12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Απρίλης 1967: Το ταξίδι των Κατατρεγμένων

Ημερομηνία:

Η 21η Απριλίου του 1967 ήταν μέρα Παρασκευή παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου. Το Πάσχα εκείνη τη χρονιά έπεφτε στις 30 του Απρίλη. Έκανα τη θητεία μου ως ναύτης τηλεγραφητής σ’ ένα αρματαγωγό του τότε βασιλικού ναυτικού και ήμασταν δεμένοι στην προβλήτα του ναυστάθμου της Σούδας. Από το πρωί μια νευρική κινητικότητα επικρατούσε στον ναύσταθμο με ελέγχους στην πύλη, ελάχιστες μετακινήσεις και γενικά ήταν μια μέρα διαφορετική από τις προηγούμενες.  Πριν τις οκτώ το πρωί, έμαθα τα νέα για το πραξικόπημα από το οδηγό  του λεωφορείου που με πήγαινε από τα Χανιά  στη Σούδα.  Ο οδηγός μάλιστα μου είπε ότι αυτό ήταν το τελευταίο δρομολόγιο και μετά θα νέκρωναν  τα πάντα. Αργότερα κατάλαβα πόσο  τυχερός ήμουν γιατί δέκα λεπτά μετά που πέρασα τον καταπέλτη του πλοίου, μεθορμίσαμε από την προβλήτα  σε μια σημαδούρα του στη μέση του λιμανιού.

Το ραδιόφωνο του ασυρμάτου του πλοίου μετέδιδε  συνεχώς διατάγματα ανάμεσα σε εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια. Κανένας μας δεν μπορούσε να προσδιορίσει και να αντιληφθεί τη νέα πορεία της πολιτικής ζωής του τόπου μας. Από τα διαγγέλματα καταλάβαμε ότι  καταλύθηκε η δημοκρατία, η βουλή, οι πολιτικοί.  Όλα θα ήταν διαφορετικά. Πως θα ήταν;  Προσπαθούσαμε να μαντέψουμε  ανασκαλεύοντας  πίσω την ιστορία  μας που έζησε  παρόμοιες καταστάσεις.   Την πρώτη γεύση όμως θα την παίρναμε σύντομα…

Το απόγευμα   της ίδιας μέρα αναχωρήσαμε για τη Σαλαμίνα όπου την επόμενη το πρωί προσδέσαμε απέναντι από τον ναύσταθμο στην περιοχή της Αμφιάλης.    Ο λόγος του ταξιδιού αυτού  μας ήταν άγνωστος.  Το θεωρήσαμε σαν μια  επιχειρησιακή  κίνηση ρουτίνας.  Σε λίγες μέρες  άρχιζε η Μεγάλη Εβδομάδα των παθών. Των παθών του Χριστού αλλά και των παθών του λαού. Κάποιοι  συμπολίτες μας  σήκωναν  ήδη  το σταυρό του μαρτυρίου στις φυλακές και στα κρατητήρια.

Κάποιο βράδι αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας,  άρχισαν να καταφθάνουν στην προβλήτα έξω από το πλοίο  στρατιωτικά καμιόνια και λεωφορεία γεμάτα με πολιτικούς κρατουμένους.  Προέρχονταν από  διάφορους χώρους του λεκανοπεδίου όπως στάδια, ιππόδρομος, κ.α.,  όπου κρατούνταν από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος. Από το χώρο του πλοίου όπου κάναμε την υπηρεσία μας  δεν  είχαμε εικόνα των όσων  διαδραματίζονταν     στο χώρο αρμάτων όπου τους μετεπιβίβαζαν. Ακούγαμε όμως το θόρυβο αυτής της ζοφερής επιχείρησης. Το επόμενο ταξίδι μας θα ήταν κάποιο ξερονήσι του Αιγαίου. Κάποιοι συμπολίτες μας σε  περίοδο ειρήνης θα εξαφανίζονταν εκείνη  τη στιγμή  από την κοινωνία, από τους δικούς τους, από τη γειτονιά τους. Σε μας που υπηρετούσαμε  τη στρατιωτική μας θητεία,  έτυχε ο κλήρος  να συμπληρώσουμε  μερικές σελίδες του  βιβλίου της θλιβερής  ιστορίας του τόπου μας. Βιβλίου που είχε  ξεκινήσει να γράφεται πριν  από δεκαετίες…

Μετά από πολλές ώρες  αποπλεύσαμε και συνεχίσαμε  την αποτρόπαιη επιχείρηση μέσα στα σκοτάδια της νύχτας.  Περάσαμε τον Ισθμό της Κορίνθου και φτάσαμε στο λιμάνι της, όπου κι’  άλλοι «επιβάτες» μέσα στα καμιόνια μας περίμεναν εκεί.  Το ίδιο έγινε και στην Πάτρα όπου μείναμε περισσότερο χρόνο. Η μετεπιβίβαση στην  Κεφαλονιά ήταν πολύωρη.  Ολιγόωρη ήταν στη Ζάκυνθο και στη Λευκάδα. Η νυχτερινή επιχείρηση    τελείωσε πριν ξημερώσει.  Ο  ήλιος  που ανέτειλε στον ορίζοντα δεν είδε τίποτα.  Οι συνένοχοι ξέπλυναν στις ακτίνες του  τις συνειδήσεις  τους.   Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.    Το πλοίο των κατατρεγμένων προτίμησε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου μακριά από τυχόν  βλέμματα στεριανών.   Το λιμάνι του προορισμού ήταν η νήσος Γυάρος.

Τη Μεγάλη  Τρίτη που ήταν μια μέρα ανοιξιάτικη και  ηλιόλουστη, ταξιδεύαμε ανάμεσα  στα κυκλαδίτικα νησάκια.  Ατενίζαμε τα λευκά χωριουδάκια, το μπλε και το λευκό των ξωκλησιών,   αισθανόμαστε τον καθαρό αέρα του Αιγαίου με τις απριλιάτικες ευωδιές,  λογιζόμασταν την αρχαία ιστορία τους, τη νέα με τους αγώνες τους για την ελευθερία,  τα νησιά του Ελύτη,  του αιώνιου ελληνισμού του Καβάφη.   Αυτά όμως τα μηνύματα ευτυχίας που πλημμύριζαν   τις αισθήσεις μας δεν μας άγγιζαν ευχάριστα  κι’ ούτε μπορούσαμε να τα αντέξουμε, γιατί το  αρνητικό φορτίο της ψυχής  ήταν βαρύτερο από το «φορτίο» του πλοίου. Σαν μια κινούμενη γκρίζα λωρίδα όπως θα μας έβλεπε κάποιος παρατηρητής από ψηλά, αρμενίζαμε  πάνω στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα εκτελώντας  μια αποστολή γεμάτη μίσος, σκλαβιά, τυραννία, ντροπή. Γράφαμε μια μαύρη σελίδα στην ιστορία.

Μια βουβαμάρα  είχε πλακώσει από την αρχή που ξεκίνησε η επιχείρηση. Βάρδια και ύπνος. Χωρίς σχόλια χωρίς συζητήσεις. Ο χώρος αρμάτων του πλοίου είχε γεμίσει. Την επιχείρηση μετεπιβίβασης, φύλαξης και επικοινωνίας με τους κρατούμενους την είχε αναλάβει μια ομάδα τους στρατού ξηράς. Εμείς απλά εκτελούσαμε το ταξίδι. Η πρόσβαση, ή η  θέαση στο χώρο των κρατουμένων από το πλήρωμα του πλοίου ήταν αδύνατη. Η επικοινωνία μεταξύ πληρώματος και «επιβατών» απαγορεύτηκε. Τοποθετήθηκε ένα πρόχειρο χώρισμα το οποίο φύλαγε οπλισμένος στρατιώτης και  απομόνωνε  το χώρο αρμάτων   από το υπόλοιπο πλοίο. Οι πληροφορίες για τους εκτοπισμένους που μεταφέραμε ήταν ελάχιστες. Υπήρχαν εικασίες πως ο Ηλίας Ηλιού,  κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ μέχρι τη μέρα του πραξικοπήματος,  κρατιόταν σ΄ ένα μικρό γραφείο.

Κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού πλησιάσαμε κοντά στις  νότιες ακτές της Γυάρου.  Από τις αφιλόξενες βραχώδεις παραλίες υψωνόταν απότομα λόφοι καλυμμένοι με βράχια,  κι ανάμεσα τους αγκαθωτοί θάμνοι, ασπάλαθοι, αστοιβίδες, θυμάρια κ.α  Ήταν ένα τοπίο άγριο και κατάξερο. Στις  ανατολικές  ακτές του νησιού  το τοπίο  δεν άλλαζε.  Επικρατούσε ερημιά παντού. Δεν φαινόταν   κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα, κι ούτε κάτι που να φτιάχτηκε από ανθρώπινο χέρι.  Όταν  δόθηκε η διαταγή να προετοιμαστούμε για την άφιξη διερωτόμουνα  ποιο σημείο του νησιού και ποια παραλία είναι ικανή να μας δεχτεί.. Ξαφνικά σε μια στροφή φάνηκε μια   πλαγιά με μικρότερη κλίση να κατεβαίνει μέχρι τη βραχώδη παραλία. Πάνω σε μια υποτυπώδη προβλήτα ρίξαμε τον καταπέλτη.  Η χλωρίδα της πλαγιάς ήταν όπως του υπόλοιπου νησιού.  Μόνο μια μικρή αγριοχαρουπιά, όπως από μακριά φαινόταν, ξεχώριζε σ΄ όλο αυτό το τοπίο. Πάνω σ΄ ένα κλαδί ένας εξόριστος είχε απλώσει το υποκάμισο του.  Πιο πέρα ένας άλλος το είχε σα τέντα πάνω σε ξύλινους πασσάλους.  Κάποιοι άλλοι μοναχικοί  χωρίς παρέα, ήταν σκόρπιοι στην πλαγία και χάζευαν το πλοίο.

Περίμεναν δικούς τους άραγε…;  Ή μήπως ήταν φύλακες με πολιτικά;

Γιατί φύλακες με στολή και με όπλα δεν είδαμε. Να όμως και το ανθρώπινο έργο: Από  την κορυφή του λόφου ξεκινούσε  η άκρη  ενός τεράστιου  πέτρινου κτιρίου σαν κάστρο παλιάς εποχής.  Ακολουθούσε τη γραμμή του εδάφους,  χανόταν από το σημείο που βρισκόμασταν με αποτέλεσμα να μη μπορούμε  να προσδιορίσουμε το μήκος του, κι’ ούτε να δούμε  κάποια είσοδο.

Δέσαμε στην μικρή πρόχειρη προβλήτα και κατεβάσαμε τον καταπέλτη για να βγουν οι κρατούμενοι. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι εχθροί του έθνους που το νέο καθεστώς τους στέλνει στην εξορία;  Έκλεψα λίγο χρόνο και πήγα στο κατάστρωμα της πλώρης, πάνω από τον ανοικτό καταπέλτη.   Γύρω στα  δέκα άτομα είχαν ήδη αποβιβαστεί στη στεριά. Άλλοι   με βήματα αργά κι ανόρεχτα  έβγαιναν λίγοι-λίγοι από το πλοίο. Ο καθένας  τους κρατούσε ένα μικρό μπογαλάκι με ρούχα και αρκετοί μια φρατζόλα ψωμί. Φόραγαν ρούχα απλά καθημερινά.  Μέσα σ΄ ένα σύνολο είκοσι ατόμων,  να μια γριούλα μαυροφορεμένη με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, μια γιαγιά όπως όλες οι γιαγιάδες μας,  σκυφτή μόλις που τράβαγε τα πόδια της που  έβγαινε συλλογισμένη,   χαμένη στην παραλία έχοντας στην αγκαλιά της μια φρατζόλα. Να ένας με δύο πατερίτσες που προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω στον  καταπέλτη. Ένας άλλος ψαρομάλλης  πάνω από εβδομήντα ετών βγήκε κουτσαίνοντας βοηθούμενος από κάποιον άλλο.  Ένας  ανάπηρος πιθανώς του πολέμου,  που του έλειπε το  ένα χέρι,  έστρεψε το βλέμμα του προς εμάς τους δυο-τρεις ναύτες εφέδρους που ήμασταν ψηλά στην πλώρη.  Μέσα στην πένθιμη ατμόσφαιρα  ακούστηκε δυνατή η φωνή του. –Μεταφέρετε  παιδιά αυτά που βλέπετε. –Κοιτάτε Ποιοι είμαστε!  Ποιους φοβούνται!!

Δεν μπορούσες από την ασφαλή θέση που βρισκόσουν να αντικρίζεις για πολύ χρόνο αυτό το θέαμα. Ήταν σαν να ήσουν θεατής  στην  αρένα και χαμηλά στο στίβο να βρίσκονταν οι  «μελλοθάνατοι».  Ντροπή, και  ενοχή μας κυρίεψε   άσχετα αν ήμασταν τελευταίος «τροχός της αμάξης» σ’ αυτή την επιχείρηση, που είχαμε   την ατυχία να πάρουμε μέρος. Ανήκαμε  όμως κι εμείς  στο στρατό… Επιστρέψαμε  στα καθήκοντα μας  προβληματισμένοι. Αυτοί λοιπόν ήταν οι εχθροί του έθνους; Κι αυτοί  που θα μας κυβερνούν από τώρα και στο εξής θα είναι οι σωτήρες της Ελλάδας και του ελληνισμού…;

Σε λίγες μέρες που θα  ερχόταν η Ανάσταση,  ο ελληνικός λαός θα άκουγε από τους πραξικοπηματίες  το:  «Χριστός Ανέστη» και   «Ο Λαός Ανέστη»…

Αντώνης Παπατζανής

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ