21.8 C
Chania
Wednesday, April 24, 2024

H οπτασία στο βράχο

Ημερομηνία:

Γράφει η Ροδάνθη Κουμή

*Ας φύγουμε, μέσα σ’ ένα φιλί, για έναν άγνωστο κόσμο.
Alfred De Musset, 1810-1857, Γάλλος συγγραφέας

Ο Ιάσωνας ήταν το πιο όμορφο παλικάρι στο χωριό. Ψηλός ,με κορμί που θύμιζε άγαλμα ,μάτια βαθιά πράσινα με άγριες βλεφαρίδες να τα σκιάζουν, μαύρα κορακίσσια μαλλιά που άγγιζαν τους ώμους του, σαν τα είχε λυμένα.Ήταν ερωτευμένες μαζί του οι περισσότερες κοπέλες του χωριού, μα μια ήταν που είχε κερδίσει την καρδιά του.  Η Πηνελόπη η κόρη του καφετζή.

Ξανθιά,με πράσινα μάτια, άσπρη σαν το γάλα και καλοφροντισμένη.Πλούσιο χυτό κορμί με καμπύλες να τονίζουν, πως βγήκε από την μήτρα της Θεάς Αφροδίτης.

Ο Ιάσωνας ήξερε που θα την βρει, βοηθούσε τον πατέρα της στο καφενείο κάθε πρωί. Πριν κινήσει κατά το βουνό – που είχε τα λιγοστά πρόβατα του- περνούσε από εκεί και έπινε τον καφέ του.

Την κοίταζε μέσα στα μάτια καθώς του σέρβιρε το καφέ, αλλά εκείνη έστρεφε το βλέμμα της αλλού, σαν να ντρεπόταν.

Αυτό το σκηνικό επαναλαμβανότανε κάθε πρωί, ένα χρόνο τώρα.

«Δεν σε θέλει δεν το βλέπεις;».

Του λέγε η μάνα του που τον έβλεπε κάθε πρωί να στολίζεται και να φεύγει.

«Μάνα, αυτή η γυναίκα θα γίνει δική μου, θα το δεις».

«Πως μωρέ Ιάσωνα; Που αυτή είναι πλούσια και κοιτάει πιο ψηλά από εσένα!».

«Χαμηλά κοιτάει μάνα, εγώ το νιώθω. Και γιατί παρακαλώ; Eγώ τι έχω;».

«Εσύ Ιάσωνα μου είσαι όμορφος,παιδί σαν τα κρύα τα νερά, καλόκαρδος και δουλευτής, αλλά πιο φτωχός από εκείνη. Με είκοσι πρόβατα θα την ζήσεις που είναι αρχοντοπούλα;».

«Θα βρω τρόπο, αρκεί να με κοιτάξει έστω μια φορά».

"google ad"

«Τι να σου πω. Όλα τα κορίτσια δες πως σε κοιτάζουν και εσύ εκεί στην πιο δύσκολη την πιο ψηλομύτα έπεσες. Κάνε ότι θες ,δική σου είναι η καρδιά εσύ την ορίζεις. Εγώ ότι ήταν να σου πω σου το είπα.».

Έτσι ένα πρωί κατέβηκε στην πόλη, να βρει τον θείο του που ήταν υπάλληλος στο λιμεναρχείο. Ίσως να τον βοηθούσε να βρει μια δουλειά, οτιδήποτε, αρκεί να του εξασφάλιζε ένα καλό μεροκάματο. Με τα χρήματα που θα βάζε στην άκρη θα μπορούσε επάξια να σταθεί πλάι στην Πηνελόπη, σαν χρειαζόταν να πάει να την ζητήσει από το πατέρα της.

«Ιάσωνα τι να σου πω», του είπε ο θείος του .

«Εδώ στο λιμεναρχείο δεν παίρνουν άτομα, μα ξέρω ένα γέρο καπετάνιο που σε λίγο θα σαλπάρει για την Αργεντινή. Ψάχνει ναύτες, αν θες μπορώ να του μιλήσω για σένα .Δίνει καλό μεροκάματο».

«Μα στην Αργεντινή ; Εκεί θα εξοριστώ ; Μακριά δεν είναι; Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό το ταξίδι ;»

«Ο καπετάν Διαμαντής, από ότι ξερώ, σε λιγότερο από δύο χρόνια δεν ξανάρχεται σε τούτο το λιμάνι. Αλλά στην ζωή ποτέ μην λες ποτέ.Ξεκίνα εσύ το ταξίδι αυτό να μαζέψεις χρήματα και δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η μοίρα για αργότερα».

«Πιστεύεις θείε στην μοίρα ;».

«Πιστεύω παιδί μου ότι ο άνθρωπος κάνει ότι μπορεί για να του αποκαλυφθεί η μοίρα. Κάνε και εσύ ότι μπορείς».

«Άσε με να το σκεφτώ».

«Μόνο μην καθυστερείς, γιατί μεθαύριο μπαρκάρει ο καπετάνιος».

Ο Ιάσωνας έφυγε μπερδεμένος, τόσο καιρό να μην δει την Πηνελόπη ήταν παρακινδυνευμένο. Αν εκείνη επιλέξει άλλον; Αν δεν πάνε όλα καλά στο ταξίδι αυτό; Αν πιάσουνε φουρτούνες στις ανοικτές θάλασσες τί θα κάνει; Που εκείνος ήταν βοσκός, πάταγε με σιγουριά στην στεριά και δεν ήξερε τι θα πει θάλασσα. Και έπειτα τι θα πει ναύτης;  Ένα σωρό “αν” έτρωγαν τα σωθικά του.

«Καινούργια τέχνη καινούργιες ευθύνες», σκέφτηκε.

Μα ήταν τόσο δεμένη η καρδιά του με ένα απώτερο σκοπό, που δεν υπήρχε άλλος δρόμος .

«Μονόδρομος λοιπόν!. Ας ξεκινήσω και όπου φτάσω,αρκεί να φτάσω!.».

Πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και αποφάσισε. Θα μπαρκάρει! Χωρίς να έχει περάσει μια ώρα, ξαναπάει στο λιμεναρχείο, βρίσκει τον θείο του και αποφασιστικά του λέει:

«Πού θα βρω τον καπετάν Διαμαντή;»

«Κάτω στο μόλο θα τον βρεις. Δεν χρειάζεται πολλά να τον γνωρίσεις. Είναι ο πιο φωνακλάς καπετάνιος. Μα σαν βάλει το καράβι του στην θάλασσα, γαληνεύει και η φωνή και η ψυχή του. Πήγαινε παιδί μου αμέσως».

Ο Ιάσωνας έφυγε τρέχοντας για τον μόλο. Σαν έφτασε, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος κοιτάζοντας τα δεμένα σκαριά. Γερά δείχνανε. Πήρε βαθιά ανάσα, γέμισε και την τελευταία κυψέλη των πνευμόνων του με θαλασσινό αρμυρό αέρα και κοίταξε ερευνητικά το μόλο. Είδε σε ένα παγκάκι να κάθεται ένας άντρας με την στολή του καπετάνιου καπνίζοντας την πίπα του. Δεν χρειάστηκε και πολύ να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο καπετάν Διαμαντής. Φώναζε με στεντόρεια φωνή στους ναύτες του, να φορτώσουν γρήγορα το πλοίο.

Με ένα σάλτο βρέθηκε απέναντι του και αμέσως του συστήθηκε:

«Καπετάνιε είμαι ο Ιάσωνας, με έστειλε ο θείος μου ο Μπάμπης που δουλεύει στο λιμεναρχείο. Έμαθε ότι ψάχνετε για ναύτες. Με παίρνετε και εμένα; Είμαι γερός, αντέχω την σκληρή δουλειά, αρκεί να αμείβομαι».

Ο καπετάνιος του έριξε μια διεισδυτική ματιά, σούφρωσε τα φρύδια του, και του είπε:

«Γερά νεύρα παλικάρι μου έχεις; Γιατί εκείνα θα σου χρειαστούν σαν βγεις σε τούτον τον κόσμο της απεραντοσύνης και των θεριών, την θάλασσα. Εκείνα θα οδηγούν το σώμα σου και την ψυχή σου, σαν θα αντικρίζεις την μαγεία της μα και την παραφροσύνη της. Μα κλείσε τα αυτιά σου στις σειρήνες, να μην την ερωτευτείς παιδί μου. Είσαι νέος  ,όμορφος και αν σε μαγέψει θα σε κάνει δέσμιο της για πάντα όπως έκανε και εμένα».

«Δεν ξέρω καπετάνιο αν έχω γερά νεύρα για την θάλασσα  ,μα ξέρω πως μια σειρήνα με πλάνεψε και άλλη δε θα υπάρξει».

«Ανέβα τότε στο καράβι να βοηθήσεις τους άλλους να φορτώσουν. Σε δυο μέρες μπαρκάρουμε για Αργεντινή. Άντε ακόμα; Δουλειά δεν μου ζήτησες; Θα μου ξαπλώσεις μέχρι μεθαύριο

Ο Ιάσωνας κοίταξε αυτόν τον μανιασμένο καπετάνιο, με τις βαθιές ρυτιδωμένες πτυχώσεις στο πρόσωπο του, το γέρικο μα δυνατό ακόμα κορμί και ένα δέος τον κυρίευσε. «Δεν ήταν απλός καπετάνιος εκείνος», σκέφτηκε.Ήταν όλος μια ιστορία ανείπωτη. Με ένα νεύμα υποταγής, θαυμασμού ο Ιάσωνας ανέβηκε στο καράβι..

Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι …

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ…

Η Πηνελόπη έραβε την προίκα της κάτω από την λεμονιά της αυλής της, σιγοτραγουδώντας ένα τραγούδι, όταν ήρθε η φίλη της η Λενιώ να την συντροφεύσει.

«Καλό απόγευμα Πηνελόπη».

«Καλό απόγευμα Λενιώ, πάρε το σκαμνάκι από μέσα και κάθισε».

Για κάμποση ώρα κέντιζαν σιωπηλές, ώσπου τη σιωπή ήρθε πρώτη να σπάσει η Λενιώ:

«Τα έμαθες Πηνελόπη μου;».

«Τι να μάθω Λενιώ μου;».

«Ο γιος της Αράδαινας, πάρκαρε στο εξωτερικό».

«Και τι με νοιάζει εμένα αυτό;».

«Δεν είπα ότι σε νοιάζει, είπα ότι έφυγε ο Ιάσωνας στα ξένα και η μάνα του κλαίει και οδύρεται».

«Γιατί;».

«Γιατί λέει τον πλάνεψε μια μάγισσα, και έχασε από κοντά της το παιδί της».

«Αφού επέλεξε να φύγει, τον λόγο του θα χε Λενιώ μου. Ίσως να έφυγε για να μαζέψει χρήματα. Στο χωριό είναι ο πιο φτωχός!».

«Ναι Πηνελόπη μου είναι ο πιο φτωχός, μα και ο πιο όμορφος. Και ξέραμε και που είχε δοσμένη την καρδιά του όλες».

«Τι θες να πεις;».

«Λες να μην βλέπαμε τα βλέμματα που σου ‘ρίχνε σαν ερχόταν κάθε πρωί στο καφενείο του πατέρα σου;».

«Τι είναι αυτά που λες Λενιώ; Όλοι οι νέοι ερχόταν και έπιναν καφέ.»

«Ναι δεν λέω, ερχόταν όλοι, αλλά εκείνος ερχόταν μόνος του και μόνο τα πρωινά».

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς ειλικρινά. Ας αλλάξουμε συζήτηση σε παρακαλώ, τα υπονοούμενα με ενοχλούν».

«Καλά Πηνελόπη μου κουβέντα να γίνεται».

«Κουβέντα να γίνεται Λενιω μου, όχι κουτσομπολιό».

Συνέχισαν να κεντούν μέχρι που βράδιασε χωρίς να πουν άλλα. Έριχναν που και που κλεφτές ματιές η μια στην άλλη αλλά μέχρι εκεί.

Η Λενιώ όταν αποχαιρέτισε την Πηνελόπη κατάλαβε πως, ότι και αν της είπε, ότι και αν την ρώτησε κουβέντα από εκείνην δεν θα έπαιρνε.

«Πολύ ψηλομύτα μας βγήκε η όμορφη του χωριού», σκέφτηκε και με μια δόση ειρωνείας χιλιοζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, πήρε το δρόμο για το δικό της σπίτι.

Η Πηνελόπη σαν έφυγε η Λενιώ σηκώθηκε, άφησε το κέντημα στο σκαμνάκι και τράβηξε να ποτίσει τις τριανταφυλλιές. Μα σήμερα δεν της φαινότανε τα χρώματα των ρόδων ζωηρά. Σαν να είχανε ξεθωριάσει ,σαν να έφυγε σε μια στιγμή η λάμψη τους. Ή μήπως κάτι έσβησε μέσα στην Πηνελόπη;.

« Αχ καρδιά μου πως μπορείς, να βρίσκεσαι σε χίλια βουνά ανάμεσα και να μην μπορείς να ανέβεις στην κορυφή ενός ! Αχ καρδιά μου πως μπορείς να αγαπάς και να το κρύβεις!» .

Άφησε εκείνα τα λόγια της να τα ακούσει μοναχά ένα κόκκινο ρόδο!

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…

«Τι ταξίδι και αυτό! Πάνε δυο χρόνια και τίποτε δεν άλλαξε εδώ Μονάχα το κορμί μας αρμύρισε πιο πολύ και η νοσταλγία της στεριάς, έντονη. Γέρασα, δεν πάει άλλο πρέπει να αράξω. Να κοιτώ την θάλασσα και όχι να την παλεύω. Σαράντα χρόνια αντιμάχομαι μαζί της. Με βαρέθηκε ,την βαρέθηκα! Δεν υποτάσσεται αυτή!» .

Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη του καπετάνιου σαν πάτησε το πόδι του στην στεριά. Με το δεξί, όπως το συνήθισε κάθε που έφτανε στο δικό του τόπο. Στα μάτια της μοναδικής του κόρης που περίμενε να αγκαλιάσει τον πατέρα της, είδε πως ήρθε η ώρα πια να τελέψει ότι άρχισε και να αφήσει σε ένα πιο νέο να κουμαντάρει το σκαρί του. Είχε κατά νου κάποιον που έδειξε σε όλο το ταξίδι, πόσο σκληρά μπορεί να εργαστεί μα και να καταχιωνάσει με τρόπο μαεστρικό σχεδόν, το φόβο που δίνει η θάλασσα.

«Ο Ιάσωνας ναι εκείνος ήταν ο πιο ικανός !»

Αλλά πως θα του το λέγε, που γνώριζε καλά πως ο μοναδικός λόγος που δούλευε σκληρά ο Ιάσωνας ήταν μόνο για την Πηνελόπη.

«Αχ να ήταν δικός μου γιος και θα κατάφερνα να τον πείσω. Μα Πηνελόπες θα βρει παντού, σε κάθε λιμάνι ,σε κάθε χώρα!», σκεφτόταν.

Ο Ιάσωνας από την μεριά του σαν αντίκρισε τα χώματα της γης του, δεν είχε κατά νου τίποτε από αυτά που σκεφτότανε ο καπετάνιος.

Είχε μαζέψει αρκετά χρήματα, ήταν σχεδόν έτοιμος να σταθεί αντάξιος της αρχόντισσας του. Ήταν αρχόντισσα στην καρδιά, στην σκέψη του, σε όλο του το είναι. Σαν σύγχρονος Οδυσσέας, γύριζε στην Πηνελόπη του!

Άρπαξε το μπόγο με τα λιγοστά του πράγματα, τον απόθεσε στην πλάτη, χαιρέτισε τους ναύτες, αγκάλιασε και φίλησε σταυρωτά το καπετάν Διαμαντή και πήρε δρόμο για το χωριό. Ο καπετάνιος τον άφησε να φύγει χωρίς να του πει τίποτε!  Μια φωνή μέσα του του έλεγε πως ο Ιάσωνας θα ξαναγυρίσει στη θάλασσα.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Αντίκρισε έπειτα από δυο σχεδόν χρόνια, την μάνα του να τον περιμένει στα καλντερίμια του χωριού,ξέπνοη από συγκίνηση και χαρά .

«Μάνα καλώς σε βρήκα».

«Καλώς όρισες γιόκα μου».

«Γερή και δυνατή σε βρίσκω».

«Και εσύ παιδί μου μεγάλωσες, αντρώθηκες».

«Μάνα θέλω να μου πεις όλα τα νέα του χωριού όσο έλειπα».

«Τι νέα γιε μου; Εδώ ζούμε πίσω από τον θεό, όπως ζούσαμε και παλιά. Πολλοί πεινάνε, λίγοι απολαμβάνουν».

«Δεν θα είσαι πια έτσι, έφερα χρήματα μαζί μου αρκετά να ζήσουμε με αξιοπρέπεια.Σαν θες εσύ, σε πάω στην χώρα να πάρεις ότι θέλεις από τα μαγαζιά».

«Βαστά τα χρήματα σου Ιάσωνα μου, μα δεν μου χρειάζεται τίποτε ».

«Μάνα; Η Πηνελόπη;»

Κοίταξε τα μάτια του μοναχογιού που ήταν έτοιμα να δακρύσουν και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να του πει την αλήθεια ή να τον αφήσει λίγο ακόμα να χαρεί την ευτυχία του γυρισμού;  Αμφιταλαντευόταν. Μα αποφάσισε να του πει την αλήθεια και ας τον έχανε και αυτόν για πάντα όπως τον άντρα της. Η ψυχή της ήξερε πως η θάλασσα είναι πιο πλανεύτρα από την Πηνελόπη.  Σάμπως ο πατέρας του, δεν μπάρκαρε για λίγο, μα σαν γύρισε στο χωριό δεν τον έβαζαν οι τόποι. Άρπαξε κρυφά ένα βράδυ τον μπόγο του, κατέβηκε στο λιμάνι και ξανοίχτηκε στην αγκαλιά της.  Ερχόταν μόνο μια φόρα το χρόνο. Λίγες μέρες. Μέχρι που τον κατάπιε η ίδια η θάλασσα, σαν να ήθελε να τον στεριώσει στο βυθό της.

Ο Ιάσωνας είχε την στόφα του.Δεν την έπειθαν τα αγκαλιάσματα και οι χαρές που έκανε σαν μπήκε στο σπίτι του.Τον κοίταζε βαθιά στα μάτια και έβλεπε τις σειρήνες να τον καλούν. Αν δεν το μάθαινε από την ίδια ,σίγουρα θα του το λέγε κάποιος από το χωριό..

«Γιόκα μου η Πηνελόπη έφυγε !».

«Έφυγε Π ου πήγε; Τι συμβαίνει;  Μάνα μη με κρατάς σε αγωνία!».

« Άκου Ιάσωνα: Η Πηνελόπη είχε περίεργες αντιδράσεις μετά που ξεκίνησες το ταξίδι σου.  Στην αρχή, δεν πήγαινε να βοηθήσει το πατέρα της στο καφενείο, έπειτα κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έβγαινε. . Κανείς δεν την έβλεπε, ούτε η πιο καλή της φίλη που μεγάλωσαν μαζί. Ο πατέρας της είδε πως η κόρη του δεν ήταν καλά, και την πήγε σε ένα σωρό γιατρούς στην χώρα. Εκείνοι δεν της βρήκαν τίποτε. Το μόνο που είπαν στο έρμο πατέρα της, ήταν πως ίσως θα ένιωθε καλύτερα αν έκανε οικογένεια.Της κουβάλησε ένα σωρό προξενιά μα εκείνη ανένδοτη, δεν ήθελε κανέναν. Αποφάσισε να την στείλει στην χώρα στην θεία της να μείνει, μήπως της κάνει καλό μια αλλαγή. Πήγε, αλλά και εκεί, δεν έβγαινε, δεν μιλούσε σε κανένα, δεν έτρωγε.Το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει κάθε απόγευμα στο λιμάνι. Ένα βράδυ άργησε να γυρίσει και η θεία της ανησύχησε. Κατέβηκε στον μόλο και δεν την είδε. Άρχισε να φωνάζει το όνομά της, να την ψάχνει σε όλη την επιφάνεια του λιμανιού μα δε την βρήκε. Το μόνο που βρήκε ήταν το κεφαλομάντηλο της δίπλα σε μια σκουριασμένη άγκυρα, έξω από το μόλο με το γράμμα Ι ραμμένο με κόκκινη κλωστή στην δεξιά του άκρη. Τίποτε άλλο.Ο πατέρας της ακόμα την ψάχνει ,αρνείται να συλλάβει το μυαλό του, το χαμό της».

Ο Ιάσωνας σηκώθηκε από το τραπέζι απότομα, άρπαξε τον μπόγο του, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Έτρεξε στην χώρα ,κατέβηκε στο λιμάνι και φώναζε από άκρη σε άκρη το όνομά της .Όχι δεν έφυγε η Πηνελόπη του, κάπου είναι και τον περιμένει. Κοίταζε στους βράχους, κοίταζε στα πλοία, δεν την έβλεπε. Η ψυχή του όμως την είδε να κάθεται σε ένα βράχο με κατάλευκη φορεσιά και να του γνέφει να πάει κοντά της. Όμορφη με τα μακριά της λυτά μαλλιά να πέφτουν στους ώμους, τα βαθιά πράσινα μάτια της τα ροδοκόκκινα χείλη της να του φωνάζουν το όνομά του.

Κίνησε προς τα εκεί ,μα όσο πλησίαζε, η μορφή της όλο και ξεμάκραινε και σαν έφτανε κοντά της γινόταν άνεμος. Έστρεφε αλλού το βλέμμα του και πάλι την έβλεπε. Μα δεν την άγγιζε. Δεν μπορούσε να την αγγίξει !Ένα όραμα ,μια οπτασία ήταν!

Ο καπετάν Διαμαντής καθόταν στην γέφυρα του καραβιού και είδε τον Ιάσωνα να χάνεται από την μια άκρη του λιμανιού στην άλλη. Πήγε κοντά του τον άρπαξε από το μπράτσο σφικτά ,τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και του πε:

«Πάμε παλικάρι μου ,σειρήνα έγινε η Πηνελόπη σου ή θα κλείσεις τα αυτιά, μην πας κοντά της ή θα μαγέψει την σκέψη σου και θα πας στην αντίπερα όχθη.

Εκείνη, επέλεξε. Επέλεξε και εσύ. Εκείνη, δεν άντεξε το φευγιό σου.

Εσύ, δείξε πως το αντέχεις. Άστην να ζήσει ακόμη μέσα από την δική σου την ζωή.

Δεν θα την ξεχάσεις ποτέ».

«Πάμε καπετάν Διαμαντή, πάμε στο πλοίο».

Ο Ιάσωνας έφυγε ,δεν ξαναγύρισε ποτέ στο μέρος που γεννήθηκε ,δεν ξαναβρήκε ποτέ την Πηνελόπη του! Έζησε μόνος και με την δική της θύμηση στα σπλάχνα της ψυχής του.Η μάνα του δεν τον ξαναείδε ποτέ.

 Καμιά φορά οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξεχάσουν !Έτσι και εκείνος δεν ξέχασε ποτέ! Αγάπησε ξανά .Την θάλασσα.Εκεί απόθεσε τον πόνο του, την νοσταλγία του και πορεύτηκε μαζί της ίσαμε με το τέλος της δικής του ζωής.Μα όταν πέρασε πια στην αντίπερα όχθη καθότανε στον ίδιο βράχο η Πηνελόπη και πια δεν ξεμάκραινε.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Καύσωνας μέσα στον Απρίλη – 36,6 βαθμούς στα Φαλάσαρνα!

Ταινία επιστημονικής φαντασίας θυμίζει από χθες το σκηνικό στη...

Κασσελάκης: Θα ξεπεράσουμε το 20% στις ευρωεκλογές – Διεκδικούμε την πρωτιά

Νέα επίθεση κατά της κυβέρνησης εξαπέλυσε από την Αστυπάλαια...