Η επιτροπή πρωτογενή τομέα του Δήμου Αποκορώνου, για μια ακόμη χρονιά, εκφράζει την αγανάκτηση της για την μειωμένη αποτελεσματικότητα και φέτος της δακοκτονίας.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση “οι επιπτώσεις είναι σοβαρές τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα του ελαιολάδου και τελικά στο εισόδημα των ελαιοπαραγωγών αλλά και γενικοτερα στην ποιότητα του κρητικού ελαιολάδου του οποίου η φήμη είναι γνωστή τόσο στη τοπική όσο και διεθνή αγορά.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της δακοκτονίας είναι, ως γνωστό, η έγκαιρη και σωστή εφαρμογή της και εξαρτάται τόσο από την ποιότητα του φυτοπροστατευτικού υλικού (πρωτεΐνη & εντομοκτόνου) όσο και από την σωστή παρακολούθηση & επίβλεψη των εργασιών και από του τρόπου εκτέλεσης τους από το προσωπικό.
Είναι γνωστό ότι ο αριθμός και ο χρόνος των επεμβάσεων (ψεκασμών) εξαρτάται από τα στοιχεία που δίδουν τόσο οι δακοπαγίδες όσο και οι δειγματοληψίες ελαιοκάρπου, και δεν είναι σταθερά κάθε χρόνο, ούτε τα ίδια σε όλες τις περιοχές. Ιδιαίτερα το ήπιο και δροσερό κλίμα των Χανίων ευνοεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας την εξέλιξη του δάκου, με αποτέλεσμα να έχουμε υψηλούς πληθυσμούς.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια με τη σοβαρότατη μείωση των απασχολούμενων στη δακοκτονία γεωπόνων και παγιδοθετών, δεν γίνεται η σωστή και συστηματική παρακολούθηση των πιο πάνω στοιχείων. Ο Δήμος μας δια της Αναπτυξιακής του Εταιρίας και για να καλύψει κάπως το κενό αυτό, είχε προσλάβει έμπειρο Γεωπόνο για τη δακοκτονία χωρίς να έχει αναλάβει αυτή την υποχρέωση.
Είναι επομένως τελείως αντιεπιστημονικό να εφαρμόζεται και στα Χανιά η οδηγία του Υπουργείου για αριθμό ψεκασμών έως 3,9 (ούτε σωστές τέσσερις) και ο τελευταίος όχι πέρα των αρχών Οκτωβρίου.
Η μεγαλύτερη ζημιά του ελαιοκάρπου σημειώθηκε φέτος κατά τη φθινοπωρινή περίοδο. Μετά τον τελευταίο ψεκασμό ο ελαιόκαρπος παρέμεινε απροστάτευτος για μεγάλο χρονικό διάστημα δηλαδή από τις αρχές Οκτωβρίου έως περίπου μέσα Νοεμβρίου που άρχισε η ελαιοσυλλογή. Τότε, δυστυχώς φέτος, οι καιρικές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας ήταν πολύ ευνοϊκές για την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμού του δάκου.”