Σταθερά απογοητευμένοι παρουσιάζονται οι Έλληνες εργαζόμενοι οι οποίοι πέρα από τις μειωμένες ευκαιρίες εργασίας λόγω κρίσης, φαίνεται πως αντιμετωπίζουν κι ένα ακόμα βασικό πρόβλημα που ακούει στο όνομα «ελκυστικές ευκαιρίες απασχόλησης».

Πέρα από τα υψηλά ποσοστά του Brain Drain, τα οποία συνεχίζουν τα τελευταία τρία χρόνια την ανοδική τους πορεία, οι εργαζόμενοι θεωρούν πως μένουν πολλά ακόμα να γίνουν και σε επίπεδο εταιρειών προκειμένου να καταστούν ελκυστικότερες στα ταλέντα. Σύμφωνα με έρευνα της Adecco, «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα» η οποία διενεργείται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά πολλά από τα χαρακτηριστικά που θεωρούνται απαραίτητα για να είναι μία εταιρεία «ελκυστική» απουσιάζουν, κατά τη γνώμη των εργαζομένων.Ενδεικτικά, αναφέρονται η τήρηση του ωραρίου εργασίας, η διαρκής εκπαίδευση του προσωπικού και η αξιοκρατία εντός της εταιρείας.

Πρωταρχικό κριτήριο για την θετική αξιολόγηση μιας επιχείρησης από τους εργαζόμενους αποτελεί το καλό εργασιακό κλίμα σε ποσοστό 43%. Ακολουθεί η ηθική και δίκαιη αντιμετώπιση εργαζομένων και συνεργατών με ποσοστό 40%,  και οι πρωτοβουλίες και ευκαιρίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των στελεχών με ποσοστό 39%. Αντίστοιχη σημασία δίνουν οι εργαζόμενοι και στις ισχυρές προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη και εξέλιξη που προσφέρει μια εταιρεία (ποσοστό 39%), ενώ σμαντικό ρόλο παίζει τόσο η ικανή διοίκηση,με ποσοστό 225 όσο και η τήρηση του ωραρίου εργασίας με ποσοστό 21%.

Λιγότερη σημασία για τους έλληνες εργαζομένους στην επιλογή μιας εταιρείας παίζει η φήμη της, με μόνο 1 στους 7 να θεωρούν την φήμη ως κριτήριο επιλογής  αλλά και η ύπαρξη ευέλικτου ωραρίου (ποσοστό 13%).

Ωστόσο, οι συγκεκριμένες προτεραιότητες και κριτήρια διαφοροποιούνται αρκετά αν οι ερωτηθέντες βρίσκονται στην δυσχερή κατάσταση της ανεργίας. Για τους εργαζόμενους βασικότερο κριτήριο φαίνεται να αποτελεί η προσφορά ευκαιριών για διαρκή εκπαίδευση και ανάπτυξη του προσωπικού, ενώ για τους ανέργους προτεραιότητα φαίνεται να έχει η ηθική και δίκαιη συμπεριφορά της εταιρείας.

Παρά την έλλειψη ελκυστικών επιχειρήσεων, η έρευνα παρουσιάζει κι ένα ενθαρρυντικό συμπέρασμα για την Ελλάδα της κρίσης. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των υποψηφίων αναγνωρίζει πλέον την σημασία της διαρκούς εκπαίδευσης και κάνει πράξη ολοένα και περισσότερο την δια βίου μάθηση.

Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι υποψήφιοι δείχνουν να έχουν επίγνωση της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση και στην πλειοψηφία τους λαμβάνουν επιπρόσθετη επαγγελματική κατάρτιση. Τα τελευταία χρόνια,  7 στους 10 αναγνωρίζοντας τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες στην αγορά εργασίας, έχουν λάβει επιπλέον εκπαίδευση προκειμένου να ασκήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα καθήκοντά τους. Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες αναφέρουν πως έχουν λάβει περισσότερες από δύο διαφορετικές μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, με πιο δημοφιλείς να αναδεικνύονται οι ημερίδες και τα συνέδρια (72%), τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που έχει σχεδιάσει η ίδια η εταιρεία τους (62%) και τα διαδικτυακά σεμινάρια (on line courses) (47%).  Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι 1 στους 2 δηλώνει πως παρακολουθεί διαδικτυακά σεμινάρια, ενώ εξίσου σημαντικός αριθμός, 2 στους 5 δηλώνουν πως παρακολουθούν πανεπιστημιακά προγράμματα με στόχο την απόκτηση πτυχίου ή πιστοποίησης.

Εντούτοις, οι νέοι θεωρούν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση δεν είναι επαρκώς συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας. Περίπου 1 στους 2 φοιτητές/σπουδαστές που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύουν ότι υπάρχει κενό στη σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τις πραγματικές απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.