Αθάνατος θα μείνει σίγουρα, αλλά τελικά δεν ήταν απέθαντος, όπως είχαμε πιστέψει. Ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς έφυγε από τη ζωή προχτές το βράδυ, αφού πρόλαβε να δει τα δοκίμια του 19ου τόμου του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, του έργου που ο ίδιος είχε ξεκινήσει και που μπορεί να θεωρηθεί το έργο ζωής του.
Ο άγιος Κριαράς, συνήθιζα να τον αποκαλώ, επειδή πρωτοστάτησε στην καθιέρωση του μονοτονικού και βοήθησε να απαλλαγούν οι νεότερες γενιές από τον βραχνά των μακρών και των βραχέων σε μια γλώσσα που δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις. Όπως μου είχε πει ένας κοινός γνωστός, όταν είχε δει τον χαρακτηρισμό αυτό (στο βιβλίο μου Γλώσσα μετ’ εμποδίων) είχε σχολιάσει “Ακόμα δεν πέθανα και βιάζονται να με κάνουν άγιο”, ή κάτι τέτοιο.
Οπότε, το σημερινό άρθρο θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Εμμανουήλ Κριαρά κι ελπίζω να τιμήσουμε τη μνήμη του περισσότερο απ’ ό,τι ο ημιμαθής πρωθυπουργός μας, που αποκάλεσε τον μεγάλο νεκρό “καθηγητή της φιλοσοφίας“, χωρίς απ’ όσο ξέρω κάποιος σύλλογος φιλολόγων να διαμαρτυρηθεί για την απρέπεια.
Διάλεξα να δημοσιεύσω εδώ αποσπάσματα από δυο νεανικά κείμενα του Κριαρά, που τα έγραψε πριν από 82 χρόνια, δηλαδή το 1932, τότε που υπέγραφε “Μανόλης Κριαράς”. Πρόκειται για έναν διαξιφισμό που είχε, μέσα από τις στήλες της Νέας Εστίας, με τον αγαπημένο μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Ο Λαπαθιώτης υποστήριζε ασαφώς τη “μουσικότητα στη γλώσσα” ενώ ο Κριαράς επέμενε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό του ατομικού ύφους και όχι της γλώσσας. Επίσης, ενδιαφέρουσες σκέψεις ανταλλάσσουν σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζουν λογοτέχνες και γλωσσολόγοι στη διαμόρφωση της γλώσσας.
Πρώτη επιστολή, Κριαράς στη Νέα Εστία, τχ. 137 (1.9.1932, σελ. 939)
¨Μουσική”, “ευφωνία”, κ.ά.
Τον κ. Λαπαθιώτη τον εχτιμώ ως διαλεχτό ποιητή και διανοούμενο. Αυτό βέβαια δε μ’ εμποδίζει ν’ ανασκευάσω μερικά σημεία απ’ όσα έγραψε στο προηγούμενο τεύχος (αρ. 135, σελ. 827κ.ε.) της “Νέας Εστίας”, απαντώντας σ’ ένα σημείο της κριτικής του κ. Ν.Α.[νδριώτη] για το βιβλίο του κ. Γιαννίδη “Γλωσσικά Πάρεργα”, που ατομικά τον αφορούσε.
Ο κ. Λαπαθιώτης ερμηνεύει την παλιά του θεωρία για την ανάγκη μουσικής, μουσικότητας στη γλώσσα που σα γραφτή θα επικρατήσει, αντικαθιστώντας τον όρο “μουσική” με τον όρο “ευφωνία”, “ομαλότης”. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ζητάει ο κ. Λαπαθιώτης. Απαιτεί από τη μελλοντική ενιαία γραφτή γλώσσα μας “ευφωνία”, “ομαλότητα”, χωρίς να μας καθορίζει σε τι συνίσταται αυτή η περίφημη ευφωνία ή ομαλότητα. Ας μαντέψουμε: βρίσκει στο Σολωμό “ποιητική μουσική”. Κανείς δεν έχει την παραμικρή αντίρρηση. Ακόμη ονομάζει τον Παπαδιαμάντη «καλλιεργητή τής ευφωνίας». Tι σχέση έχει, σας παρακαλώ, η «ποιητική μουσική» του Σολωμού, όπως και η «ευφωνία» του Παπαδιαμάντη με το ζήτημα ποια μορφή πρέ¬πει να πάρει η γραφτή δημοτική μας γλώσσα; Πιστεύω πως ο Σολωμός καλλιέργησε το μουσικό ποιητικό ύφος, το μουσικό στίχο, όπως κι ο άλλος διαλεχτός, ο Παπαδιαμάντης, το μουσικό πεζογραφικό ύφος. Είναι φανερό πως πρόκειται για ύφος, όχι για γλώσσα, που αληθινά τόσο διαφέρει στους δυο αυτούς δυνατούς λογοτέχνες. Το «ευφωνικό στοιχείο» μπορεί να παίζει ρόλο για την επικράτηση ορισμένου ύφους, όχι όμως, όπως θέλει ο κ. Λαπαθιώτης, και για την επικράτηση γλώσσας. Γιατί γλώσσα θα πει προπάντων γραμματική με ορισμένους κανόνες, που τους υπαγορεύει το γνήσιο γλωσσικό αισθητήριο. Τη γλώσσα την αποτελούνε τύποι και συνταχτικές μορφές, αναγκασμένοι στους μεταπλασμούς τους ν’ ακολουθούνε καθορισμένους νόμους. Τύποι μουσικοί και μη μουσικοί ή —όπως θέλετε— ευφωνικοί και μη ευφωνικοί δεν υπάρχουνε. Στους γραμματικούς τύπους συμβαίνει ό,τι και στους φθόγγους. Τι γίνεται στους φθόγγους ; Παραπέμπω τον κ. Λαπαθιώτη στα «Αναγνώσματα περί των γενικών αρχών της Συγκριτικής Γλωσσικής» του Whitney και Jolly, τα μεταρρυθμισμένα στα ελληνικά από τον κ. Χατζιδάκι (Αθήνα, 1898), όπου (σελ. 144—5) γράφουνται τα παρακάτω σχετικά με την ευφωνία στους φθόγγους, που ισχύουν, όπως είπα, και για την … ανύπαρχτη ευφωνία στους τύπους: «Η ευφωνία, όπως μετά τινος ανακριβείας λέγομεν, έχει την έδραν αυτής επί των φωνητικών οργάνων, ουχί επί της ακοής• ουχί κατά την εντύπωσιν ήν οι φθόγγοι επί τα ακουστικά ημών όργανα εμποιούσιν, αλλά κατά την ενέργειαν των φωνητικών οργάνων των απεργαζομένων αυτούς μεταβάλλονται οι φθόγγοι των λέξεων• εκ φυσιολογικών άρα, ουχί εξ ακουστικών σχέσεων, εξαρτάται τίνες φθογγικαί μεταβολαί εν τη ιστορία της γλώσσης μάλιστα επιδίδουσιν.»
Επίσης τον κ. Λαπαθιώτη τον απασχολεί το ζήτημα της «συμβολής των γλωσσολόγων στη διαμόρφωση μιας γλώσσας». Ο κ. Λαπαθιώτης δεν ξέρει «κανένα γλωσσολόγο που να καθιέρωσε μια γλώσσα». Αλλά η γλωσσολογία είναι επιστήμη θεμελιωμένη γερά μονάχα από τις αρχές του περασμένου αιώνα, ενώ οι σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι καθιερωμένες σε γραφτή χρήση αιώνες κι αιώνες πρωτύτερα. Το ότι όμως στη γραφτή καθιέρωση των άλλων γλωσσών δε βοηθήσανε γλωσσολόγοι, δε σημαίνει πως και σήμερα ειδικά σ’ εμάς, που —αλλοίμονο!— συζητούμε ακόμα για τη γραφτή μας γλώσσα, οι γλωσσολόγοι δε μπορούνε να βοηθήσουνε τη δημοτική μας να πάρει τη σωστή της μορφή, διατυπώνοντας τούς νόμους που ακολουθεί αυτή στο στόμα του ελληνικού λαού. Οι ποιητές κι οι πεζογράφοι, που αυτοί βέβαια —κι όχι οι γλωσσολόγοι— καθιερώνουνε μια γλώσσα, είναι υποχρεωμένοι ν’ ακολουθούνε τους γλωσσικούς νόμους, που έμφυτα βέβαια τους νιώθουν κι αυτοί, μα που σ’ αυτό πολύ θα τους χρησιμέψουνε κι οι γλωσσολόγοι, ακόμη κι όταν είναι τόσο… επιπόλαιοι και αυθαίρετοι όσο ο… Ψυχάρης.(Ο χαραχτηρισμός του Ψυχάρη προέρχεται από τον κ. Λαπαθιώτη).
Ακόμη δυο λόγια. Τη διατήρηση ώς σήμερα της καθαρεύουσας δε βοήθησε, καθώς λέει ο κ. Λαπαθιώτης, η «ευφωνική» της ζωογόνηση από τον Παπαδιαμάντη. Μα ούτε και το τέλος της «επετάχυναν [τέλος πάντων η καθαρεύουσα ζωογονείται η βαδίζει προς το τέλος της;] … οι γλωσσολόγοι της, οι πρόμαχοι κι οι απολογητές της, όπως ο δυστυχής Μιστριώτης». Ο Μιστριώτης… γλωσσολόγος!.. Την καθαρεύουσα τη διατηρεί η χλιαρή στάση και πολιτεία των μετριοπαθών δημοτικιστών.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΡΙΑΡΑΣ
Συντάχτης Μεσαιων. Αρχείου
Απάντηση Λαπαθιώτη, Νέα Εστία τχ. 140 (15.10.1932, σ. 1107-8)
Ύφος, γλώσσα και γλωσσολογία
Αγαπητέ μου κ. Ξενόπουλε,
Άργησα κάπως ν’ απαντήσω στο τελευταίο γράμμα του κ. Μανόλη Κριαρά, το σχετικό με τα ζητήματα της γλωσσολογίας και της γλώσσας, και σπεύδω, σήμερα, να επανορθώσω την παράλειψή μου. Έχω τη γνώμη ότι, τόσο οι κκ. γλωσσολόγοι, όσο και οι υπερασπιστές τους, απάνω στον επιστημονικό τους ενθουσιασμό, έχουν την κακή συνήθεια να υπερτι¬μούν τη σημασία της γλωσσολογίας και τη συμβολή της στην ανάπτυξη και τη διαμόρφω¬ση μιας γλώσσας. Παρά λίγο να μάς πουν — πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις ίδιες τους επιστημονικές θεωρίες, ότι οι γλώσσες πλάθονται μονάχες, σύμφωνα με ορισμένους νό¬μους, και από ορισμένες ψυχολογικές αιτίες — ότι τη γλώσσα τη δημιουργούν αυτοί, κι όχι εκείνοι που τη χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τα αισθήματά τους … η γλωσσολογία, όπως και κάθε θεωρητική, αντικειμενική επι¬στήμη, δε μπορεί, φαντάζομαι, να έχει άλλο σκοπό, παρά το να παρακολουθεί, να καταγράφει και να ερμηνεύει, όσο είναι δυνατόν, η καθεμιά, ορισμένα γεγονότα, χωρίς και να μπορεί όμως να υποστηρίζει ότι συντελεί στη γένεσή τους ή την προετοιμασία τους. Όπως θα ήταν υπερβολικά παράλογο από μέρους ενός αστρονόμου, το να διατείνεται, εν ονόματι της επιστημονικής του ειδικότητος, ότι μπορεί να μεταβάλει την πορεία του ήλιου, η ν’ αλλά¬ξει τη σειρά στις φάσεις της σελήνης, το ίδιο υπερβολικά παράλογο θα ήταν, υποθέτω, και από μέρους ενός γλωσσολόγου, το να διατείνεται, εν ονόματι της επιστημονικής του ειδικεύσεως, ότι μπορεί ν’ ανακόψει την πορεία, ή να ωριμάσει, οπωσδήποτε, την ιδέα μιας και¬νούριας γλώσσας! Βέβαια, μέχρις ενός σημείου, τόσο ο αστρονόμος όσο κι ο γλωσσολόγος, χάρη στην πείρα τους και την επίδοσή τους, είναι σε θέση να προεξοφλήσουν μερικά απ’ αυτά που θα συμβούν —αλλ’ απ’ αυτό, τίποτε παραπάνω … δεν είναι παρά θεατές κι οι δυο, καθισμένοι στα πρώτα θεωρεία —θεατές και κριτικοί μαζί— αλλά τελείως άσχετοι μ’ εκείνους που εκτελούν το έργο στη σκηνή (*).
Γι’ αυτό το λόγο, την παρέμβαση του Ψυχάρη, στο ζήτημα της δικής μας της δημοτικής, επιμένω να τη θεωρώ αντιεπιστημονική κι αψυχολόγητη: αντιεπιστημονική, επειδή, βγαίνοντας απ’ τα σύνορα της αντικειμενικής ερεύνης, που καταγίνεται να καταγράφει, όπως είπαμε, τα φαινόμενα μιας γλώσσας, ζήτησε, ένα άτομο αυτός, να συντελέσει στη διαμόρφωσή της και να κανονίσει την πορεία της σύμφωνα με τις ατομικές του προτιμήσεις• αψυχολόγητη, επειδή, αντί τουλάχιστον να την προπαγανδίσει, και να της δημιουργήσει «κόμμα»— το μόνο που μπορούσε να κάνει για χατίρι της,— χάρη στην παροιμιώδη ακαλαισθησία του, απ’ τη μια μεριά, και τη φανατική οξύτητα που έδωσε στον αγώνα της, απ’ την άλλη, δημιουργήσας ζήτημα εκεί που δεν υπήρ-χε, κατόρθωσε, όχι μόνο τους εχθρούς της να κάνει πιο θανάσιμους εχθρούς, αλλά κι εκείνους που την αγαπούσαν να τους φέρει σε ανήκουστες δυσχέρειες, και να μαράνει, σε πολλούς, τον ενθουσιασμό! Τι μένει απ’ το έργο του Ψυχάρη, σήμερα; «Τα πάντα», θ’ απαντήσουν μερικοί. Εγώ πιστεύω, απολύτως τίποτε. Δεν απομένει παρά η ανάμνηση μιας περιπετειώδους προσπαθείας, καλοπροαίρετης στο βάθος, ίσως, αλλ’ άκαιρα, τυφλά, αψυχολόγητα, αντιεπιστημονικά εκδηλωμένης… (**)
Όσον άφορα τη σύγχυση «γλώσσας» και «ύφους», που προσπαθεί ο κ. Κριαράς να μου αποδώσει, επιμένω να τη βρίσκω λογική. Γλώσσα χωρίς ύφος δεν υπάρχει. Το ύφος δίνει την υπόσταση στη γλώσσα, την επιβάλλει και την καθιερώνει. Είναι τόσο αλληλένδετα τα δυο, που σε μια συζήτηση ακαδημαϊκή, κι όχι σχολαστικά, δασκαλικά περιορισμένη μέσ’ στις «λέξεις» —δεν υπάρχει λόγος χωρισμού των.
Αυτά εγώ πιστεύω, σαν καλός «διανοούμενος», όπως έχει την καλοσύνη να με χαρακτηρίζει ο κ. Κριαράς. Πιστεύω, όμως, και σε κάτι άλλο: ότι το μόνο θετικό πεδίο δράσεως που υπάρχει για τους γλωσσολόγους, και που απορώ αληθινά πώς εννοούν να το παραμελούν, είναι το αρκετά σπουδαίο ζήτημα της ορθογραφίας της δημοτικής μας. Σήμερα, καθένας μας τη γράφει όπως θέλει. Αυτό το πράγμα δεν τους συγκινεί; Εγώ ο ίδιος, εξ αιτίας της ελλείψεως αυτής, αναγκάστηκα να κάνω μιαν ατομική ορθογραφία, για προσωπική μου όλως χρήση, που την τηρώ με κάθε προσοχή, κι ομοιόμορφα, στο καθετί που γρά¬φω. Έγιναν, βέβαια, απόπειρες ώς τώρα —αλλά κι αυτές απότομες, σκληρές, αψυχολόγητες, και που θυμίζουν το αψυχολόγητο των βιαίων μεθόδων τού Ψυχάρη. Ετυμολογική ή οποιαδήποτε —πάντα προς την κατεύθυνση κάποιας απλοποιήσεως— πρέπει να γίνει μια ορθογραφία, —αλλά ήμερα και ψυχολογημένα, όχι αυθαίρετα κι επαναστατικά. Είναι το μόνο ζήτημα, αυτό, που μπορούν να μας προσφέρουν κάτι —και κάτι αρκετά σημαντικό. Η ειδικότης τους, η μόρφωση κι η πείρα, ας τους χρησιμεύσουν οδηγοί. Κι η καλαισθησία, προ παντός — καλαισθησία του ματιού, αυτή τη φορά…
Πρόθυμος, ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Δυο υποσημειώσεις με σχόλια της Νέας Εστίας, δηλ. του Ξενόπουλου:
(*) Η διαφορά είναι μεγάλη. Ο ήλιος κι η σελήνη δε διαβάζουν τους αστρονόμους• οι άνθρωποι όμως διαβάζουν τους γλωσσολόγους και μπορεί να οδηγούνται κι απ’ αυτούς στη διαμόρφωση της γραπτής τους γλώσσας.
(**) Μένει η γλώσσα που διαμορφώθηκε με τη διδασκα¬λία του Ψυχάρη, θεωρητική και πραχτική, από τους δόκι¬μους πεζογράφους μας. Αυτοί δεν ένιωσαν ποτέ τίποτ’ από τις έχθρες, τις απογοητεύσεις και τις δυσχέρειες που λέει ο κ. Λαπαθιώτης.
Ανταπάντηση Κριαρά, Νέα Εστία τχ. 143, 1.12.1932)
Γλωσσολογία, γλώσσα και μουσικότητα
Υποχρέωσή μου θεωρώ να μην άφήσω τον κ. Λαπαθιώτη να νομίσει πως με το τελευταίο του γράμμα (βλ. «Ν. Εστία», άρ. 140, σελ. 1107—8) έβαλε τα πράματα στη θέση τους. Ο κ. Λαπαθιώτης γράφει πως θα ήταν «υπερβολικά παράλογο … από μέρους ενός γλωσσο¬λόγου, το να διατείνεται, εν ονόματι της επιστημονικής του ειδικεύσεως, ότι μπορεί ν’ ανακόψει την πορεία ή να ωριμάσει οπωσδήπο¬τε την ιδέα μιας καινούργιας γλώσσας!» Μάλιστα! Έχει δίκιο. Την ιδέα μιας καινούργιας γλώσσας δεν την «ωριμάζουν» ένας ή δυο γλωσσολόγοι, αλλ’ η ιδέα αυτή παρουσιάζεται σαν ανάγκη μιας εποχής, όταν δημιουργηθούν οι απαραίτητοι αντικειμενικοί όροι που θα βοηθήσουνε να πάει μπροστά η ιδέα τούτη.
Η εικόνα του θεάτρου, όπως λέει ο κ. Λαπαθιώτης, που μέσα σ’ αυτό σα θεατές και κριτι¬κούς φαντάζεται τους γλωσσολόγους, μ’ αρέσει πολύ. Μην ξεχνάτε μονάχα πόση είναι η επίδραση του κριτικού πάνω στην πνευματική εξέλιξη ενός τόπου. Ένα τέτοιο πάνω-κάτω ρόλο —ρόλο κριτικού στη γενικότερη σημασία— έχουνε τη φιλοδοξία να παίξουνε κι οι γλωσσολόγοι, βοηθώντας όσο μπορούνε στην τελειωτική λύση τού γλωσσικού μας προβλήματος.
Κι αφού επιμένετε να συζητάτε για το έργο τού Ψυχάρη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράματα. Η «παρέμβαση» του Ψυχάρη δεν ήταν αντιεπιστημονική. Στάθηκε ευτύχημα για το γλωσσικόν άγώνα που βρέθηκε ένας Ψυχάρης τόσο θαρραλέος, ώστε να μπορέσει να βαστάξει το βάρος ενός αγώνα σκληρού ενάντια στη γλωσσική πρόληψη. Είχε κάθε δικαίωμα να συντελέσει στη διαμόρφωση τής γραφτής μας γλώσσας, γιατί ήτανε φωτισμένος με το φως της γλωσσικής επιστήμης κι είχε συνάμα ένα λογοτεχνικό τάλαντο, όχι βέβαια μεγάλης ολκής, πάντα όμως άξιο να του χαρίσουμε τη… συγκαταβατική προσοχή μας. Είναι άξιος να προσεχτεί ο συγγραφέας του «Ταξιδιού» περισσότερο από πολλούς που παρασταίνανε το
λογοτέχνη στα 1888 και που σ’ αυτούς θα ’δινε το δικαίωμα ο κ. Λαπαθιώτης να ενδιαφερθούνε για την καθιέρωση της δημοτικής. Ας είναι βέβαιος ο κ. Λαπαθιώτης πως αν δε μεσολαβούσε το «κίνημα» του Ψυχάρη, το τόσο… αψυχολόγητο και φανατικό, δε θα ’τανε καθόλου περίεργο την απάντησή του σ’ εμένα να την έγραφε σε άδολη καθαρεύουσα κι όχι στο μειχτό γλωσσικό ιδίωμα που την έγραψε τώρα. Ο κ. Λαπαθιώτης θα συμφωνήσει μαζί μου πως η γλώσσα του παραδέρνει σε πέλαγα από αντιφάσεις. Γιατί, σας παρακαλώ, αλλού «ερεύνης», «περιπετειώδους προσπαθείας», «δημιουργήσας (!) ζήτημα…», «ειδικεύσεως» κλπ. κι αλλού πάλι «μιας γλώσσας», «θεατές», «περιπετειώδους προσπαθείας καλοπροαίρετης»; (Παίρνω όλα τα παραδείγματα από την απάντησή του.) Η απορία μου αυτή, θα πιστεύει ο κ. Λαπαθιώτης πως έχει θέση μόνο σε συζήτηση «δασκαλικά περιορισμένη μες στις λέ¬ξεις», τίποτα όμως δε μ’ εμποδίζει κι εμένα να πιστεύω πως, όταν δε γράφουνε λογοτεχνία, και καλοί ακόμη λογοτέχνες μας δε μπορούνε να υποτάξουνε στην ομοιομορφία δυο αράδες από τα γραφτά τους.
Για το ζήτημα της θεωρίας του για «μουσικότητα στη γλώσσα», που ύστερ’ από άλλους τού την αναίρεσα στο πρώτο άπαντητικό μου σημείωμα (βλ. «Ν. Εστία», αρ. 137, σελ. 939—40) δεν αφιερώνει παρά λιγοστές γραμμούλες στην απάντησή του ο κ. Λαπαθιώτης.
Οφείλω να το τονίσω και πάλι. Τη γλώσσα την καθιερώνει η ζωντάνια της, που είναι αναπόσπαστη από την κανονικότητα, κι ακόμη η κοινή παραδοχή που ακολουθεί απ’ αφορμή της ζωντάνιας. Με τον καιρό θα ρθουν οι λογοτέχνες εκείνοι που, καλλιεργώντας την, θα την προικίσουνε και με μουσικότητα. Κι ευτύχημα είναι που έχουμε κιόλας λογοτέχνες που βοηθάνε σε μια τέτοια προσπάθεια. Και μέσα σ’ αυτούς δεν παραλείπω ν’ αναφέρω τον ίδιο τον κ. Λαπαθιώτη, που τώρα θυμίζουμαι και ξαναβρίσκω ένα παλιό του πεζό «βιβλικό ποίη-μα» σε στρωτή δημοτική («Ο διαλαλητής»), δημοσιευμένο στα «Παναθήναια» του 1911 (Χρόν. 11, σελ. 137—8) από μέσα από το εξαιρετικά καλογραμμένο τούτο πεζογράφημα αναδίνει μιαν άδολη μουσικότητα. Τι πάω λοιπόν να πιστέψω; πως μερικοί από τους λογο-τέχνες μας ξέρουνε να γράφουνε μονάχα την ιερή στιγμή της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΡΙΑΡΑΣ
Σε κάποια σημεία έχει ο Κριαράς δίκιο, σε άλλα ο Λαπαθιώτης. Το “βιβλικό ποίημα” του Λαπαθιώτη στο οποίο αναφέρεται ο Κριαράς περιλαμβάνεται τώρα στη συλλογή διηγημάτων του Λαπαθιώτη “Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες“, που εξέδωσα το 2011. Μου κάνει πάντως εντύπωση ότι ο Κριαράς ήξερε το διήγημα.
http://sarantakos.wordpress.com/