήθηκε από τον τουρκικό στρατό και όχλο στις 25 Αυγούστου 1898, έγιναν σε δυο μήνες όσα δεν είχαν γίνει τα προηγούμενα τρία χρόνια» (3).

Γνωρίζοντας το ζημιωθέν γόητρο των Βρετανών και υπολογίζοντας στη μεταστροφή τους εναντίον των μουσουλμάνων, η Εκτελεστική Επιτροπή της νεοσυσταθείσας Συνέλευσης των Κρητών συνέστησε με εγκύκλιο «προς τους Χριστιανούς» αυτοσυγκράτηση, ώστε η διάθεση των δυνάμεων να παραμείνει ευμενής εν όψει και της τελικής διευθέτησης του Κρητικού ζητήματος: «ένα έχομε πατριωτικό καθήκον, ένα μέγα συμφέρον. Να προσέξωμεν με κάθε τρόπο να μη δώσωμεν την παραμικράν αφορμήν εις τους εχθρούς μας να θολώσουν και πάλιν τα νερά, να ταράξουν πράγματα και να σπρώξουν το ζήτημά μας έξω από τον καλό δρόμον εις τον οποίον ευρίσκεται» (4). Παρόμοιες συστάσεις έδωσε και ο Βρετανός στρατιωτικός διοικητής Ηρακλείου, συνταγματάρχης Chermside, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε κινητοποιήσεις των οπλαρχηγών της Πεδιάδος, τους ζήτησε να αποφύγουν την παραβίαση της ουδέτερης ζώνης (cordon) γύρω από την πόλη του Ηρακλείου, προειδοποιώντας τους ότι «οιαδήποτε εχθρική πράξις εκ μέρους σας εναντίον των Μουσουλμάνων μόνο θα επιδεινώσει την κατάστασιν» (5).

1

Στη συνέχεια, οι Βρετανοί συγκρότησαν άμεσα εξεταστική επιτροπή, η οποία ξεκίνησε εξονυχιστικές έρευνες για τον εντοπισμό των υπευθύνων. Οι ανακρίσεις των Άγγλων αποκάλυψαν μέσα στις επόμενες εβδομάδες ότι η σφαγή του Ηρακλείου ήταν προσχεδιασμένη από τον Οθωμανό διοικητή της πόλης του Ηρακλείου, Εντέμ πασά (Ethem Paşa) (6). Η αγγλική διοίκηση έλαβε άμεσα αυστηρά μέτρα και προέβη στη δημόσια εκτέλεση 17 μουσουλμάνων προκρίτων, οι οποίοι θεωρήθηκαν υποκινητές των γεγονότων. Παράλληλα, με εντολή των ευρωπαίων ναυάρχων άρχισαν να πραγματοποιούνται απελάσεις μουσουλμάνων, οι οποίοι κατηγορούνταν για διάφορα αδικήματα και διατάχτηκε ο πλήρης αφοπλισμός του μουσουλμανικού πληθυσμού. Φοβούμενοι για την ασφάλειά τους και για περαιτέρω αντίμετρα, ακόμα και «οι βέηδες υπέδειξαν πολλούς εκ των συλληφθέντων ως ταραξίας».

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ακολούθως επιχείρησαν να συνδέσουν τον αφοπλισμό των μουσουλμάνων με αντίστοιχο των χριστιανών, αίτημα το οποίο η Επαναστατική Συνέλευση του Μελιδονίου δεν απέρριψε, αλλά απάντησε ότι «οι χριστιανοί είναι διατεθειμένοι να παραδώσουν τα όπλα των εις την Αυτόνομον Κυβέρνησιν, η οποία θα εγκαθιδρυθή μετά την εκκένωση της νήσου υπό του τουρκικού στρατού». Η διατύπωση αυτή ήταν αρκετά έξυπνη, καθώς με τον τρόπο αυτό οι επαναστάτες επιχείρησαν να συνδέσουν τον αφοπλισμό με την πολιτική διευθέτηση του Κρητικού. Παράλληλα, οι εκπρόσωποι της Συνέλευσης επέμειναν ότι η ουσιαστική αυτοκυβέρνηση της Κρήτης παρέμενε ουτοπική όσο υπήρχε οθωμανικός στρατός στην Κρήτη, καθώς αυτός κάλυπτε τις επιθέσεις των ατάκτων, όταν δεν συνέδραμε άμεσα σε αυτές. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, το αίτημα των επαναστατών υιοθετήθηκε από τις δυνάμεις και στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρέσβεις τους στην Κωνσταντινούπολη ζήτησαν επίσημα από την οθωμανική κυβέρνηση να αποσύρει όλα τα στρατεύματά της από την Κρήτη, υποστηρίζοντας ότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί η ειρήνη στο νησί.

Αρχικά, η Πύλη αντέδρασε στο διάβημα των δυνάμεων, ζητώντας κατ’ ελάχιστον τη διατήρηση στρατιωτικών φρουρών στις πόλεις «ως έμβλημα της οθωμανικής κυριαρχίας». Οι δυνάμεις όμως υπήρξαν αμετάκλητα αρνητικές ως προς αυτό το ενδεχόμενο, και φοβούμενες νέες ταραχές απέρριψαν το αίτημα. Αντιλαμβανόμενη ότι κινδύνευε να χάσει κάθε έρεισμα και έλεγχο στην Κρήτη, η Πύλη επανήλθε με εναλλακτικές προτάσεις για «την αποστολή επαρκούς αποσπάσματος, προορισμένου όπως προστατεύη τα κυριαρχικά δικαιώματα και την σημαίαν της» (7). Παρότι η Πύλη έδειχνε πλέον τη διάθεση να διαπραγματευτεί, οι δυνάμεις δεν ήταν διατεθειμένες να ρισκάρουν νέα εκτροπή και επέμειναν στην απόφασή τους μέχρι τέλους. Συνέπεια τούτου ήταν τελικά η Πύλη να αναγκαστεί -υπό τη συνεχή πίεση των ξένων διαβημάτων- να δεχτεί την πλήρη απομάκρυνση των στρατιωτικών της δυνάμεων από την Κρήτη.

Αν και η εξέλιξη αυτή δημιούργησε αναστάτωση μεταξύ των μουσουλμάνων του νησιού, η αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων τελικά ξεκίνησε στα μέσα Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 1898 (8). Κατά το διάστημα αυτό, αποχώρησε από την Κρήτη -μέσα σε κλίμα ξέφρενων πανηγυρισμών από πλευράς των χριστιανών- σχεδόν το σύνολο των οθωμανικών δυνάμεων που στάθμευαν στο νησί. Παρότι είχαν χρειαστεί πολλά χρόνια και θυσίες για αυτό, για πρώτη φορά από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας οι χριστιανοί αναλάμβαναν ουσιαστικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ενώ οι μουσουλμάνοι ήταν πια περισσότερο εκτεθειμένοι από ποτέ στις διαθέσεις των πρώτων. Τα τελευταία τμήματα οθωμανικών δυνάμεων εγκατέλειψαν την Κρήτη στις 2 (σύμφωνα με άλλους στις 4) Νοεμβρίου, αφήνοντας πίσω ένα μικρό απόσπασμα 450 ανδρών στο φρούριο της Σούδας, σαν συμβολική «υπενθύμιση» της οθωμανικής κυριαρχίας (9).

"google ad"

Με την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων, η περίοδος των μεγάλων ενόπλων συγκρούσεων και των συνεχών κρίσεων είχε φτάσει στο τέλος της. Η κατάσταση είχε πια τεθεί υπό τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των δυνάμεων, οι οποίες αποτελούσαν τον ουσιαστικό νικητή του «παιχνιδιού» και ευνοούσαν την αυτοκυβέρνηση, αρκεί αυτή να εξασφάλιζε τη σταθερότητα στο νησί. Στο πλαίσιο αυτό και παρότι οι στόχοι των χριστιανών ως προς το υπό διαμόρφωση καθεστώς δεν είχαν επιτευχθεί (αφού το μικρό και αδύναμο ελληνικό βασίλειο ηττήθηκε κατά κράτος στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η ένωση είχε καταστεί μακρινή -αν όχι ανέφικτη- προοπτική, οι χριστιανοί δεν μπορούσαν παρά να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα (10). Για πολλούς, η εναλλακτική λύση του αυτόνομου καθεστώτος μπορεί εκείνη την περίοδο να μη δικαίωνε τις προσδοκίες και τους συνεχείς αγώνες των χριστιανών, αποτελούσε ωστόσο ουσιαστική πρόοδο και απόδειξη ότι είχε συντελεστεί μια καίρια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Κρήτης. Η νίκη μπορεί να μην ήταν ολοκληρωτική, αλλά η Κρήτη διέθετε πλέον κάθε μέσο για να αυτοκυβερνηθεί πραγματικά και αποτελεσματικά, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις από την Αθήνα ή την Κωνσταντινούπολη, παρότι θα εξακολουθούσε για κάποιο διάστημα να τελεί υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων.

Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία έως την Ένωση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Έρεισμα».

Aναφορές – Βιβλιογραφία:

1. Σύμφωνα τον απολογισμό του Άγγλου στρατιωτικού διοικητή Ηρακλείου Herbert Chermside με ημερομηνία 17.2.1899, στην πόλη του Ηρακλείου καταστράφηκαν τουλάχιστον 1.147 οικήματα -εκ των οποίων περίπου 1.000 καταστήματα- ενώ εκατοντάδες άλλα αφανίστηκαν εντελώς, σε βαθμό που δεν μπόρεσε να γίνει καταγραφή τους. Μ. Δετοράκης, «Κοινωνικές επιπτώσεις στο διαμέρισμα Ηρακλείου κατά τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 112.

2. Α. Σανουδάκης, «Το ζήτημα της οπλοφορίας μετά τη Σφαγή του Ηρακλείου», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 159.

3. Β. Τσουδερού, «Οι Διεθνείς Ειρηνευτικές Δυνάμεις και η Τραγωδία της 25ης Αυγούστου», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 49.

4. Ιστορικό Αρχείο Αρχανών, 6ος τόμος, σελ 3937, Εγκύκλιος της Εκτελεστικής Επιτροπής, Προς τους Χριστιανούς κατοίκους, 30 Αυγούστου 1898 και Βικελαία Βιβλιοθήκη, Φάκελος 6.

5. Ιστορικό Αρχείο Αρχανών, 7ος τόμος, σελ 4.010, Επιστολή Herbert Chermside προς τους Αρχηγούς της Πεδιάδος, 3/17 Σεπτεμβρίου 1898.

6. Κύρια ανησυχία των Οθωμανών μετά τη σφαγή ήταν να μην συνδεθούν τα γεγονότα με τις τακτικές δυνάμεις, γι’ αυτό και ο Εντέμ φυγαδεύτηκε στη Σμύρνη, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη. Β. Τσουδερού, «Οι Διεθνείς Ειρηνευτικές Δυνάμεις και η Τραγωδία της 25ης Αυγούστου», σελ. 54-55.

7. Η έννοια του «επαρκούς αποσπάσματος» έμεινε σκόπιμα απροσδιόριστη, ώστε να μπορεί να καλύψει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό στρατευμάτων. Σ. Παπαμανουσάκης, «Από την επανάσταση στο κράτος (1895-1898)», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 199.

8. Η αποχώρηση παρουσίασε καθυστερήσεις σε σχέση με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, καθώς η σχετική ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής στις 24 Σεπτεμβρίου 1898 ανέφερε ότι η διακοίνωση των δυνάμεων προέβλεπε η αποχώρηση «να αρχίση τη 8 και να είναι τελειούμενη τη 23 Οκτωβρίου» (παλαιό ημερολόγιο). Α. Σανουδάκης, «Το ζήτημα της οπλοφορίας στην Κρήτη μετά τη Σφαγή του Ηρακλείου», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 160.

9. Σ. Παπαμανουσάκης, «Από την επανάσταση στο κράτος (1895-1898)», Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, σελ. 199.

10. Για κάποιο διάστημα ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί απόφαση πριν υπογραφούν οι όροι της ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά η δυσμενής έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου είχε ήδη καταστήσει τόσο την ελληνική κυβέρνηση όσο και τους Κρήτες επαναστάτες περισσότερο δεκτικούς σε λύση αυτονομίας. Κ. Σβολόπουλος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την Αυτόνομον Κρήτην, σελ. 18.

*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Γιώργος Λιμαντζάκης
Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 2013 εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με ερευνητικό αντικείμενο τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας των Τουρκοκρητών και των Τουρκοκυπρίων από την ύστερη οθωμανική περίοδο μέχρι την αυτοκυβέρνηση. Κατάγεται από τα Χανιά, αλλά μένει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως διδάσκων, μεταφραστής και διερμηνέας της τουρκικής γλώσσας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται ιστορικά και πολιτικά θέματα της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ