17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Από την απελευθέρωση στην ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα (31.3.1948)

Ημερομηνία:

Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης*

*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ)
στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται εξηντά εφτά χρόνια από την επίσημη παράδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, της τελευταίας περιοχής που ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Τα νησιά είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1522, μετά από πεντάμηνη πολιορκία που έληξε με την άλωση της Ρόδου και την παράδοση των Ιωαννιτών Ιπποτών, οι οποίοι βρήκαν έκτοτε καταφύγιο στη Μάλτα. Έκτοτε, και για περίπου τέσσερις αιώνες παρέμειναν τουρκικά, έως ότου οι Ιταλοί αποβίβασαν στρατεύματα και τα κατέλαβαν το Μάιο του 1912, σε μια απόπειρα να εκβιάσουν το τέλος του ιταλοτουρκικού πολέμου που είχε ξεκινήσει στη Λιβύη μερικούς μήνες νωρίτερα. Με βάση τη Συνθήκη του Ουσύ, που τερμάτιζε τον πόλεμο αυτό (18 Οκτωβρίου 1912), οι Ιταλοί δεσμεύονταν να επιστρέψουν τα νησιά την Τουρκία, αλλά εκμεταλλευόμενοι την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων καθυστέρησαν την αποχώρησή τους, στερώντας την Ελλάδα από τη δυνατότητα να τα καταλάβει, όπως έκανε με τα υπόλοιπα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Λήμνο, Σαμοθράκη, Ίμβρο, Τένεδο, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία).

Η Ιταλία εξακολούθησε να κατέχει τα νησιά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά στο τέλος αυτού και με βάση τη Συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919) δέχτηκε να τα παραχωρήσει στην Ελλάδα -εκτός της Ρόδου-, υπό την προϋπόθεση ότι θα ικανοποιούνταν οι εδαφικές της βλέψεις στη Μικρά Ασία. Αυτό ωστόσο δε συνέβη, και έτσι η Ιταλία υπαναχώρησε από τη συμφωνία και προσάρτησε επίσημα τα νησιά με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), τα οποία μετονομάστηκαν «Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου» (Possedimenti Italiani dell’ Egeo) (1).  Κατά το επόμενο διάστημα, η φασιστική πλέον Iταλία εγκαινίασε ένα ευρύ πρόγραμμα «εξιταλισμού» των Δωδεκανήσων υπό την διοίκηση των Mario Lago και Cesare de Vecchi, οι οποίοι ενθάρρυναν την έλευση εποίκων από την μητρόπολη και προέβησαν σε σημαντικές παρεμβάσεις στο αστικό τοπίο της Ρόδου και της Κω, καθώς και στην εκπαίδευση και τα θρησκευτικά ζητήματα. Η διαδικασία αυτή ανακόπηκε τον Οκτώβριο του 1940, με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Η αμφίσημη βρετανική στάση μετά την απελευθέρωση

Με το τέλος του πολέμου και την απελευθέρωση των νησιών από τις συμμαχικές δυνάμεις (8 Μαΐου 1945), οι Βρετανοί εγκατέστησαν σε αυτά στρατιωτική διοίκηση. Παρότι οργάνωσαν άμεσα και αποτελεσματικά τη διοίκηση με τη συνεργασία του ντόπιου πληθυσμού, ήταν προφανές ότι η βρετανική κατοχή δεν μπορούσε να θεωρηθεί μόνιμη κατάσταση, και ότι τα νησιά θα έπρεπε είτε να επιστραφούν στην Ιταλία, ως προκάτοχο, είτε να αποδοθούν στην Ελλάδα, με βάση το δημογραφικό κριτήριο, και ενδεχομένως, μερικά από αυτά στην Τουρκία. Επιχειρώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες, το Λονδίνο υιοθέτησε πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία, και το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε να διατηρήσει προσωρινά σε ισχύ τους ιταλικούς νόμους, τροποποιώντας τους μόνο «στα σημεία όπου εισάγουν διακρίσεις σε βάρος του ελληνικού ή του τουρκικού πληθυσμού».

Η στάση αυτή δεν ικανοποιούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε ζητήσει ήδη από το Νοέμβριο του 1942 εκτός από τη στρατιωτική συμμετοχή στην απελευθέρωση των νησιών, να μετάσχει και στην προσωρινή διοίκησή τους. Ενώπιον της βρετανικής άρνησης, η κυβέρνηση Τσουδερού εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά της, δηλώντονας «κατάπληκτη που γίνεται μνεία της Τουρκίας όσον αφορά εις την Δωδεκάνησο, και ακόμη περισσότερο, όταν τελικώς εμφανίζεται να μπαίνει σε ίση μοίρα με την Ελλάδα σε αυτό το ζήτημα… Οι Τούρκοι δεν έχουν άλλα δικαιώματα πέρα από αυτά του εισβολέα, και αυτά εν πάσει περιπτώσει τα παραχώρησαν εις την Ιταλίαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923».

Οι Βρετανοί ωστόσο δεν συμμερίζονταν αυτή την οπτική, και υπηρεσιακό σημείωμα του Φόρεϊν Όφις (31.8.’43) ανέφερε σχετικά ότι «απαντώντας στους Έλληνες δεν επιθυμούμε να δοθεί η εντύπωση ότι ευνοούμε τα τουρκικά αιτήματα έναντι των δικών τους, αλλά θα πρέπει σαφώς να τους υπενθυμίσουμε ότι, στο όνομα της ελληνοτουρκικής φιλίας, καλά θα κάνουν να μην αγνοούν τα τουρκικά συμφέροντα».   (2) Ήταν εμφανές ότι η Βρετανία τηρούσε ίσες αποστάσεις εκεί που δεν θα έπρεπε, καθώς η Τουρκία δεν είχε καν μετάσχει στην πολεμική προσπάθεια, αλλά το Λονδίνο επιχειρούσε να την αναμίξει στο ζήτημα της Δωδεκανήσου για να αποθαρρύνει άλλες ενδεχόμενες διεκδικήσεις της Ελλάδας, όπως την Κύπρο.

Dodekanisa-ensomatosi-3

Η τουρκική στάση έναντι του ζητήματος

Παρότι η Ελλάδα είχε αναμφισβήτητα σημαντικό προβάδισμα στη διεκδίκηση των νησιών, τόσο λόγω της ενεργού συμμετοχής της στην πολεμική προσπάθεια, όσο και λόγω του αδιαμφισβήτητα ελληνικού χαρακτήρα των νησιών, η Τουρκία είχε επίσης εκδηλώσει το ενδιαφέρον της κατά διαστήματα, επιχειρώντας να αποσπάσει ανταλλάγματα για τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Στο πλαίσιο αυτό, είχε ζητήσει και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές όχι μόνο τα Δωδεκάνησα και άλλα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά και προτεκτοράτο επί της Αλβανίας ή τμήμα της δυτικής Βουλγαρίας, την Κύπρο, την Κριμαία, τμήμα της βόρειας Συρίας, και σε μια περίπτωση, ακόμη και την Αίγυπτο(!).

Η επιτήδεια αυτή στάση της Άγκυρας κατά τη διάρκεια του πολέμου συνέβαλε στο να χάσει κάθε έρεισμα για να διεκδικήσει τα νησιά στο σύνολο τους με το τέλος του, και έτσι έκτοτε επιχείρησε να αποκτήσει τον μερικό έλεγχό τους, ή πλήρη έλεγχο σε μερικά από αυτά, προτείνοντας δια στόματος του πρώην υπουργού Εξωτερικών Tevfik Rüştü Araş την υπαγωγή τους «υπό κοινή ελληνοτουρκική κυριαρχία» ή την απόδοση των Κω, Καλύμνου και Λέρου στην Τουρκία, καθότι «αποτελούν συνέχεια των παραλίων της Ασίας». Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι, πράγματι, για κάποιο διάστημα το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον επεξεργάστηκαν σενάρια απόδοσης κάποιων νησιών στην Τουρκία, όπως η Σύμη ή το Καστελόριζο, αν και οι προτάσεις αυτές τελικά απορρίφθηκαν.

Η Συνδιάσκεψη των Παρισίων και οι πρόνοιες της Συνθήκης

Στις 27 Ιουνίου 1946, και παρά την αρχική διστακτικότητα των Σοβιετικών, το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των Δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανία, Σοβιετική Ένωση, Γαλλία) πήρε απόφαση να παραχωρηθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο προσδιορισμός των ορίων της εκχωρούμενης περιοχής δεν ήταν σαφής, και η σχετική διατύπωση της πρώτης παραγράφου που έγινε αργότερα το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης ήταν: «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα κατά πλήρην κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου», χωρίς να τις κατονομάζει. Κατόπιν μεσολάβησης του Ι. Πολίτη, στο κείμενο ενσωματώθηκε απαρίθμηση των 14 μεγαλύτερων νησιών και μνεία ότι παραχωρούνται επίσης οι παρακείμενες νησίδες, ενώ κατά την υπογραφή της συνθήκης, στις 10 Φεβρουαρίου 1947, η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι μνημονευόμενες παρακείμενες νησίδες είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία στην αρχή του πολέμου.

Η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου όριζε ότι: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι». Παρά την επίκληση της αναφοράς αυτής από την Άγκυρα τις τελευταίες δεκαετίες, η σχετική πρόνοια δεν περιλήφθηκε στη συνθήκη κατόπιν αιτήματος της Τουρκίας -η οποία άλλωστε δε συμμετείχε στη διάσκεψη, λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης που τήρησε κατά τη διάρκεια του πολέμου- αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε, στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής της στρατηγικής, τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο και της απειλής που θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις ναυτικές της δυνάμεις στην περιοχή. (3) Στο πλαίσιο αυτό, η όψιμη απόπειρα της Τουρκίας να συνδέσει το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών με το καθεστώς στρατικοποίησης τους, είναι όχι μόνο νομικά αβάσιμη, αλλά και επικίνδυνη, καθώς επικαλείται και επιχειρεί να επιβάλλει καθεστώτα στη διαμόρφωση των οποίων δε συμμετείχε (4).
Ένα τρίτο ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με τη μεταβίβαση των νησιών είχε να κάνει με την ιθαγένεια και περιουσία των Ιταλών που ενδεχομένως σκόπευαν να μείνουν σε αυτά. Το άρθρο 19 της συνθήκης όριζε σχετικά ότι οι Ιταλοί υπήκοοι που κατοικούσαν τη 10η Ιουνίου 1940 σε εκχωρούμενο από την Ιταλία έδαφος έπαιρναν αυτόματα την ιθαγένεια του διάδοχου κράτους (δηλαδή την ελληνική). Όσοι από αυτούς είχαν συνήθη γλώσσα την ιταλική, μπορούσαν να επιλέξουν την ιταλική ιθαγένεια, αλλά σε αυτή την περίπτωση το διάδοχο κράτος είχε το δικαίωμα να ζητήσει την αποχώρησή τους μέσα σε ένα χρόνο (5).  Οι Ιταλοί υπήκοοι που θα έπαιρναν την ελληνική ιθαγένεια θα είχαν επίσης το δικαίωμα να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, αλλά σχεδόν κανείς εξ αυτών δεν δήλωσε ότι θα παραμείνει, με την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να παραμείνουν ως Ιταλοί υπήκοοι σε ελληνικό έδαφος. Η συνθήκη ωστόσο περιείχε σαφείς ρήτρες ως προς την πρόνοια αυτή, και όταν παρήλθε η προθεσμία οι Ιταλοί υπήκοοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Η εξέλιξη αυτή ήταν σημαντική, γιατί με την αποχώρηση των Ιταλών διοικητικών υπαλλήλων και των εποίκων παρέμεινε στα νησιά μόνο το γηγενές στοιχείο, συμπεριλαμβανομένων μερικών χιλιάδων μουσουλμάνων, οι οποίοι απέκτησαν αυτοδίκαια την ελληνική υπηκοότητα.

Η επίσημη παράδοση και προσάρτηση των Δωδεκανήσων

Dodekanisa-ensomatosi-6

Στο μεταξύ, οι ελληνικές αρχές φρόντισαν να ενημερωθούν για τα προβλήματα των νησιών με την απόσπαση κρατικών λειτουργών -εκπροσώπων των υπουργείων- στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Ρόδο, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επίσημη προσάρτηση των νησιών στην Ελλάδα. Η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Ιταλίας και των Συμμάχων υπογράφηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1947 στο Παρίσι, και επικυρώθηκε από την Ελλάδα στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, με τυπική ισχύ από τις 28 Οκτωβρίου, ώστε να συμπέσει με την επέτειο έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, επτά χρόνια πριν.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στις τελευταίες διευθετήσεις με τους Βρετανούς για την επίσημη παράδοση των νησιών, η οποία ορίστηκε να γίνει στις 7 Μαρτίου 1948, με πλήρη αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων μέχρι τις 31 του ίδιου μήνα. Για τη σχετική τελετή μετέβη στη Ρόδο ο βασιλιάς Παύλος και αντιπροσωπεία της κυβέρνησης, και η ανάληψη της διοίκησης των νησιών έγινε με την επίσημη παράδοσή τους από το Βρετανό στρατιωτικό διοικητή στον Έλληνα ομόλογό του, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Η προσχώρηση επικυρώθηκε με το Νόμο 518 που ψήφισε η ελληνική Βουλή την 1η Σεπτεμβρίου 1948, με αναδρομική ισχύ από τις 28 Οκτωβρίου 1947.

Σημειώσεις

(1) Στο πλαίσιο αυτό, πολλά νησιά απέκτησαν επίσημα ιταλικά ονόματα, και έτσι η Ρόδος έγινε Rodi, οι Λειψοί Lisso, η Τήλος Piscopi, η Αστυπάλαια Stampalia, και η Κάρπαθος Scarpanto.
(2) Η διφορούμενη στάση των Βρετανών δεν παρεξηγήθηκε μόνο από τους Έλληνες, αλλά και από τους Ιταλούς, οι οποίοι εξεπλάγησαν από τη βρετανική εύνοια και έφτασαν στο σημείο να θεωρούν ότι η Βρετανία ετοίμαζε για τα Δωδεκάνησα ένα ιδιόμορφο καθεστώς υπό τους ίδιους. Λ. Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, σελ. 671-2.
(3) Το 1948, απαντώντας σε σοβιετικές κατηγορίες ότι η Ελλάδα παραβίαζε τη συνθήκη ως προς την αποστρατικοποίηση, λόγω της παρουσίας του 6ου Στόλου στην περιοχή, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Marshall, ανέφερε ότι «η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της στα νησιά για να υπερασπίσει τα σύνορά της», δήλωση που ερμηνεύτηκε ως αναγνώριση του δικαιώματος της Ελλάδας να εξοπλίσει τα Δωδεκάνησα εκ μέρους των ΗΠΑ. Θ. Βερέμης, σελ. 144.
(4) Σημαντικό από την άποψη αυτή είναι και το άρθρο 89 της Συνθήκης των Παρισίων, το οποίο αναφέρει ότι «οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν». Αν θεσπίζεται μια τέτοια διάταξη για σύμμαχες χώρες, ισχύει πολύ περισσότερο έναντι κρατών που δεν υπήρξαν εμπόλεμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία. Β. Χατζηβασιλείου, «Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα» στο Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, σελ. 192.
(5) Η ελληνική πλευρά κατέθεσε τροπολογία όπου ζητούσε να μην παρασχεθεί ιθαγένεια στους κατοίκους που δεν είχαν δωδεκανησιακή καταγωγή ή είχαν εγκατασταθεί μετά τις 5 Μαϊου 1912 (ημερομηνία κατά την οποία κατέλαβαν οι Ιταλοί τα νησιά), αλλά οι Δυνάμεις αντιτάχθηκαν σε αυτή, θεωρώντας ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στις διμερείς σχέσεις και θα αποτελέσει αρνητικό προηγούμενο για άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, ιδιαίτερα αναφορικά με τη Γιουγκοσλαβία.

Βιβλιογραφία
Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000.
Παπαχριστοδούλου Χριστόδουλος, Ιστορία της Ρόδου από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, β’ έκδοση, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα, 1994.
Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943, Εκδόσεις Τροχαλία, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Ρόδος, 1998.
Ιστοσελίδα «Σαν Σήμερα», προσβάσιμη στη διεύθυνση http://www.sansimera.gr/articles/405
* Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Γιώργος Λιμαντζάκης
Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 2013 εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με ερευνητικό αντικείμενο τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας των Τουρκοκρητών και των Τουρκοκυπρίων από την ύστερη οθωμανική περίοδο μέχρι την αυτοκυβέρνηση. Κατάγεται από τα Χανιά, αλλά μένει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως διδάσκων, μεταφραστής και διερμηνέας της τουρκικής γλώσσας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται ιστορικά και πολιτικά θέματα της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ