Μία άγνωστη πτυχή της ιστορίας: Το ζήτημα του όρκου των μουσουλμάνων βουλευτών στην Κρήτη

Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται εκατό πέντε χρόνια από την εκδήλωση μιας σοβαρής υποτροπής στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος, η οποία διευθετήθηκε αισίως αναίμακτα, και για αυτό ενδεχομένως παραμένει ελάχιστα γνωστή. Αξίζει ωστόσο μια μικρή αναδρομή, προκειμένου να δούμε πως τελικά αποσοβήθηκε η ξένη παρέμβαση (ευρωπαϊκή, όσο και τουρκική) και διατηρήθηκαν τα πολιτικά κεκτημένα των Κρητών, οδηγώντας με ασφάλεια και σύνεση μερικά χρόνια μετά στο τυπικό και οριστικό τέλος του ζητήματος, την ένωση.

Το φθινόπωρο του 1908 έγιναν για πρώτη φορά εκλογές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά από τριάντα χρόνια απολυταρχικής διακυβέρνησης υπό τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’. Οι Νεότουρκοι, ένα εθνικιστικό κίνημα αποτελούμενο κυρίως από στρατιωτικούς, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια και τελικά κατάφεραν να ελέγξουν την εκλογική διαδικασία και τα αποτελέσματά της, αλλά όχι και τις αντιδράσεις των γειτονικών κρατών. Στις 5 Οκτωβρίου 1908, η Βουλγαρία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, ενώ την επομένη η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και η κυβέρνηση της Κρήτης κήρυξε με ψήφισμά της την ένωση με την Ελλάδα.

Οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» της Κρήτης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Ιταλία) αντέδρασαν στις 15 Οκτωβρίου 1908 στέλνοντας ανακοίνωση των προξένων τους προς τη νέα κυβέρνηση, στην οποία ανέφεραν ότι «θεωρούσι την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος ως εξαρτωμένην εκ της συναινέσεως των δυνάμεων, αίτινες ανέλαβον υποχρεώσεις απέναντι της Τουρκίας. Εντούτοις δε θα απείχον από του να αποβλέψωσι μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη Νήσω και εάν η προστασία του Μουσουλμανικού πληθυσμού εξασφαλισθή». Με εξαίρεση την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν αρνητικές στην ανατάραξη του status quo, στάση που επιδείνωσε τη θέση της Ελλάδας, η οποία ήταν αδύναμη στρατιωτικά και οικονομικά, αλλά και πολιτικά απομονωμένη.

Παρότι οι ξένες πιέσεις απέτρεψαν την ελληνική βουλή από το να δεχτεί το ενωτικό ψήφισμα, το γεγονός ήταν πως μια νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί στο νησί, με τη λόγω και έργω κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας. Η νέα κυβέρνηση της Κρήτης είχε την έμμεση αναγνώριση των Δυνάμεων, καθώς οι αντιπρόσωποί τους είχαν σχέσεις με την κυβέρνηση από τις πρώτες κιόλας μέρες της εκδήλωσης του ενωτικού κινήματος, ενώ δεν υπήρξε νέα διαμαρτυρία για την παράβαση των διεθνών συμφωνιών ή κινήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μείωση του κύρους ή την αντικατάσταση του νέου καθεστώτος. (1)

Το καθεστώς αυτό παρέμεινε αδιατάρακτο για ενάμιση περίπου χρόνο, μέχρι που το Μάρτιο του 1910 διενεργήθηκαν στην Κρήτη βουλευτικές εκλογές, από τις οποίες προέκυψε νέα κυβέρνηση αποτελούμενη από τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη, Β. Σκουλά και Σ. Μυλωνογιαννάκη. Στη συνέχεια, η Συνέλευση των Κρητών συνήλθε πανηγυρικά στις 26 Απριλίου 1910, τέθηκε όμως άμεσα και κατά τρόπο οξύ ένα θεσμικό πρόβλημα, το οποίο είχε σχέση με την πολιτική μεταβολή που είχε συντελεστεί στο νησί: Με βάση το ενωτικό ψήφισμα του 1908, οι βουλευτικοί εκπρόσωποι και δημόσιοι υπάλληλοι καλούνταν να ορκιστούν «υπέρ της προσαρτήσεως της Κρήτης και υπέρ της πιστής εξυπηρετήσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως», όρκο που αρνήθηκαν κατηγορηματικά να δώσουν οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι.

Ένταση προκλήθηκε ήδη κατά την τελετή ορκομωσίας, όταν ένας από αυτούς, ο εξελεγείς Χουσεϊν Νεημβεηζαδές, προσήλθε στο προεδρείο για να καταθέσει έγγραφη διαμαρτυρία, την οποία απέσπασε βίαια από τα χέρια του ο βουλευτής Χανίων Γ. Δασκαλογιάννης, ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό της Ελληνικής Βουλής οι μη ορκισθέντες δεν έχουν δικαίωμα να καταθέτουν έγγραφα. Εν μέσω θορύβων και φωνών, ο πρόεδρος του σώματος Α. Μιχελιδάκης διαφώνησε με την άποψη αυτή, δηλώνοντας ότι η μεμονωμένη αυτή πράξη δεν εκπροσωπεί τη βούληση της Συνέλευσης, οι δε μουσουλμάνοι βουλευτές έχουν ελευθερία να καταθέσουν ό,τι θέλουν.

Το ζήτημα επανήλθε μερικές μέρες αργότερα, όταν η Συνέλευση ζήτησε από το Δασκαλογιάννη να παραδώσει το έγγραφο, το οποίο διαβάστηκε στο σώμα και ανέφερε: «Οι υπογεγραμμένοι Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι παρά τη 3η των Κρητών Συνελεύσει λαμβάνομεν την τιμήν να καταστήσωμεν γνωστόν ότι διαμαρτυρούμεθα εξ ονόματος του Μουσουλμανικού στοιχείου, ούτινος τυγχάνομεν αντιπρόσωποι, δια την συμφώνοις προς τοις Ελληνικοίς Νόμοις γενομένην κήρυξιν των εργασιών της σήμερον συνερχομένης συνελεύσεως και παρακαλούμεν υμάς όπως ίνα διατάξετε και καταχωρηθή η παρούσα διαμαρτύρησίς μας εν τοις Πρακτικοίς της Συνελεύσεως. Εν Χανίοις, τη 26 Απριλίου 1910».  (2)

Στο μεταξύ, οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι κατέθεσαν και δεύτερο έγγραφο στη Συνέλευση με την ανωτέρω ημερομηνία, στο οποίο ανέφεραν ότι «μη στηριζόμενοι ειμή μόνον επί των της Νήσου Κυριαρχικών Δικαιωμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μη συμμετάσχοντες ουδενός άλλου σημείου ειμή μόνον της παρά της Οθωμανικής Κυβερνήσεως χορηγηθείσης αυτονομίας, διαμαρτυρόμεθα εξ ονόματος του Μουσουλμανικού στοιχείου […] δια την γενομένην ημίν πρότασιν περί δόσεως όρκου επ’ ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων».  (3) Τα έγγραφα προκάλεσαν ζωηρές συζητήσεις εντός και εκτός Βουλής, διχάζοντας τους χριστιανούς βουλευτές σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μουσουλμάνων πληρεξουσίων. Την κατάσταση σύντομα επέτειναν τα ταυτόσημα διαβήματα των Δυνάμεων προς την κυβέρνηση, στα οποία αναφερόταν ότι «Εάν οι ηγέται της πλειοψηφίας της Συνελεύσεως και οι φίλοι των αρνηθώσιν να επιτρέψωσιν εις τους Μουσουλμάνους πληρεξούσιους να παρακαθήσωσιν άνευ της δόσεως του όρκου πίστεως, θα δημιουργήσωσι κατάστασιν σοβαροτάτην συνεπαγόμενην την επέμβασιν των δυνάμεων».  (4)

Οι εξελίξεις έδειχναν ότι, παρά την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων, δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί ο απογαλακτισμός της Κρήτης από τη διεθνή «προστασία». Η στάση των Δυνάμεων ενθάρρυνε την αδιαλλαξία των μουσουλμάνων πληρεξουσίων, οι οποίοι επανήλθαν ζητώντας όχι μόνο να ακυρωθεί το ενωτικό ψήφισμα του 1908, αλλά και να διατηρηθεί το ποσοστό συμμετοχής τους στη Συνέλευση που είχαν το 1899 (26,6%), και όχι αυτό του 1907 (12,3%). Με αυτόν τον τρόπο είχαν την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να ενισχύσουν το θεσμικό τους ρόλο, αλλά και να ελέγξουν την περαιτέρω εξέλιξη του πολιτεύματος.  (5)

Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων προκάλεσε την αγανάκτηση και την έκρηξη ακόμα και των πιο μετριοπαθών χριστιανών πολιτικών, με τον Ελ. Βενιζέλο να υποστηρίζει ενώπιον της Συνέλευσης ότι «εάν οι Μουσουλμάνοι έλεγον ότι αρνούνται να δώσουν τον όρκον, εφ’ όσον δεν κυρούται το καθεστώς υπό των Προστατιδών Δυνάμεων, θα συνίστα να γίνωσι δεκτοί άνευ όρκου. Αλλά δια της εν τη Συνελεύσει διαγωγής των και του τρόπου καθ όν διετύπωσαν το δεύτερον διαμαρτυρικόν έγγραφον, αρνούμενοι ν’ αναγνωρίσωσι και αυτό το υπό των Δυνάμεων ανεγνωρισμένον καθεστώς, επραξικόπησαν κατ’ αντίθετον διεύθυνσιν και ηρνήθησαν παν ότι επλάσθη εις τον τόπον τούτον δια της παρεμβάσεως των Προστάτιδων Δυνάμεων». (6)

Κατά συνέπεια, ανέφερε, «Η Κυβέρνησις φρονεί ότι οι Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι δεν δύνανται πλέον να συνεργάζονται μεθ’ ημών, οίτινες ζητούμεν να προαγάγωμεν το καθεστώς όπερ εδημιουργήσαμεν, αφού ούτοι δεν αντεπαναστατούν μόνον κατ’ αυτού, αλλά και κατά του νομίμως υφιστάμενου μέχρι Σεπτεμβρίου του 1908 καθεστώτος». Ακολούθως, η Συνέλευση ενέκρινε με απόλυτη πλειοψηφία τις δηλώσεις του Βενιζέλου και έπαυσε διαδοχικά από τις θέσεις τους τους μουσουλμάνους που δε συμμορφώθηκαν στην πρόσκληση της κυβέρνησης να επιστρέψουν χωρίς όρκο, ενώ παράλληλα αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της για σαράντα μέρες.  (7)

Στο μεταξύ, το Μάιο του 1911 έληξε και θεωρητικά η αρμοστεία Ζαΐμη, οπότε τέθηκε και πάλι το οξύ ζήτημα της νομιμότητας του υφιστάμενου καθεστώτος. Οι Δυνάμεις ξεκίνησαν μεταξύ τους διαβουλεύσεις σχετικά με το ζήτημα, εξέλιξη που έκανε την κρητική κυβέρνηση σταδιακά πιο διαλλακτική έναντι των «αποστατών» μουσουλμάνων. Στα τέλη Ιουλίου, και ενώπιον των συνεχών πιέσεων και απειλών των Δυνάμεων, η Συνέλευση υποχώρησε και δέχθηκε τους μουσουλμάνους στις εργασίες της χωρίς ορκωμοσία, με την προϋπόθεση ότι και αυτοί δε θα αμφισβητούσαν εφεξής το υφιστάμενο καθεστώς. Ως προς το αίτημά τους να αυξηθεί η συμμετοχή τους στη Συνέλευση, βρέθηκε τελικά συμβιβαστική φόρμουλα, με βάση την οποία θα διπλασιαζόταν ο αριθμός των μουσουλμάνων βουλευτών από 8 σε 16, αλλά θα διατηρούνταν οι αναλογίες του 1907, οπότε θα υπήρχε ανάλογη αύξηση και των χριστιανών βουλευτών (από 57 σε 114).  (8) Η ομαλή διευθέτηση της κρίσης επηρέασε θετικά τις Δυνάμεις στις επαφές τους για το ζήτημα της αρμοστείας, κι έτσι μετά από διαβουλεύσεις μηνών, οι ξένοι πρόξενοι ανακοίνωσαν στην Εκτελεστική Επιτροπή (στις 14 Σεπτεμβρίου) ότι αποφάσισαν να μην ανανεώσουν τη θητεία του Ζαΐμη και να μην τον αντικαταστήσουν, αλλά και να μη δεχτούν οποιαδήποτε αλλαγή του διεθνούς καθεστώτος της Κρήτης.  (9)

Περισσότερα σχετικά με τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία στην Ένωση», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις «Έρεισμα».

"google ad"

*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.

Σημειώσεις

1) Ο Παπαντωνάκης υποστηρίζει ότι μετά την εκδήλωση του κινήματος «δημιουργείτο μια κατάστασις από διεθνούς απόψεως εξαιρετικώς νόθος και περίπλοκος. [Λόγω του ότι] η ένωσις αυτή ούτε από διεθνούς απόψεως είχε αναγνωρισθεί, ούτε από ελληνικής είχε συντελεσθή. Η ένωση είχε ούτως ειπείν μονομερή χαρακτήρα [και] υφίστατο μόνον εν τη αμετατρέπτω αποφάσει του Κρητικού λαού». Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 148 και 150.

(2)  Επίσημα Πρακτικά της εν Κρήτη Βουλής των Ελλήνων, Συνδρίασις Γ’, Προεδρεία Ελ. Βενιζέλου, 3 Μαϊου 1910, σελ. 6.

(3)  Οι 16 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι που υπογράφουν και τα δύο υπομνήματα είναι: Χαμίτ-Βεηζαδές Μεχμέτ, Χεβήκ Τσιτσεκάκης, Χουσεϊν Νεσήμ-Βεηζαδές, Γιουσούφ Μπαρμπαρεσάκης, Αχμέτ Μπαμπαδάκης, Μουσταφάς Βεντουρζαδές, Χουσεϊν Καβρορουστεμάκης, Κιαμής Βεϊσαγαδάκης, Αλής Τσισκοζαδές, Ρασήχ Σαφέτ Μπαμπαζαδές, Ρασήχ Ασπράκης, Ομέρ Σαντικάκης, Αλής Μουσταφάς Μπαμπαδάκης, Χουσεϊν Σελήμ Εφεντάκης, Χουσεϊν Μπαμκηζαδές και Μεχμέτ Ταχμιτζάκης. Επίσημα Πρακτικά της εν Κρήτη Βουλής των Ελλήνων, Συνδρίασις Ε’, Προεδρεία Αρ. Κριάρη, 5 Μαϊου 1910, σελ. 32.

(4)  Επίσημα Πρακτικά της εν Κρήτη Βουλής των Ελλήνων, Συνδρίασις Στ’, Προεδρεία Αρ. Κριάρη, 6 Μαϊου 1910, σελ. 38.

(5)  Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 167-8.

(6)  Επίσημα Πρακτικά της εν Κρήτη Βουλής των Ελλήνων, Συνδρίασις Στ’, Προεδρεία Αρ. Κριάρη, 6 Μαϊου 1910, σελ. 38.

(7) Σε αντίδραση οι Νεότουρκοι προχώρησαν σε διώξεις και απελάσεις αρκετών Ελλήνων υπηκόων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ προχώρησαν και στη συγκρότηση σώματος εθελοντών που θα πολεμούσε κατά της Ελλάδας.

(8) Ν. Ανδριώτης, «Χριστιανοί & Μουσουλμάνοι στην Κρήτη, 1821-1924», Μνήμων, σελ. 18.

(9)  Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 169.