Επιμέλεια-επιλογή κειμένων: Ειρηναίος Μαράκης
Να χαρακτηρίζεται η αντίσταση στη Χούντα ως παθητική, ολίγιστη έως και ανύπαρκτη είναι το μόνο εύκολο -δεν έχεις να αναμετρηθείς ούτε με την ιστορία, ούτε με το πως εξελίχθηκαν οι καταστάσεις στην πραγματικότητα- ενώ παράλληλα βγαίνει, έστω και ακούσια, δικαιωμένη η φασιστική προπαγάνδα για ανύπαρκτο Πολυτεχνείο και για ανύπαρκτους νεκρούς…
Θα αρκούσε βέβαια, η εικόνα των 24 νεκρών και των περίπου 120 τραυματιών από σφαίρες (στο σύνολο οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.000) που έχουν καταγραφεί, για να δώσουν μια τάξη πρώτου μεγέθους κινηματικά μοναδικής στιγμής, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία της οργανωμένης πρωτοπορίας, συμπεριλαβανομένων ακόμα και των πιο πρωτοποριακών ομάδων της επαναστατικής Αριστεράς.
Όπως άλλωστε επισημαίνει κι ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός σε σημείωμα του για τα 40 χρόνια της εξέγερσης: «Το ανώνυμο πλήθος που πήρε στους ώμους του, την υπόθεση του Πολυτεχνείου παραμένει εκτός ιστορικής καταγραφής αλλά και πολιτικής αξιολόγησης, στο όνομα μιας πολιτικής ορθότητας που δυναστεύει τις πολιτικές μας αναλύσεις. Αποτέλεσμα αυτής της αυτολογοκρισίας να πούμε τη σύγκρουση με το όνομά της είναι αφενός να επιβιώνει ακόμα μια παλιάς κοπής «προβοκατορολογία» και αφετέρου να επιτρέπεται ακόμα, 40 χρόνια μετά, σε διάφορα ακροδεξιά σκουπίδια να ασελγούν στην θυσία των νεκρών αγωνιστών του Νοέμβρη και να μιλούν για «ανύπαρκτους νεκρούς».»
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν αναδεικνύονται, πολύ συνοπτικά βέβαια, η πραγματική ιστορική, πολιτική, κινηματική και εξεγερσιακή διάσταση του Πολυτεχνείου, τοπικά και διεθνώς, ο καθοριστικός ρόλος της Επαναστατικής Αριστεράς στην εξέγερση καθώς και πως επηρεάστηκε από όλα τα παραπάνω το εργατικό κίνημα τόσο κατά τη διάρκεια της Χούντας αλλά και της Μεταπολίτευσης (στο τέλος του κειμένου αναφέρονται οι σχετικοί σύνδεσμοι για να διαβάσετε ολόκληρα τα άρθρα κι όπου λόγω χώρου δεν μπορούμε να παραθέσουμε εδώ):
Η εξέγερση του Νοέμβρη (1)
Η εξέγερση του Νοέμβρη ήταν αυθόρμητη – στην κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοέμβρη οδήγησε η πρωτοβουλία της στιγμής φοιτητών της επαναστατικής αριστεράς σε σχολές που βρίσκονταν σε συνέλευση. Όμως, όπως έλεγε κι ο Λένιν, καθαρό αυθόρμητο δεν υπάρχει. Η κατάληψη που έγινε το κέντρο της εξέγερσης ήταν καταστάλαγμα των εμπειριών του μαχητικού φοιτητικού κινήματος που είχε αναπτυχθεί τα δυο προηγούμενα χρόνια. Χρειάστηκαν πολύ συνειδητές πολιτικές μάχες μέσα στο Πολυτεχνείο για να κρατηθεί η κατάληψη κι οι πλευρές που συγκρούστηκαν οργανωτικά και πολιτικά σε αυτές δεν έπεσαν από τον ουρανό στην Αθήνα εκείνου του Νοέμβρη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η ενεργητική και μαζική συμμετοχή των «απ’ έξω»: της νεολαίας πέρα από τους φοιτητές, των εργατών. Κι αυτό το χαρακτηριστικό ήταν προϊόν ευρύτερων διεργασιών και εξηγεί τη δυναμική του εργατικού κινήματος στη μεταπολίτευση. […] Τα μηνύματα του Γαλλικού Μάη και του κύματος των εξεγέρσεων και των αγώνων της περιόδου, οι ιδεολογικές αναζητήσεις και τα πολιτικά ζητήματα που τις πυροδοτούσαν έφταναν και εδώ και «ζυμώνονταν» μέσα κι έξω από τις σχολές – σε παρέες, φοιτητικά στέκια. Αυτές οι διεργασίες είχαν και οργανωτικά αποκρυσταλλώματα.
Από τα τέλη του ’71-αρχές΄’72, στα Πανεπιστήμια υπήρχε κινητικότητα, όταν η Χούντα άρχισε να δίνει αόριστες υποσχέσεις για την εκλογή νέων ΔΣ στους συλλόγους (με διαδικασίες που θα έλεγχε η ίδια). Σε σχολές όπως η Πάντειος, το Πολυτεχνείο, η Ιατρική, η Νομική, έχουν συγκροτηθεί Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα που οργανώνουν τη μάχη ενάντια στους διορισμένους της χούντας και τους ελιγμούς τους. Αυτές οι επιτροπές γίνονται το φυτώριο των ομάδων της επαναστατικής αριστεράς που θα πρωταγωνιστήσουν στην εξέγερση. Στις 21 Φλεβάρη οι φοιτητές της Νομικής μαζί με φοιτητές της Φυσικομαθηματικής κατέλαβαν τη Νομική. Ένα κατειλημμένο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, με πάνω από τέσσερις χιλιάδες φοιτητές να φωνάζουν συνθήματα ενάντια στη δικτατορία και να απευθύνονται στον κόσμο προκάλεσε τρόμο στη Χούντα. Υπήρχαν και άλλες δονήσεις που προειδοποιούσαν για τον σεισμό που πλησίαζε. Μια σειρά εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, με οικονομικά αιτήματα, που για τη χούντα όμως αποτελούν πολιτική πρόκληση.
Η χούντα είχε καταργήσει με νόμο από το 1969 το δικαίωμα της ΓΣΕΕ (παρόλο που την έλεγχαν διορισμένοι εργατοπατέρες τσιράκια της) να υπογράφει Εθνική Συλλογική Σύμβαση. Τα κατώτερα μεροκάματα και μισθούς τα αποφάσιζαν οι «υπουργοί» και ο «πρωθυπουργός» της. Τις εργατικές κινητοποιήσεις τις πυροδοτούσε η αύξηση του κόστους ζωής – ο πληθωρισμός έπαιρνε την ανηφόρα ενώ τα μεροκάματα άσθμαιναν πίσω – και μια σειρά επιθέσεις που έβαζε μπροστά η χούντα για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Η χούντα αναγκάστηκε τρεις φορές μέσα στο΄’73 να αναπροσαρμόσει τα κατώτερα μεροκάματα – σημάδι του πανικού της για την εργατική δυσαρέσκεια. Τον Αύγουστο του 1973 κατεβαίνουν σε απεργία οι οδηγοί των τρόλεϊ. […]
Η εργατική συνέλευση που πραγματοποιείται μέσα στο Πολυτεχνείο διακηρύσσει ότι: «Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον εργαζόμενο λαό και όχι στους δημαγωγούς που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται με τα απατηλά περί ‘δημοκρατίας’ συνθήματά τους». Η συνέλευση πρότεινε τη συνέχιση της κατάληψης και τη δημιουργία μιχτών επιτροπών φοιτητών-εργατών για να «μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα» και «να προπαγανδίζουν το σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς, με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζόμενων σε οικονομική και πολιτική απεργία». Μια κατάληψη που είχε ξεκινήσει ως φοιτητική διαμαρτυρία μετατρεπόταν σε μια μαζική εξέγερση για την ανατροπή της χούντας. Το μαζικό κίνημα είχε πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ακριβώς αυτό που δεν ήθελαν δηλαδή οι «από πάνω» όποια σενάρια και να στήριζαν. Ούτε ο Καραμανλής ούτε οι κεντρώοι πολιτικοί βρήκαν να πουν μια λέξη συμπαράστασης στην εξέγερση.
Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού κράτησαν εχθρική στάση στην κατάληψη. Οι ηγεσίες τους προσπάθησαν να οργανώσουν την «απαγκίστρωση» ή «συντεταγμένη αποχώρηση» από το Πολυτεχνείο την Τετάρτη που απέτυχε (δεν έπεισε τα ίδια τα στελέχη τους). Δεν ήταν ζήτημα μιας λάθους εκτίμησης της στιγμής. Ήταν πολιτικός προσανατολισμός: την Παρασκευή 16 Νοέμβρη πρότειναν στην εκλεγμένη Συντονιστική Επιτροπή διακήρυξη που καλούσε «όλα τα αντιδικτατορικά κόμματα και οργανώσεις να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαταστήσει τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Στην ουσία επρόκειτο για ένα κάλεσμα ενότητας με τους αστούς πολιτικούς που εκείνη ακριβώς την περίοδο αναζητούσαν τον τρόπο προσαρμογής στα σενάρια της χούντας για «ομαλή μετάβαση».
Αντίστοιχα ήταν και τα συμπεράσματα που έβγαλαν αυτές οι δυνάμεις μετά το αιματοβαμμένο ματοκύλισμα της εξέγερσης και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη. Για παράδειγμα η εφημερίδα της αντι-ΕΦΕΕ, η Πανσπουδαστική Νο 8 με το περίφημο άρθρο που κατάγγελνε την κατάληψη σαν έργο «350 προβοκατόρων του Ρουφογάλη της ΚΥΠ» δήλωνε ότι «το φοιτητικό κίνημα δεν ήθελε με κανένα τρόπο η εκδήλωσή μας αυτή να συντελέσει ώστε να συγκρουστούν κατά μέτωπο στη συγκεκριμένη στιγμή οι λαϊκές δυνάμεις με την σιδερόφρακτη δικτατορία». Το ΚΚΕ εσ. εκτιμούσε ότι η κατάσταση «γύρισε πίσω στις 21 Απριλίου 1967». Η ρεφορμιστική Αριστερά όχι μόνο υποτιμάει πάντα το δυναμισμό του κινήματος και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης, αλλά και τα αποτελέσματα των αγώνων. Η εκτίμηση της ΟΣΕ, οργάνωση της Επαναστατικής Αριστεράς, ήταν στον αντίποδα εκείνων των ηττοπαθών εκτιμήσεων: «Ο λαϊκός αγώνας του Πολυτεχνείου άνοιξε καινούργια ανώτερη φάση για το κίνημα. Παρ’ όλες τις θυσίες, παρ’ όλο το δολοφονικό όργιο της χούντας, το Πολυτεχενείο ήταν τεράστια πολιτική νίκη του λαϊκού μας κινήματος και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων σ’ αυτό…». […]
Πολυτεχνείο και Επαναστατική Αριστερά (2)
Η «επίσημη» ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται στα ΜΜΕ, «γιορτάζεται» στον Τύπο και διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή μιας πασιφιστικής φοιτητικής εκδήλωσης για την ελευθερία και τη δημοκρατία που πνίγηκε στο αίμα από τους στρατοκράτες της Χούντας. Η περιγραφή είναι όσο ελλειμματική και σχηματική χρειάζεται, ώστε να χρησιμεύει στον αστικό μύθο της Μεταπολίτευσης και όσο ουδέτερη και απολίτικη γίνεται, ώστε να ξεχνιέται μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ίσως η μόνη αλήθεια κάτω από τον «μύθο»: τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν δημιούργημα της επαναστατικής πτέρυγας του φοιτητικού κινήματος. Αν ο Νοέμβρης αποτελεί γενεσιουργό παράγοντα οποιασδήποτε ιδεολογικής έκφρασης, αυτή η ιδεολογική έκφραση είναι η επαναστατική Αριστερά. Η μάχη του Νοέμβρη του 1973 αποφασίζεται και εξαπολύεται από ένα ισχυρό φοιτητικό κίνημα το οποίο δεν αντιπαρατίθεται στη Χούντα γενικά κι αόριστα. Στην τελευταία περίοδο της Δικτατορίας, ο φοιτητικός συνδικαλισμός ο οποίος έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, ανήκει σχεδόν αποκλειστικά, στο χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Η ιδεολογική ένταξη αντλεί από μαρξιστικές, λενινιστικές, μαοϊκές και τροτσκιστικές παραδόσεις. Ο πυρήνας του κινήματος βρισκόταν υπό την καθοδήγηση ή επιρροή των δύο παράνομων οργανώσεων της εποχής: ΚΝΕ / Αντι-ΕΦΕΕ του ΚΚΕ και Ρήγας Φεραίος του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Μικρότερες οργανωτικά αλλά εξίσου ισχυρές ιδεολογικά ήταν και οι νέες οργανώσεις και τα νέα κινήματα της επαναστατικής Αριστεράς, όλα συγκροτημένα την περίοδο της Δικτατορίας: Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) / Αντιιμπεριαλιστική Αγωνιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ), Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη (ΣΕΠ), «Μαχητής», «Μπολσεβίκοι» και οι τροτσκιστικές οργανώσεις Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), Εργατική Διεθνιστική Ένωση (ΕΔΕ) και άλλες.
Αυτή η ιδεολογική σύνθεση παραπέμπει σε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια η οποία σπάνια γίνεται παραδεκτή και ακόμα πιο σπάνια εκφράζεται: στην πρώτη περίοδο της Δικτατορίας, ομάδες και πρόσωπα από τον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον μιας στρατιωτικής «τυραννίας» που ανέτρεψε τη Δημοκρατία. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί και η μορφή της αντιδικτατορικής πάλης άλλαξαν ριζικά, από τη στιγμή που το καθεστώς άρχιζε να σταθεροποιείται και να ασκεί πραγματική εξουσία στην οικονομική ζωή της χώρας. Από τα τέλη του 1969 άρχισε να γίνεται εμφανής η αρμονική συνεργασία της Χούντας με το μεγάλο κεφάλαιο και τους εφοπλιστές (Ωνάσης, Νιάρχος, Ανδρεάδης). Η ανοιχτή υποστήριξη του καθεστώτος από τις ΗΠΑ, μαζί με την παραχώρηση επενδυτικού δικαιώματος σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες (Τομ Πάππας, Litton), προκάλεσε τον συμβιβασμό μεγάλου μέρους του αστικού κόσμου με το φασιστικό καθεστώς και τελικά την αστική νομιμοποίηση του τελευταίου.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν νοούταν αντιδικτατορική πάλη χωρίς εργατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες και χωρίς αντι-ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό. Οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα είχαν ακλόνητη πίστη στην ανάγκη συλλογικής μαζικής δράσης των εργατών και καλλιεργούσαν μια συνθηματολογία που έστρεφε την προσοχή στους χώρους δουλειάς, τις ανάγκες της εργατικής τάξης, το ωράριο, τις περικοπές και τις απολύσεις. Ήδη από το χειμώνα του 1970-71, στο άρθρο της Μαρίας Χατζή (ψευδώνυμο της Μαρίας Στύλλου), «Στρατιωτική Δικτατορία, μια ακόμα μορφή του αστικού κράτους» στο περιοδικό Επανάσταση, αναπτύσσονταν για πρώτη φορά οι σωστές εκτιμήσεις της κατάστασης στην Ελλάδα και χαρασσόταν η νέα στρατηγική: «Κανένας αγώνας για το γκρέμισμα της στρατιωτικής δικτατορίας δεν μπορεί να πετύχει, εκτός αν συγχρόνως είναι και κοινωνικός αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, δηλαδή αγώνας για την οικοδόμηση θεσμών που θα στηρίζονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής». Ο πρωτοπόρος αυτός αντικαπιταλισμός, που από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, θα τροφοδοτήσει ένα ολόκληρο ρεύμα, ήταν εξαιρετικά ριζοσπαστικός για εκείνα τα χρόνια και έπαιξε καίριο ρόλο στις διαδικασίες συγκρότησης ενός μαζικού φοιτητικού κινήματος, το οποίο όμνυε στη σοσιαλιστική προοπτική και αναζητούσε συνεχώς τρόπους κινητοποίησης εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Τα διλήμματα, η πάλη γραμμών και οι προβοκάτορες
Ο πραγματικός χαρακτήρας της Εξέγερσης ήταν ταυτόσημος με τις εκτιμήσεις των δυναμικότερων στοιχείων του φοιτητικού κινήματος. Η απόφαση της κατάληψης ανήκε σε εκείνες τις δυνάμεις, που μέσα στον φοιτητικό συνδικαλισμό απέρριπταν οποιαδήποτε μορφή συμβιβασμού και πίεζαν για άμεση μετατροπή των φοιτητικών κινητοποιήσεων σε ανοιχτές και δυναμικές αντιχουντικές ενέργειες. Μόνο τυχαίο δεν είναι που η μικροϊστορία της Εξέγερσης και η διασταύρωση όλων των διαθέσιμων προφορικών και γραπτών μαρτυριών, αποδίδουν την πατρότητα των δυναμικών ενεργειών της Εξέγερσης στις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς ή, για να το πούμε με τα λόγια μελών της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου, ήταν μια, εν πολλοίς, «αριστερίστικη» υπόθεση.
Η πολυσυζητημένη «ενότητα» των δυνάμεων της Αριστεράς που συνήθως αποδίδεται σε μια αυτονόητη συναίνεση μπροστά στον κοινό στόχο ανατροπής της Δικτατορίας, είναι μια περίπου μεταφυσική ερμηνεία των γεγονότων. Στις γενικές συνελεύσεις σχολών, στους κόλπους της Συντονιστικής Επιτροπής, στην εργατική συνέλευση και στις ατέλειωτες ζυμώσεις στο χώρο της κατάληψης, εξελισσόταν από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή μια ανελέητη πάλη γραμμών, στην οποία επικράτησε και επιβλήθηκε με αδιαμφισβήτητο τρόπο η αντι-καπιταλιστική και αντι-ιμπεριαλιστική γραμμή που εξέφραζαν κυρίως η ΟΣΕ και η ΑΑΣΠΕ. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις της «επίσημης» Αριστεράς (ΚΝΕ και Ρήγας Φεραίος) που ήταν αντίθετες με την κατάληψη, αναγκάστηκαν τελικά να συμμετάσχουν, με τα ίδια συνθήματα που αρχικά απέρριπταν. Σε μια εποχή που τα φοιτητικά συνθήματα ήταν το δεδομένο, αναζητούταν το στοιχείο πυροδότησης που θα προέκτεινε τον χαρακτήρα της Εξέγερσης.
Τα συνθήματα «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμερικάνοι», «Λαϊκή Εξουσία», «Γενική Απεργία» τα οποία, υποτίθεται, ήταν πολύ ριζοσπαστικά και δεν εξέφραζαν το γενικότερο πνεύμα, έγιναν σιωπηρά αποδεκτά από όλες τις οργανώσεις, καθώς αποδείχτηκε στην πράξη πως εξέφραζαν τις ευρύτερες μάζες που συνέρεαν στο Πολυτεχνείο και στις οποίες βρίσκονταν εργάτες, μαθητές, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αυτά τα συνθήματα κωδικοποιούσαν τη μετάβαση από την φοιτητική κινητοποίηση στην λαϊκή εξέγερση. Ακόμα και στον καταμερισμό των κεντρικών σημείων του Πολυτεχνείου, ανάμεσα στα μέλη της Συντονιστικής την Παρασκευή, η κεντρική πύλη της Πατησίων δόθηκε στους «αριστεριστές» της Ιατρικής με αποτέλεσμα το «Έξω το ΝΑΤΟ» και «Έξω οι Αμερικάνοι» που είχαν γραφτεί από την πρώτη μέρα στις μπροστινές κολώνες και το μεγάλο πανώ «Λαϊκή Εξουσία» (όπως φαίνονται από φωτογραφίες), να μείνουν ως «βιτρίνα» στην Πατησίων μέχρι το τέλος. Και φυσικά, το σημαντικότερο, ήταν η απόρριψη της «συμβιβαστικής» γραμμής συνεργασίας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, μετά από θυελλώδη ψηφοφορία στη Συντονιστική, όπου πρωτοστάτησαν ξανά τα μέλη της ΟΣΕ, κυρίως στην Φυσικομαθηματική και την Ιατρική.
Το δεύτερο στοιχείο που συστηματικά αγνοείται στην ιστορία της Εξέγερσης είναι η σύγκρουση καθ’ εαυτή. Το μεγαλειώδες στην περίπτωση του Πολυτεχνείου είναι πως την ωρίμανση των συνθηκών δεν αντιλήφθηκαν μόνο οι οργανωμένες δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος, αλλά και ο λαϊκός παράγοντας ο οποίος αποδείχτηκε πανέτοιμος να πλαισιώσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Από το μεσημέρι της Παρασκευής, 16 Νοέμβρη και το πρωί του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, μια λαϊκή μάζα που παρέμενε αόρατη στις συνθήκες τρομοκρατίας και καταστολής, βγήκε δυναμικά στην επιφάνεια και αντιμετώπισε τις δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, με πολύωρες οδομαχίες, στήσιμο οδοφραγμάτων και πετροπόλεμο, σε όλη την έκταση του κέντρου της Αθήνας αλλά και στις συνοικίες. Έξω από τα κάγκελα, χιλιάδες άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, κατά κύριο λόγο εργάτες, μαθητές και φοιτητές, δέχτηκαν τις σφαίρες των δολοφόνων της Χούντας, στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν με τα ίδια τους τα χέρια το καθεστώς. […]
Ο ξένος τύπος για το Πολυτεχνείο και την κρίση της Χούντας (3)
[…] «Στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα ανατρέπει τον Παπαδόπουλο. Το νέο καθεστώς άρχισε εκκαθαρίσεις». Αυτός ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος των New York Times στο φύλλο της 26ης Νοεμβρίου του 1973, σύμφωνα με την έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ στα αρχεία της αμερικανικής εφημερίδας. «Το πραξικόπημα έγινε οκτώ ημέρες μετά την εξέγερση των φοιτητών εναντίον του Παπαδόπουλου και της κυβέρνησής του. Τουλάχιστον 13 άτομα σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν κατά τις αναταραχές, οι οποίες κατεστάλησαν από άρματα μάχης και δυνάμεις ασφαλείας. Η εξέγερση οδήγησε επίσης στην εκ νέου επιβολή ενός στρατιωτικού νόμου, τρεις μήνες μετά την άρση του».
Μια ημέρα νωρίτερα η ίδια εφημερίδα φιλοξενούσε μια ανάλυση για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπό τον τίτλο «Η σύντομη ελληνική εξέγερση». «Αυτό που συνέβη σε αυτήν την αναστατωμένη πόλη πριν από λίγες ημέρες», εξηγούσε στους αναγνώστες των ΝΥΤ ο δημοσιογράφος Πολ Χόφμαν, «δεν ήταν απλώς μια φοιτητική εξέγερση. Ήταν η πιο σοβαρή πρόκληση έως τώρα απέναντι στη στρατιωτική χούντα. Με τους φοιτητές ενώθηκαν νεαροί εργάτες». Ο αρθρογράφος έδινε ιδιαίτερο βάρος σε αυτήν την ένωση. «Από τα 866 άτομα που συνελήφθησαν την ημέρα της χειρότερης βίας [σ.σ. την ημέρα που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου] οι 475 ήταν κυρίως οικοδόμοι».
Το ίδιο το γεγονός της επέμβασης του τανκ τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου είχε περιγραφεί στο φύλλο της επομένης με έναν κάπως υποτονικό τίτλο: «Η χούντα έβγαλε το βελούδινο γάντι της». Στην ανάλυση της «Σύντομης ελληνικής εξέγερσης», εξάλλου, ο αρθρογράφος εντόπιζε τις αιτίες της εξέγερσης στο αυξανόμενο κόστος της ζωής και τον αντιαμερικανισμό. «Οι Έλληνες είναι ένας υπερήφανος λαός και η έντονη παρουσία των ΗΠΑ τούς κάθεται στο στομάχι» έλεγε ένας Αμερικανός που σύμφωνα με τον δημοσιογράφο «ήξερε για τι πράγμα μιλούσε». […]
Πηγές:
1) Λέανδρος Μπόλαρης, H εξέγερση, περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο 101 // http://www.socialismfrombel
2) Ιάσονας Χανδρινός, Πολυτεχνείο και επαναστατική Αριστερά, περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο 101 // http://www.socialismfrombel
3) Ο ξένος τύπος για τα γεγονότα στις 16 και 17 Νοεμβρίου 1973, δημόσια σελίδα ΑΠΕ και περιοδικό Ατέχνως // https://atexnos.gr/