Πόσο μάλλον όταν η παρέλαση είναι τόσο θλιβερή όσο η τελευταία που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο.
Είμαι μάνα. Έχω τρία παιδιά. Τα δύο συμμετείχαν στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Η μία σημαιοφόρος, η άλλη παραστάτιδα. Είμαι περήφανη για τα παιδιά μου, όπως κάθε μάνα. Είμαι περήφανη και για την πατρίδα μου. Αυτή που, παρά το μικρό της μέγεθος και παρά τα ελαττώματα (ίδια από την αρχαιότητα ακόμα) του λαού της, μεγαλούργησε πολλές φορές.
Δεν είμαι περισσότερο περήφανη για τα παιδιά μου όταν παρελαύνουν. Ούτε νιώθω για την πατρίδα μου μεγαλύτερη περηφάνια, όταν γίνεται παρέλαση. Πόσο μάλλον όταν η παρέλαση είναι τόσο θλιβερή όσο η τελευταία που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο.
Αυτή μόνο θλίψη, απογοήτευση, ντροπή, θυμό και φόβο με έκανε να νιώσω. Και, βέβαια, καθόλου περηφάνια. Ούτε για τα παιδιά μου, ούτε για την πατρίδα μου. Ποια μάνα ένιωσε περηφάνια, βλέποντας τα παιδιά της να παρελαύνουν σε σιδερόφρακτους άδειους δρόμους, μπροστά από πάνοπλους ένστολους, που τους είχαν γυρισμένη την πλάτη, για να εμποδίσουν -τελικά- τους γονείς τους να πλησιάσουν;
Και μπροστά από ένα μέλος της πολιτικής ηγεσίας, το οποίο επέβαλε την παρουσία του, χρησιμοποιώντας τη δύναμη που του δίνει η θέση του; Είναι ανατριχιαστικό! Το πείσμα ενός ανθρώπου “να αποτίσει φόρο τιμής στους πεσόντες”, παρά το ότι γνώριζε ότι η παρουσία του και μόνο, ως εκπροσώπου της πολιτικής ηγεσίας, θα προκαλούσε αντιδράσεις και παρά τις αντίθετες συστάσεις φορέων και της Αστυνομίας, καγκελόφραξε όλη την πόλη. Αποκλείστηκαν δρόμοι, οι αστυνομικοί βρίσκονταν παντού, αλλά εκείνος στεκόταν περήφανος(;) πάνω στην εξέδρα, ατενίζοντας τις κλούβες της αστυνομίας που είχαν στηθεί ακριβώς απέναντί του, για να μην είναι ούτε καν ορατός από το πλήθος, και τους μαθητές που δεν γύρισαν το κεφάλι τους προς το μέρος του. Φαντάζομαι ότι η περηφάνια του θα έφτασε στην αποκορύφωσή της, όταν φυγαδεύτηκε μετά το τέλος της παρέλασης…
Ένιωσα τόση περηφάνια, όση θα ένιωθε μια μάνα αν το παιδί της παρέλαυνε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, μπροστά στο Χίτλερ για παράδειγμα ή, για να θυμηθούμε πιο πρόσφατες και ιδιαίτερα επώδυνες εποχές για τον τόπο μας, μπροστά στους συνταγματάρχες της δικτατορίας του 1967. Κι εκείνοι με τον ίδιο τρόπο επέβαλλαν την παρουσία τους. Ισχυρίζονταν, όμως, ότι ο λαός τους αγαπούσε…
Η Πολιτεία, δια του εκπροσώπου της, νίκησε στην παρέλαση. Νίκησε τον απλό κόσμο, τον οποίο υπερασπίζεται και σώζει απανωτά τα τελευταία τρία χρόνια, ή μάλλον τα τελευταία σαράντα χρόνια, για να μην τους αδικήσουμε…
Μπόρεσαν να μας κλέψουν. Να μας κοροϊδέψουν. Να μας κάνουν να κλάψουμε. Να απογοητευτούμε. Να θυμώσουμε. Να μην έχουμε ελπίδα. Να φοβόμαστε για την επόμενη μέρα. Να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αντιδράσουμε σε όλα αυτά που μας επιβάλλουν, γιατί πάντα μας περιμένουν στη γωνία, για να μας εκδικηθούν με κάποιο νέο τρόπο. Μπορούν να μας κάνουν -και θα μας κάνουν-πολλά.
Πώς μπορώ να αντιδράσω, ως πολίτης και ως μάνα, για να υπερασπιστώ το μέλλον των παιδιών μου; Ίσως κάνοντας μικρές, αναίμακτες, επαναστάσεις. Όπως αυτή εδώ: Μπορούν να μου απαγορεύσουν πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να μου επιβάλει να στείλω το παιδί μου στην παρέλαση. Κι αν κάθε μάνα κάνει το ίδιο, μόνο αγαλλίαση μου προκαλεί το γεγονός να στέκει η πολιτική “ηγεσία” πάνω στην εξέδρα, ατενίζοντας άδειους δρόμους και πάνοπλους αστυνομικούς.
Κάνω, λοιπόν, μια πρόταση σε όλες τις μάνες: Την 25η Μαρτίου, αν η παρέλαση γίνει με τον ίδιο τρόπο, ας κάνουμε αυτό που, ήδη από πέρυσι, κάνουν οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, οι οποίοι αρνούνται να συμμετέχουν στους εορτασμούς (ή μήπως αυτοί δεν αγαπούν και δεν τιμούν την πατρίδα τους, όσο και η πολιτική ηγεσία;): Ας μην επιτρέψουμε στα παιδιά μας να παρελάσουν. Να μην είναι στην πόλη κανείς! Αν εκείνοι μπορούν να μας επιβάλουν την παρουσία τους, εμείς μπορούμε να τους επιβάλουμε την απουσία μας και την ηχηρή σιωπή μας! Και τότε θα έχουμε ήδη μια νίκη…
Μαρίλυ Τζεβελεκάκη