19.8 C
Chania
Wednesday, April 24, 2024

Η κατάρρευση των δημόσιων συστημάτων υγείας κάνει πιο κοστοβόρα την ισοπέδωση της επιδημικής καμπύλης

Ημερομηνία:

Επιστρέφει διαρκώς η συζήτηση του κατά πόσο θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα τόσο στην Ελλάδα όσο κυρίως σε χώρες που δέχονται πιο ισχυρά πλήγματα αν υπήρχε ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας.

Κάποιοι επιμένουν να λένε ότι ανεξαρτήτως του πόσου ισχυρού είναι το σύστημα υγείας η μόνη αποτελεσματική αντιμετώπιση έρχεται μέσω ακραίων περιοριστικών μέτρων καραντίνας. Για να υποστηρίξουν το επιχείρημά τους τονίζουν ότι χώρες ανεπτυγμένες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ έχουν χιλιάδες νεκρούς ενώ η Ελλάδα έχει λίγους.

Έχουν μόνο μερικώς δίκιο.

Η αλήθεια είναι ότι η επιδημία δε μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο δίχως τη λήψη κάποιων περιοριστικών μέτρων. Όμως η ένταση και η διάρκεια που λαμβάνονται τα μέτρα σχετίζονται άμεσα με το επίπεδο του συστήματος υγείας.

Και ως εκ τούτου, το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας εξαρτώνται και από το πόσο καλό και λειτουργικό είναι το σύστημα υγείας.

Η οικονομική κρίση που παράγει η επιδημία είναι πολύ χειρότερη από προηγούμενες γιατί πρώτα και κύρια είναι μία κρίση υγείας.

Οι οικονομόγοι γνωρίζουν ότι δεν αρκεί να “φτιάξουν” την οικονομία. Αυτό θα ήταν σα να προσπαθείς να φτιάξεις το σπίτι σου ενώ καίγεται.

Πρώτα πρέπει να ελεγχθεί η εξάπλωση του ιού, για να μπορέσει η οικονομία να αρχίσει να λειτουργεί ξανά. Όμως, αν τα περιοριστικά μέτρα είναι πολύ σκληρά, μπορεί η ζημιά στην οικονομία να είναι τόσο μεγάλη ώστε η κρίση να είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί σε σύντομο σχετικά χρονικά διάστημα.

Πρέπει λοιπόν να βρεθεί μία ισορροπία όπου τα μέτρα απαγόρευσης και κοινωνικής απόστασης θα προκαλούν τη μικρότερη δυνατή ζημιά στην οικονομία.

Αυτή η ισορροπία γίνεται πιο δύσκολη να βρεθεί όταν τα συστήματα υγείας δεν έχουν επαρκείς πόρους για να αντέξουν την πίεση.

Έτσι, δημιουργείται ο μονόδρομος της λείψης ακραίων μέτρων απαγόρευσης που όμως έχουν τρομερό αντίκτυπο στην οικονομία ενώ πάντα ο κίνδυνος του να χαθεί ο έλεγχος είναι πιο μεγάλος όταν το δημόσιο σύστημα υγείας δεν έχει τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε μία πιθανή μεγάλη αύξηση κρουσμάτων.

Το παράδειγμα της Ελλάδας αποτυπώνει μία γενικότερη πραγματικότητα η οποία έλαβε ακραία χαρακτηριστικά λόγω της επιβολής στη χώρα μίας λιτότητας που όξυνε τα ήδη υπαρκτά προβλήματα στο σύστημα υγείας.

Στην Ελλάδα, τη δεκαετία 2007 – 2018 το πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής έθετε ως αρχικό στόχο δημόσιας δαπάνης υγείας το 6% του ΑΕΠ (κατά μέγιστο), μειώνοντας έτσι τη συνολική χρηματοδότηση για την υγεία από τα €23 δις το 2009 στα €14,4 δις το 2015 και τη δημόσια δαπάνη υγείας αντίστοιχα από €16 δις στα €8,7 δις.

Επίσης, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε στο 26,4% το 2014, από 14,8% το 2012 και η ιδιωτική συμμετοχή ανήλθε στο 29,3% το 2014, από 20% το 2009.

"google ad"

Συγχρόνως, οι κοινωνικές δαπάνες υγείας παρουσίαζαν μέση ετήσια μείωση κατά τα πρώτα έξι χρόνια της κρίσης της τάξης του 6,6%, μετατοπίζοντας έτσι στα –ήδη επιβαρυμένα– νοικοκυριά σημαντικό βάρος της δαπάνης για νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη.

Κι ενώ, η ζήτηση υπηρεσιών υγείας από δημόσιες δομές αυξήθηκε, εξαιτίας του “βασανισμού” της λιτότητας – όπως χαρακτήρισε τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, η δημόσια χρηματοδότηση των νοσοκομείων μειώθηκε από τα €6,9 δις το 2009 σε €4 δις το 2015.

Την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση της επιδημίας γίνεται πιο δύσκολη από τα συστήματα υγείας γιατί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού είναι φτωχοποιημένο. Το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών κατάρρευσε έως και 35%, ο πληθυσμός της Ελλάδας που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας πλησιάζει το 70% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.

Η φτώχια δεν είναι ασύνδετη με την υγεία. Έχει αποδειχθεί σε σειρά ερευνών σε πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου ότι ο φτωχός αρρωσταίνει περισσότερο, αντιμετωπίζει χρόνιες ασθένειες πολλά χρόνια νωρίτερα σε σχέση με ανθρώπους που είναι καλά οικονομικά και ως εκ τούτου είναι λιγότερο παραγωγικός.

Η φτώχια δημιουργεί επιπλέον βάρος στη λειτουργία του συστήματος υγείας γιατί οι φτωχοί… αρρωσταίνουν περισσότερο και δεν έχουν χρήματα να πάνε σε… ιδιώτες!

Την ίδια στιγμή η γιγάντωση της ανεργίας και η μεγέθυνση του φαινομένου της μερικής απασχόλησης δημιουργεί πρόβλημα στη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας που βασίζεται στις ασφαλιστικές εισφορές.

Η μείωση της χρηματοδότησης του συστήματος υγείας οδηγεί σε περιορισμένες δυνατότητες στελέχωσης των σχετικών δομών.

Ήδη από το 2010 τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων δέχονται οριζόντιες περικοπές, οι προσλήψεις «παγώνουν» ή ελαχιστοποιούνται, τα όρια συνταξιοδότησης αυξάνονται ενώ άλλοι επιλέγουν την πρόωρη συνταξιοδότηση.

Οι γιατροί και οι νοσηλευτές που εργάζονται σε νοσοκομεία έχουν μειωθεί από το 2009 κατά 3831 και 1532 άτομα, σε 23,5 χιλ. και 38,4 χιλ. αντιστοίχως, το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ.

Πάνω από 18.000 είναι οι γιατροί που έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια της κρίσης.

Οι γιατροί φεύγουν γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει προοπτική. Στην Ελλάδα απλά οι προσλήψεις μόνιμων γιατρών στο ΕΣΥ είχαν επί τουλάχιστον μία δεκαετία «παγώσει» και η μόνη τροφοδότηση των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας με ιατρικό δυναμικό γινόταν με μονοετείς συμβάσεις (επικουρικοί γιατροί), οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση ανανεώνονται, αλλά χωρίς καμία προοπτική εξέλιξης και με μόνιμη την ανασφάλεια για το τι θα γίνει στο μέλλον για τους γιατρούς.

Την ίδια περίοδο, το ποσοστό δαπανών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι 79% και 15% αντίστοιχα, στην Ελλάδα είναι 59% και 35% αντίστοιχα, στη Γερμανία είναι 84,5% και 12,5% αντίστοιχα και στην Πορτογαλία 66% και 28% αντίστοιχα. Παρουσιάζουμε λοιπόν την χαμηλότερη δαπάνη από όλες τις Μεσογειακές χώρες ακόμη και από την Πορτογαλία, με ιδιωτικό τομέα απαγορευτικά υπερτροφικό (35% της ετήσιας δαπάνης) που παραπέμπει σε σύστημα υγείας μη δυνάμενο να ελεγχθεί.

Με απλά λόγια, στην Ελλάδα όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι τεράστιος, υπερδιπλάσιος σε σχέση με αυτό που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η εξάρτηση του πληθυσμού έχει γιγαντωθεί από τον δημόσιο τομέα λόγω της μεγάλης φτωχοποίησης μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας ενώ την ίδια στιγμή το δημόσιο σύστημα υγείας έχει υποβαθμιστεί, υποχρηματοδοτείται, είναι υποστελεχωμένο και δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό.

Ο κίνδυνος της επιδημίας στην Ελλάδα παραμένει μεγάλος και για έναν ακόμα λόγο, επειδή η Ελλάδα είναι η τρίτη πιο γερασμένη χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο, με το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 και 80 ετών να διαμορφώνεται σε 21,7% και 6,8% αντιστοίχως σήμερα.

Σημειώνεται, τέλος, ότι η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας στην Ελλάδα το 2018 (€1.470 σε τιμές 2010) βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ ως επί το πλείστον. Έχοντας μειωθεί κατά 9,4% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2008 έως το 2013 και παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη έκτοτε, λόγω δημοσιονομικών περικοπών και της κάμψης του διαθέσιμου εισοδήματος, που έφερε η κρίση, σήμερα βρίσκεται στα 2/3 περίπου του επιπέδου του 2009 (€2.071 σε τιμές 2010).

Σε κάθε περίπτωση, οι δημόσιες τρέχουσες δαπάνες υγείας διαμορφώνονται στο 4,7% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 6,6% του ΑΕΠ στον ΟΟΣΑ, και 6,5% του ΑΕΠ το 2009.

Το σημερινό επίπεδο δημόσιων δαπανών υγείας (στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αξιολογείται ως ανεπαρκέστατο …οι συνολικές επενδύσεις που γίνονται στον τομέα της υγείας (0,25% του ΑΕΠ ετησίως) είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ, με τον δημόσιο τομέα ιδίως να έχει τεράστιες ανάγκες σύγχρονων νοσοκομειακών υποδομών, ώστε να αντικατασταθούν δομές που δεν περιποιούν τιμή σε ένα σύγχρονο αναπτυγμένο κράτος.

Δεν τα λέμε εμείς, το λέει ο ΣΕΒ, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι ευάλωτες κυρίως κοινωνικές ομάδες (άνεργοι, ηλικιωμένοι, μετανάστες κ.λπ.) αδυνατώντας να καλύψουν ιδιωτικά το κόστος που αφορά στην υγεία τους, απευθύνονται κυρίως στις δημόσιες δομές και πρωτίστως στα νοσοκομεία, μειώνοντας κατ’ επέκταση τις επισκέψεις σε απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων και στον υπερτροφικό ιδιωτικό τομέα που υπάρχει στην Ελλάδα.

Πιο συγκεκριμένα, μέσα σε μια πενταετία από την εκδήλωση της κρίσης το ποσοστό των ατόμων με χαμηλά εισοδήματα που ανέφερε αδυναμία να καλύψει κάποια ιατρική ανάγκη διπλασιάστηκε (από 7% το 2008 σε 13,9% το 2013).

Παράλληλα, οι δημόσιες νοσοκομειακές δομές συγχωνεύονται,γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τη μειωμένη δημόσια χρηματοδότηση των νοσοκομείων, φαίνεται ότι δυσχέρανε τη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αφού αφενός περιόρισε τα σημεία παροχής τους και αφετέρου την ποιότητά τους, δεδομένης της μεγάλης ζήτησης και των ελλείψεων που επικρατούν.

Δεν είναι πυρηνική φυσική, είναι απλή κοινή λογική από αυτή που έχει χαθεί τα τελευταία χρόνια στον δυτικό κόσμο της απόλυτης κυριαρχίας της μοναδικής “αλήθειας” του νεοφιλελεύθερου δόγματος.

Η επιδημία θα μπορούσε να έχει συντριπτικές συνέπειες σε μία Ελλάδα που εξήλθε 10 χρόνια μέτρων λιτότητας. Το γεγονός ότι δεν βιώνουμε μία καταστροφή οφείλεται στην τύχη της Ελλάδας να έχουμε δίπλα μας το κακό παράδειγμα της Ιταλίας αλλά και στην έγκαιρη απόφαση για λήψη περιοριστικών μέτρων.

Όμως, τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της επιδημίας είναι ακραία.

Είναι ακραία λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πραγματικότητας στην Ελλάδα όπου βασίζεται σε ένα σύστημα υγείας υποχρηματοδοτημένο και υποστελεχωμένο, δίχως επαρκή εξοπλισμό που θα ερχόταν αντιμέτωπο με μεγάλη πίεση σε μία πιθανή έκρηξη κρουσμάτων.

Και δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχαμε μία έκρηξη κρουσμάτων στην Ελλάδα. Γιατί οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι τέτοιες ώστε η πλειοψηφία των πολιτών να εξαρτώνται από το δημόσιο σύστημα υγείας. Εξαρτώνται εξαιτίας της φτωχοποίησης τους, τη στιγμή όπου η φτώχια και ο γερασμένος πληθυσμός εγγυώνται ότι τα σοβαρά κρούσματα θα ήταν αυξημένα. Αυξημένοι θα ήταν και οι θάνατοι.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το να ισιώσουμε την επιδημική καμπύλη γίνεται πιο δύσκολο. Τα περιθώρια ελιγμών στην Ελλάδα είναι πολύ πιο στενά.

Με ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων, που θα διασφάλιζαν τη γρηγορότερη επιστροφή σε μία κανονικότητα, με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο.

Δεν το έχουμε.

Όπως δεν το έχουν και στη Γαλλία όπου από τα 11 κρεβάτια σε νοσοκομεία ανά 1.000 κατοίκους, τώρα προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι υπάρχουν 6 κρεβάτια. Ούτε στις ΗΠΑ αφού από τα 7,9 κρεβάτια ανά 1.000 κατοίκους το 1970 τώρα βρίσκονται στα 2,8.

Παντού, οι πολιτικές ευνοούσαν τον ιδιωτικό τομέα και ζητούσαν την περικοπή του κόστους του δημόσιου (αναποτελεσματικού) τομέα.

Σήμερα αποδεικνύεται ότι το κόστος αυτών των περικοπών είναι τρομερό κοστοβόρο για την οικονομία. Σχεδόν καταστροφικό

Αυτό λοιπόν που βιώνουμε σήμερα δεν είναι ένας πόλεμος. Είναι η συσσωρευμένη αποτυχία πολιτικών που παρουσιάζονται ως μονόδρομος και εφαρμόζονται σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

Τώρα, καλούμαστε όλοι να πληρώσουμε το κόστος για να ισιώσει η επιδημική καμπύλη.

Κόστος όμως που θα κληθούν πάλι να πληρώσουν κυρίως οι πολίτες, αυτοί που τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα βιώνουν μία συσσωρευμένη φτωχοποίηση και ενοχοποίησή τους και που σήμερα αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εφόσον νοσήσουν.

 

 

 

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ