Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Κάποτε, σε έναν τόπο πολύ μακρινό και σε καιρούς ακόμα μακρινότερους, υπήρχε ένας μικρός Παράδεισος. Ήταν ένας όμορφος τόπος, ζωσμένος από δαντελλωτά ακρογιάλια, με λιγοστά και χαμηλά σπίτια, αυλές με πολύχρωμα και ευωδιαστά λουλούδια, και χωματόδρομους όπου έπαιζαν χαρούμενα όλα τα παιδιά.
Σε κείνο τον μαγικό τόπο, πολλοί άνθρωποι είχαν μπει σε ένα μεγάλο βάσανο. Όλη μέρα σκέφτονταν πώς θα βρουν τρόπο να πλουτίσουν δίχως πολύ κόπο, καθώς είχαν ακούσει πως κάποιοι λίγοι το είχαν κατορθώσει. Άρχισαν, λοιπόν, να μαζεύουν ξύλα και να μεγαλώνουν τις αυλές τους. Έφτιαξαν πρώτα γερούς ξύλινους σκελετούς, ύστερα έφτιαξαν τοίχους από πηλό και καλάμια. Τα δροσερά εκείνα σπίτια τα στόλισαν με βότσαλα και γύρω έβαλαν γλάστρες με γαρυφαλιές και βασιλικούς.
Κάποιοι ταξιδιώτες είδαν τα σπίτια που ήταν δίπλα στο νερό και μαγεύτηκαν. Έμειναν εκεί μια-δυο βραδιές και καλοπλήρωσαν τους ιδιοκτήτες, που έτριβαν τα χέρια τους από χαρά. Ύστερα κάποιοι σκέφτηκαν να ξεριζώσουν τα μεγάλα δέντρα που έριχναν τον πλούσιο ίσκιο τους σε όλη την ακρογιαλιά.”Αντί για δέντρα θα βάλομε ομπρέλες. Όσοι θέλουν ίσκιο, θα μας πληρώνουν για να κάθονται στη δροσιά”, είπαν. Έτσι άρχισαν να φτιάχνουν όλο και μεγαλύτερες ομπρέλες, ύστερα έφτιαξαν και κρεβάτια από καλάμια. “Όποιος θέλει να ξεκουραστεί εδώ, θα μας πληρώνει με την ώρα”, είπαν.
Ωστόσο, η πλεονεξία πλήθαινε και εκείνοι που πάντα έβρισκαν τρόπους να σωριάζουν μεγάλα κέρδη δίχως κόπο, έχτιζαν θεόρατα σπίτια σε μεγάλα κομμάτια γης, όπου οι πλούσιοι ξένοι πλήρωναν πολύ περισσότερο για να μείνουν. Σιγά-σιγά ο τόπος γέμισε από αυτά τα μεγαθήρια, που ήταν φτιαγμένα από σίδερο και τσιμέντο. “Αυτά τα σπίτια θα είναι αθάνατα ” έλεγαν εκείνοι που κυνηγούσαν το πολύ χρήμα.
Καθώς κάποιοι ανόητοι άνθρωποι συνέχιζαν να κόβουν τα μεγάλα δέντρα της πόλης, τα περιστέρια,τα κοτσίφια και τα αηδόνια ξεσπιτώθηκαν, Τα κοτσίφια και τα αηδόνια έφυγαν για άλλους τόπους. Τα οπεριστέρια γέμισαν τις πλατείες και τα μπαλκόνια των σπιτιών,περβάζια και ταράτσες.Τότε κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται πως τα περιστέρια τους ενοχλούν και έβαζαν δηλητηριαμένο στάρι στις άκριες των δρόμων, για να τα εξοντώσουν.
Τον καιρό εκείνο κουμάντο έκαναν πολλοί άρχοντες,ό ένας μετά τον άλλο, και όλοι μοίραζαν μεγάλες και απίστευτες υποσχέσεις.” Θα φτιάξουμε μεγάλους και φαρδείς δρόμους, για να μπορούν να διαβαίνουν τα μεγάλα φορτηγά και τα χωματουργικά μηχανήματα, αλλά και καραβάνια με ελέφαντες, αν καμμιά φορά φανούν κατα δω” έλεγε ο ένας, “Θα φτιάξουμε κρεμαστούς ανθόκηπους” έλεγε ο άλλος, “Θα χτίσουμε ψηλα κάστρα να αγναντεύουν τη θάλασσα ως πέρα” έλεγε ένας τρίτος. Κι ένας ηλικιωμένος άντρας, που τον έλεγαν Tάνζο και αγόραζε ψωμί για τα περιστέρια της πλατείας, κουνούσε το κεφάλι του δίχως να μιλά.
Tο μόνο βέβαιο ήταν πως ξημέρωσε κάποια μέρα που οι ξένοι δεν έρχονταν πια στην πόλη με την άλλοτε ωραία παραλία. Βαρέθηκαν γρήγορα, άλλωστε παραλίες που είχαν τσιμέντο αντί για χώμα υπήρχαν παντού, και μάλιστα δεν θα χρειαζόταν να πληρώσουν τόσο. Τα ψηλά κτήρια ερήμωσαν, μήτε νυχτερίδες και νυχτοπούλια καταδέχονταν να ζήσουν εκεί. Οι λιγοστοί κάτοικοι που είχαν απομείνει, κοίταζαν και εκείνοι πώς θα φύγουν μακριά, να ζητήσουν την τύχη τους σε πιο όμορφους και πλούσιους τόπους.
Κάποιο πρωί φάνηκε ένας από τους ιδιοκτήτες των πανύψηλων κτηρίων και άρχισε να διαλαλεί πως πουλά το στεκάμενό του σε πολύ χαμηλή τιμή. Όμως κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον να αγοράσει. Κάποιος του είπε:
-Αυτό το πράγμα θέλει γκρέμισμα, αδελφέ, δεν συμφέρει να το αγοράσω και μετά να πληρώνω για να γκρεμίσω. Αυτό θα έπρεπε να το κάνεις εσύ, πριν αρχίσεις να διαλαλείς το ξεπούλημα.
Τότε ο γερο Τάνζο στράφηκε σε όλους όσοι βρέθηκαν εκεί και είπε: “Αν αγοράσετε αυτά τα άχρηστα κτήρια, εγώ θα σας βοηθήσω, μαζί με όλους τους ανθρώπους που αγάπησαν αυτή τη γη, να τα γκρεμίσετε. Στη θέση τους θα βάλετε πάλι δέντρα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο για τα παιδιά σας. Και να θυμάστε πως όσα χτίζετε δεν χρειάζεται να είναι μεγάλα, μόνο ταπεινά και φιλόξενα”.
Οι άνθρωποι τον άκουσαν και πολλοί αναστέναξαν με νοσταλγία. Όλοι σέβονταν τον γέροντα που ποτέ δεν θέλησε να κερδίσει χρήματα δίχως κόπο.
Τα άχρηστα και άσχημα κτήρια, που εμπόδιζαν τον αγέρα να κυκλοφορήσει, γκρεμίστηκαν χάρη στη θέληση των κατοίκων του τόπου εκείνου. Οι άνθρωποι άρχισαν να αγαπούν και πάλι τα απλά και ταπεινά πράγματα. Ο σιδεράς ξανάπιασε το αμόνι, ο ξυλουργός την πλάνια και όλοι έφτιαξαν μικρούς κήπους για να έχουν φρέσκες και μυρωδάτες τομάτες, πιπεριές και δυόσμο, κολοκυθάκια και σκορδοκρέμμυδα. Τα μικρά παιδιά έμαθαν πολλά για την αγροτική ζωή και την προστασία της Φύσης. Στις ακρογιαλιές άρχισαν να μεγαλώνουν και πάλι αλμυρίκια και όλοι καμάρωναν την ομορφιά τους. Οικογένειες κάθονταν στον ίσκιο τους στην ακρογιαλιά δίχως να χρειάζεται να πληρώνουν “Τα δέντρα είναι του Θεού” έλεγαν όλοι.
Κάποτε ήρθε και ένας άρχοντας που κατάλαβε τον αγώνα των ανθρώπων για μια αληθινά καλύτερη ζωή. Εκείνος δεν έδωσε καμμιά υπόσχεση, αλλά έκανε μεγάλη προσπάθεια για να ξαναγίνει ο τόπος όπως ήταν πριν τον καταστρέψει η ανθρώπινη πλεονεξία. Βοήθησε να φυτευτούν κι άλλα δέντρα, έτσι που σιγά-σιγά ο τόπος απόκτησε μεγάλη φήμη και όλοι ήθελαν να τον επισκεφτούν.
Όσο για τον Τάνζο, εκείνος μέχρι τα βαθειά γεράματά του καθόταν στο ξύλινο παγκάκι που είχε ο ίδιος πελεκήσει και μοίραζε ψίχουλα στα πουλιά που πετούσαν ανεμπόδιστα στον παραδεισένιο τόπο.
«Δεν θα δείτε ποτέ από εμένα και το ΠΑΣΟΚ να πάμε στο παρασκήνιο, να κάνουμε…
«Κίνημα Δημοκρατίας» είναι το όνομα του κόμματος του Στέφανου Κασσελάκη όπως ανακοίνωσε, εν μέσω χειροκροτημάτων, στο Ίδρυμα…
Στο πλαίσιο της διήμερης περιοδείας του στην Κρήτη, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του…
Σοβαρό τροχαίο ατύχημα σημειώθηκε έξω από το Ναυτικό Νοσοκομείο Χανίων, με θύματα δύο πεζούς που…
Τα 18,8 δισ. ευρώ προσέγγισαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στη χώρα μας την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024,…
Μια 27χρονη γυναίκα που κατήγγειλε τον πατέρα της για σεξουαλική κακοποίηση όσο εκείνη ήταν μόλις…
This website uses cookies.