28.8 C
Chania
Tuesday, April 23, 2024

Οι Μπολσεβίκοι, οι τράπεζες και το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας

Ημερομηνία:

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

   Από την  πρώτη μέρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και συγκεκριμένα από το ξημέρωμα της 25ης Οκτώβρη 1917, η Κρατική Τράπεζα κατελήφθη από τους Κόκκινους Φρουρούς, ένα σώμα που αποτελούνταν από μερικές δεκάδες ναύτες και στρατιώτες, εξ’ ονόματος των Σοβιέτ (εργοστασιακά συμβούλια) και της Επανάστασης. Την ίδια ώρα, άλλα αποσπάσματα καταλάμβαναν το κεντρικό τηλεγραφείο και το κτίριο της τηλεφωνικής εταιρείας, εκτελώντας τις εντολές τις Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής των Σοβιέτ, με πρόεδρό της τoν Λέον Τρότσκι. Ήταν μια απαραίτητη κίνηση εμπνευσμένη από την ανάγκη να ανατραπεί το τσαρικό καθεστώς αλλά και οι δομές που το προστάτευαν στο σύνολό τους. Ήταν επίσης απαραίτητο για να ελεγχθεί η ροή των κεφαλαίων που μπορούσαν να βγάλουν στο εξωτερικό οι Ρώσοι αστοί και τραπεζίτες, εμποδίζοντας να οικοδομηθεί ένα εργατικό κράτος που θα πρόσφερε ότι χρειάζονταν η ρώσικη εργατική τάξη και οι αγρότες για ισότιμη ανάπτυξη χωρίς ταξικά όρια και περιορισμούς. Το 1871 κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας οι εργατική τάξη στο Παρίσι δεν είχε καταλάβει την Κεντρική Τράπεζα. Ήταν ένα από τα λάθη που είχε επισημάνει ο Μαρξ και το οποίο δεν βοήθησε σε μια πολιτική ανατροπής της μονιμοποίησης του επαναστατικού καθεστώτος. Ο Λένιν και οι σύντροφοι του αλλά και το μπολσεβίκικο κόμμα αναγνωρίζοντας την σπουδαιότητα μιας τέτοιας κίνησης, ήταν αποφασισμένοι να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Στη Ρωσία, αξίζει να γνωρίζουμε, ότι οι ιδιωτικές τράπεζες εξαρτιόνταν πλήρως από την Κεντρική Τράπεζα στο ζήτημα της χρηματικής κυκλοφορίας αλλά και ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν ήταν όλο το τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας. Υπήρξαν και άλλες τράπεζες, ιδιωτικές – πολλές ξένες – συνεταιριστικές, εταιρείες επενδύσεων. Η Κεντρική Τράπεζα όμως έλεγχε το νόμισμα και επίσης χορηγούσε δάνεια στις εμπορικές. Το τραπεζιτικό κεφάλαιο έκανε όπως και σήμερα, τόσα χρόνια πριν η ίδια ιστορία, τα γνωστά παιχνίδια του. Θαλασσοδάνεια σε βιομηχάνους και μεγαλέμπορους, κερδοσκοπία με τα κρατικά ομόλογα στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Παρισιού. Η κατάληψη, λοιπόν ,της Κρατικής Τράπεζας έκλεισε όλη την προμήθεια μετρητών. Αλλά οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ήδη από τον Σεπτέμβριο και οσφριζόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο, οι διευθυντές των τραπεζών είχαν, την περίοδο που κυβερνούσε ακόμα ο Κερένσκι,  εξασφαλίσει από την Κρατική Τράπεζα καταβολές μετρητών εκτιμώμενες ποικίλα μεταξύ 250 και 500 εκατομμυρίων ρουβλιών. Έτσι, η επάρκεια τους ήταν εγγυημένη για μερικές εβδομάδες. Στα τέλη Οκτώβρη λοιπόν, ένα διάταγμα της νέας εξουσίας καθιέρωνε και επίσημα τον εργατικό έλεγχο στη παραγωγή – τις εξουσίες των εργοστασιακών επιτροπών που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών. Υπήρχε όμως το πρόβλημα για το που θα έβρισκαν κονδύλια για να πάρουν τις απαραίτητες για τη λειτουργία των εργοστασίων πρώτες ύλες και να πληρώσουν τους μισθούς. Οι τραπεζίτες είχαν βάλει το παιγνίδι του διχασμού σε εφαρμογή. Πώς το κατάφεραν αυτό; Σπάζοντας όλους τους δεσμούς με τις βιομηχανίες, τις οποίες χρηματοδοτούσαν ως τότε, αφήνοντας απλήρωτους τους εργάτες. Επιπλέον τα εκατομμύρια ρούβλια που κρατούσαν τώρα οι διοικητές των τραπεζών αξιοποιήθηκαν για να συντηρηθούν οι οικογένειες του τεχνικού και υπαλληλικού προσωπικού των τραπεζών και των σιδηροδρόμων, που απείχαν από τη δουλειά με εντολή της διοίκησης, καταδικάζοντας έτσι ολόκληρη τη χώρα σε διακοπή της οικονομικής ζωής της. Επίσης μεγάλα χρηματικά ποσά φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό κάτω από την καθοδήγηση της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής στον Ντον και την Ουκρανία, όπου ο στρατηγός Καλέντιν και η «Ράντα» (αστική οργάνωση εναντίον στην εργατική εξουσία με έδρα το Κίεβο) οργάνωσαν ένα στρατό αξιωματικών και πλούσιων Κοζάκων για να εισβάλλουν στην Κεντρική Ρωσία και να εγκαθιδρύσουν εκ νέου την παλιά κυβέρνηση. Με λίγα λόγια, οι τραπεζίτες με τα κλεμμένα χρήματα του ρώσικου λαού χρηματοδοτούσαν την αντεπανάσταση ενώ την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος ήταν θηλιά στο λαιμό της νέας εξουσίας των εργατών. Τα δάνεια που είχε πάρει το τσαρικό καθεστώς, και αποτελούσαν σημαντικό μέρος του εξωτερικού χρέους της χώρας προς τους διεθνείς πιστωτές, απορροφούσαν ήδη το μισό του εισοδήματος.

   Μέσα σε όλα και όπως επισημαίνει ο Βρετανός σοσιαλιστής και δημοσιογράφος Μόργκαν Πράις, εντύπωση προκαλούσε ο παραλογισμός που επικρατούσε στα δημοσιεύματα του δυτικοευρωπαϊκού Τύπου για το πως οι οικογένειες των ρωσικών κατεχουσών τάξεων, οι διανοούμενοι, το τεχνικό προσωπικό και οι αξιωματούχοι πετάχτηκαν πεινασμένοι στους δρόμους της Πετρούπολης και της Μόσχας από τους βάρβαρους Μπολσεβίκους και αναγκάστηκαν να πωλούν εφημερίδες. Στην πραγματικότητα ήταν τα θύματα του ταξικού πολέμου, που είχε ξεσπάσει με όλη τη σκληρότητα και την αγριάδα του, και θυσιάστηκαν στο βωμό του παλιού οικονομικού συστήματος από τη ρωσική καπιταλιστική τάξη στη μανιασμένη προσπάθεια της να σώσει τα προνόμιά της. Για κάποιο καιρό αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν σχετικά άνετα από τα χρήματα που τους είχαν καταβάλλει οι διευθυντές των τραπεζών. Αλλά όταν τα χρήματα του σαμποτάζ εναντίον της εργατικής εξουσίας στέρεψαν, τα θησαυροφυλάκια των ιδιωτικών τραπεζών άδειασαν και η Κρατική Τράπεζα που είχαν καταλάβει οι Κόκκινοι δεν έδινε παραπέρα χρηματοδότηση. Τότε, μετά από μερικές εβδομάδες, το τεχνικό προσωπικό και οι διανοούμενοι επέστρεψε στη δουλειά αι οι αξιωματούχοι, που δεν είχαν πουληθεί στην αντεπανάσταση, επέστρεψαν στην εργασία τους αναλαμβάνοντας δημόσια απασχόληση και οι βιομηχανίες, κάτω από τα χέρια των εργατών πια, ξανάνοιξαν. Αλλά τα μέτρα δεν έμειναν εκεί, Οι μπολσεβίκοι βλέποντας το παιγνίδι των τραπεζιτών κατάφεραν να κόψουν τη θηλιά του δημόσιου χρέους, όταν στις 14 Δεκέμβρη 1917 η Κόκκινη Φρουρά (δηλαδή η εργατική πολιτοφυλακή) κατέλαβε όλες τις τράπεζες. Αργότερα την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε το Διάταγμα για την κρατικοποίησή τους και την συγχώνευση τους στη Κεντρική Τράπεζα χωρίς αποζημίωση για τους μεγάλους μετόχους, προστατεύοντας παράλληλα τα συμφέροντα των μικροκαταθετών. Δηλαδή, το αντίθετο από ότι συνέβη στην μαρτυρική Κύπρο όπου διασώθηκαν τα χρήματα και οι καταθέσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και καταθετών αλλά κουρεύτηκαν οι μισθοί, οι συντάξεις, τα δάνεια και οι οικονομίες μιας ζωής, από τους μικρούς καταθέτες. Ένα δεύτερο διάταγμα προέβλεπε το άνοιγμα όλων των τραπεζοθυρίδων, την καταγραφή του περιεχομένου τους και την κατάσχεση του χρυσού που είχαν φυλάξει εκεί οι πλούσιοι, οι αριστοκράτες και οι καπιταλιστές. Όσα διευθυντικά στελέχη αρνήθηκαν να δώσουν στοιχεία και να παρέχουν πρόσβαση στους εργαζόμενους και στους Μπολσεβίκους μπήκαν στη φυλακή. Παράλληλα η ρώσικη εργατική τάξη είχε να αντιμετωπίσει και το ζήτημα του εξωτερικού χρέους  και μάλιστα σε δύο επίπεδα, εντός της Ρωσίας και των Σοβιέτ αλλά και στο εξωτερικό όπου οι διεθνείς πιστωτές διεκδικούσαν τα χρήματα που είχαν δανείσει στο τσαρικό καθεστώς ώστε αυτό να μπορέσει να είναι πιο αποτελεσματικό στην οργάνωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το δημόσιο χρέος της Ρωσίας

   Την ημέρα που οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τις ιδιωτικές τράπεζες, στη συνεδρίαση της Πανρωσικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, ο Λένιν αντιμετώπιζε τις αντιρρήσεις ενός αριστερού μενσεβίκου, του Ανβίλοφ, ο οποίος τασσόταν «επί της αρχής» υπέρ του μέτρου αλλά υποστήριζε ότι αυτό το μέτρο ήταν πρόωρο και τυχοδιωκτικό στις δεδομένες συνθήκες και συσχετισμούς – θυμίζοντας μας με πολύ έντονο τρόπο τις ηγεσίες των σύγχρονων ρεφορμιστικών κομμάτων που αναγνωρίζουν την ανάγκη ριζικής αλλαγής των καταστάσεων αλλά πάντοτε επικαλούνται την ανυπαρξία ικανών συσχετισμών που θα βοηθήσει την οποιαδήποτε αλλαγή και έτσι καταλήγουν σε συμβιβασμούς και σε υποχώρηση, πολύ πίσω από τις ανάγκες της εποχής. Συγκεκριμένα ο Ανβίλοφ υποστήριζε ότι οι τραπεζικές υποθέσεις είναι περίπλοκες και ότι χρειαζόμαστε την συνεργασία αυτών που τις γνωρίζουν από τα μέσα (δηλαδή των τραπεζιτών), το μόνο που θα καταφέρει αυτή η «μονομερής» ενέργεια – δηλαδή η κατάληψη των τραπεζών – θα είναι να ρίξει την αξία του ρουβλιού και να φέρει χάος στη χώρα. Έτσι κι αλλιώς οι ιδιωτικές τράπεζες θα ξέμεναν από ρευστό και θα εξαρτιόνταν από την Κεντρική Τράπεζα. Δεν υπήρχε λόγος για τέτοιες «εθνικοποιήσεις μέσω των Κοκκινοφρουρών». Ο Ανβίλοφ όμως ήταν τυφλός και δεν υπολόγιζε καθόλου ποια κατάσταση επικρατούσε στην χώρα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, επικαλούμενος ανιστορικά και ψεύτικα παραδείγματα που το μόνο που έδειχναν ήταν ο φόβος μπροστά σε μια πραγματικά απελευθερωμένη οικονομία και κοινωνία. Εδώ αξίζει να σημειωθεί και σαν απάντηση στους λανθασμένους ισχυρισμούς του Ανβίλοφ, ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν παραλάβει την κληρονομιά ενός τετράχρονου πολέμου σε μια οικονομικά φτωχά ανεπτυγμένη χώρα, η οποία είχε ξεζουμιστεί από την κερδοσκοπία και τον εκβιασμό του ιδιωτικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι πρώτες ύλες εξαφανιζόντουσαν ταχύτατα και τη θέση τους έπαιρναν ομόλογα σκουπίδια και άχρηστο χαρτονόμισμα, που καθιστούσαν το κράτος υπεύθυνο να πληρώσει στους κατόχους τους χρυσό ή υλικά σε κάποια μελλοντική ημερομηνία. Συγκεκριμένα η εικόνα είχε ως εξής: στις μέρες της Επανάστασης του Οκτώβρη, το συνολικό κρατικό χρέος της Ρωσίας έφτανε τα 70 δις ρούβλια, κατανεμημένο περίπου ως εξής: εσωτερικά δάνεια 15,7 δις ρούβλια, δάνεια εξωτερικού 26 δις ρούβλια (τα οποία περιλάμβαναν χρέη στην Αγγλία 7,5 δις ρουβλιών, στη Γαλλία 15,5 δις ρουβλιών, στη Γερμανία 1,25 δις ρουβλιών και σε άλλες χώρες περίπου 2 δις ρουβλιών), χαρτονόμισμα και βραχυπρόθεσμα δάνεια 28,3 δις ρούβλια. Ο τόκος και το τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο για όλο αυτό ισοδυναμούσε με μια ετήσια επιβάρυνση μεταξύ 4 και 4,5 δις ρουβλιών, που ξεπερνούσε κατά ένα δις ρούβλια όλο το ετήσιο εισόδημα της χώρας το 1916! Ακόμα και στα τέλη του 1916, κάτω από τον τσαρισμό, το συνολικό χρέος της χώρας έφτασε τα 49 δις ρούβλια, ο τόκος και οι αποσβέσεις του οποίου έφταναν πάνω από το μισό ετήσιο εισόδημα. Η Ρωσία λοιπόν, ήταν ήδη χρεοκοπημένη και οι θεωρίες του Ανβίλοφ αποδεικνύονται κενές νοήματος. Άρα η νέα επαναστατική εξουσία  θα πλήρωνε τα χρέη του προηγούμενου καθεστώτος, χωρίς προοπτική ο ρώσικος λαός να αποκτήσει την ανεξαρτησία του ή θα εφαρμόζονταν το πρόγραμμα που πρότεινε ο Λένιν. Ιδιαίτερη αναφορά πάντως , πρέπει να γίνει και στο «χρηματιστικό κεφάλαιο» χωρών όπως η Γαλλία και η Βρετανία που καιροφυλακτούσαν να αποκτήσουν έλεγχο στον υποανάπτυκτο φυσικό πλούτο της χώρας, στους σιδηροδρόμους, στα ορυχεία και στα σχεδιαζόμενα δημόσια έργα. Αλλιώς κανένας ιδιώτης τραπεζίτης δεν θα είχε δανείσει το παραμικρό βασισμένος στην ασφάλεια του κρατικού προϋπολογισμού, στην κατάσταση που βρισκόταν ακόμη και ένα χρόνο πριν την πτώση του τσαρισμού. Σημείωση: τι από τα παραπάνω δεν μας θυμίζει ότι σήμερα γίνεται στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του Νότου;

Οι απαντήσεις του Λένιν

   Ο Λένιν απάντησε με δύο επιχειρήματα σε όσα έλεγε ο Ανβίλοφ και οι όμοιοί του. Το πρώτο ήταν ότι ο Ανβίλοφ δεχόταν στα λόγια τα πάντα, μέχρι και τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά όταν έφτανε η ώρα της πράξης έβρισκε ένα σωρό, καθόλου πειστικές, δικαιολογίες. Στο δεύτερο επιχείρημα του υποστήριξε ότι το ζήτημα είναι πραγματικά δύσκολο και περίπλοκο αλλά και κανείς από τους επαναστάτες όσο έμπειρος και να είναι στα οικονομικά δεν πρόκειται να προσπαθήσει να το διαχειριστεί άμεσα. Ότι θα αξιοποιηθούνε επίσης οι ειδικοί, από τη στιγμή που θα έχουνε οι επαναστάτες στα χέρια τους όλα τα κλειδιά και όλες τις συμβουλές που θα διέθεταν οι εκατομμυριούχοι. Όποιος θέλει να δουλέψει, σημείωνε ο Λένιν, θα είναι καλοδεχούμενος με την προϋπόθεση να μην προσπαθήσει να μετατρέψει την επαναστατική πρωτοβουλία σε κενό γράμμα. Σημείωνε επίσης, σε ένα άρθρο του ένα μήνα πριν από την Επανάσταση του Οκτώβρη, ότι οι τράπεζες αποτελούν τα κέντρα της σύγχρονης οικονομικής ζωής και άρα όποιος μιλάει για ρύθμιση της οικονομικής ζωής χωρίς να μιλάει για εθνικοποίηση των τραπεζών είναι απατεώνας. Σημείωνε επίσης ότι το να βάλει χέρι κανείς από τον λαό στις τράπεζες δεν είναι καμιά πολύ δύσκολη και μπερδεμένη επιχείρηση, αρκεί να έβγαινε ένα διάταγμα και το έργο της εθνικοποίησης θα το αναλάμβαναν οι ίδιοι οι υπάλληλοι και οι διευθυντές. Μάλιστα, απέναντι στους διευθυντές και στα ανώτερα υπαλληλικά κλιμάκια που θα προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το εργατικό κράτος και να τραβήξουν σε μάκρος την υπόθεση ζημιώνοντας την εργατική εξουσία, θα υπήρχε, σύμφωνα με τον Λένιν, η πρόληψη να χάσουν τη δυνατότητα να κάνουν επικερδείς επιχειρήσεις. Σε αυτό το κράτος θα αρκούσε να βγάλει ένα άλλο διάταγμα που θα προέβλεπε την ποινή της δήμευσης της περιουσίας και της φυλάκισης των διευθυντών, των μεγάλων μετόχων των σπεκουλαδόρων και θα έφτανε να ενωθούν χωριστά φτωχοί υπάλληλοι και να τους χορηγείται χρηματική αμοιβή σε όσους αποκαλύπτουν τις απάτες των πλουσίων – και έτσι και η εθνικοποίηση των τραπεζών θα γινόταν γρηγορότερα και το ζήτημα του δημόσιου χρέους θα είχε καλύτερες προοπτικές προς την επίλυση του και προς όφελος της εργατικής τάξης. Για όλα αυτά, συνέχιζε ο Λένιν, χρειάζεται ένα κράτος που θα είναι «επαναστατικό» και «δημοκρατικό» στην «πράξη και όχι στα λόγια», θα έχει στο νου του τα σοβιέτ, τα συμβούλια των εργατών και των φαντάρων που είχε γεννήσει η Επανάσταση. Η εθνικοποίηση των τραπεζών (και των ασφαλιστικών εταιριών) πηγαίνει στη λογική με τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και την διανομή. Βασικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια έχουν οι οργανωμένες ενώσεις των εργατών και των αγροτών, όπου εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας νόμο για όλους τους πλούσιους την και εφαρμόζοντας τη δήμευση της περιουσίας για την απόκρυψη εισοδημάτων κτλ, θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να κάνουν τον έλεγχο καθολικό και πραγματικό, σε τέτοιο βαθμό που θα επέστρεφε στο δημόσιο ταμείο τα χαρτονομίσματα που εκδίδει, παίρνοντας τα πίσω από εκείνους που τα έχουν και από εκείνους που τα κρύβουν. Θέτοντας από την αρχή το κρίσιμο ερώτημα, εάν θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά χωρίς να φοβόμαστε να βαδίσουμε προς τον σοσιαλισμό.

Σήμερα

    Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία τα διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν, αναδεικνύοντας ότι οι εργαζόμενοι χρειάζεται να μπουν μέσα σε όλες τις μάχες και ιδιαίτερα σε εκείνες που μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που διαβάζεται η Ιστορία. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι όλες οι μάχες έχουν την σπουδαιότητά τους και ότι η μάχη του νομίσματος και της οικονομίας είναι μια από τις πιο σημαντικές. Γιατί αν και το νόμισμα δεν είναι από μόνο του μια δύναμη, η νομισματική πολιτική είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της άρχουσας τάξης, ένα όπλο που μπορεί να στραφεί τόσο στον εξωτερικό, όσο και ενάντια στην εργατική τάξη. Είναι ένα όπλο που δε επιτρέπετε να αφήσουμε στα χέρια των γραφειοκρατών της Κομισιόν και σε κανενός μεγαλόσχημου επιχειρηματία και πολιτικού. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι χαρακτηριστικό, για το πώς το κεφάλαιο μπορεί να διασώσει τα έσοδά του κι παράλληλα να φέρει την φτώχεια και την εξαθλίωση στον λαό και γιατί χρειάζεται μια συνολική απάντηση από την πλευρά των εργατών. Η πρόταση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο για έξοδο από το Ευρώ αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή στον διάλογο και στην δράση για τον εργατικό έλεγχο στους χώρους δουλειάς, ιδιαίτερα εάν θυμηθούμε ότι η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ έφερε τα μνημόνια στην Κύπρο και ότι παράλληλα δεν έχει πάψει να γλυκοκοιτάζει νέες κυβερνητικές συμμαχίες έξω από το πεδίο της ταξικής πάλης και πίσω στον δρόμο του κοινοβουλίου και των συμβιβασμών. Είναι μια δύσκολη και ιδιαίτερη μάχη. Η αντικαπιταλιστική αριστερά αλλά και η αριστερά στο σύνολο της έχουν να καθορίσουν εάν θα καταλήξει σε μια ήττα για το εργατικό κίνημα και σε παλινόρθωση του καπιταλισμού ή στην οριστική εξαφάνισή του. Γιατί τη στιγμή που χιλιάδες κόσμου βρίσκεται καθημερινά στους δρόμους και στους διάφορους αγώνες (ΕΡΤ, νοσοκομεία, σχολεία κτλ) και ζητά απαντήσεις στα προβλήμτα πάλης και επιβίωσης που παρουσιάζονται και ριζικές λύσεις απέναντι σε φασίστες υπουργούς, χρειάζεται να υπάρχει εκείνη η οργάνωση για να μπορέσει να κερδίσει τις μάχες του, με εναλλακτικές απαντήσεις ξεκάθαρες απέναντι στα προβλήματα: με μια πολιτική που θα μας φέρει σε σύγκρουση και ανυπακοή με τις πολιτικές της κυβέρνησης, της Τρόικας και της ΕΚΤ, μια πολιτική που θα οδηγήσει σε ρήξη με το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και που να διεκδικεί ξεκάθαρα παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, εργατικό έλεγχο στις μεγάλες επιχειρήσεις, στην παραγωγή και στην διανομή των προϊόντων και διαγραφή του χρέους χωρίς καμιά αποζημίωση για τους τραπεζίτες, φορολόγηση του πλούτου της Εκκλησίας. Γιατί χρειαζόμαστε μια Αριστερά, και στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η Αριστερά, που να προβάλει τα αιτήματα που όχι μόνο έχουν ανταπόκριση στον κόσμο αλλά αυτά τα αιτήματα που μπορούν να τον συνδέσουν με τη μόνη δύναμη, με το μόνο πραγματικό σύμμαχο που έχει: τα εργατικά κινήματα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία και στη Βραζιλία που αυτή τη στιγμή αντιστέκονται ενάντια στα μνημόνια, στις αυταρχικές πολιτικές του ΔΝΤ, της ΕΕ και των ντόπιων αστικών τάξεων, ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ειρηναίος Μαράκηςhttp://www.agonaskritis.gr/author/eirinaios_marakis/
Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986. Απόφοιτος λυκείου. Δραστηριοποιείται στα κοινά μέσα από τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Μικρά πεζά, διηγήματα και ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά ιστολόγια . Διατηρεί τα ιστολόγια Λογοτεχνία και Σκέψη και Αριστερός Σχολιασμός. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης και στο εβδομαδιαίο διαδικτυακό περιοδικό Babushka

1 ΣΧΟΛΙΟ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ