Δυσοίωνες είναι έρευνες για τους «ελαιώνες του μέλλοντος», καθώς το δέντρο που συνδέεται με την ιστορία μας κινδυνεύει κι αυτό από την κλιματική κρίση.
Οι υψηλές θερμοκρασίες όλο τον χρόνο, τα ακραία κύματα καύσωνα αλλά και η μείωση των βροχοπτώσεων δεν θα επηρεάσει μόνο την καρποφορία, αλλά και τις καλλιέργειες σύμφωνα με τον καθηγητή Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ), Σταύρο Βέμμο.
«Οι μελέτες είναι δυσοίωνες για τους ελαιώνες, καθώς είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να υπάρξει μείωση των καλλιεργειών στις νοτιότερες περιοχές, όπως στην Πελοπόννησο, τη νότια Κρήτη και τη Θεσσαλία. Αυτό θα οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγής στις βόρειες περιοχές και κατ΄επέκταση στη μετατόπιση της καλλιέργειας. Αυτό δεν ισχύει άλλωστε μόνο για την ελιά αλλά και για άλλα είδη», επισημαίνει ο ίδιος μιλώντας στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
Ο καθηγητής εξηγεί πως αν οι περιοχές του Νότου που τώρα έχουν μεγάλες εκτάσεις ελαιώνων επηρεασθούν μελλοντικά από πυρκαγιές αλλά και έντονες ξηρασίες, το οποίο θα εντείνει το φαινόμενο της ερημοποίησης, τότε θα είναι οικονομικά ασύμφορο για έναν ελαιοπαραγωγό να καλλιεργεί εκεί.
Κάποτε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα έχουμε ελαιοκαλλιέργειες στα βόρεια. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουμε σημαντικές επιδόσεις από τους ελαιώνες σε Χαλκιδική, Αλεξανδρούπολη και Δυτική Μακεδονία.
«Τα κύματα καύσωνα με θερμοκρασίες ακόμη και 40 βαθμών μπορούν κυριολεκτικά να κάψουν τα λευκά άνθη πολλών ελαιόδεντρων. Είναι σαφές πως οι συνθήκες για τις ελιές δεν ήταν ποτέ τόσο άσχημες. Για τον λόγο αυτό στο μέλλον ενδέχεται να είναι πιο ευνοϊκή η καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων ελαιώνων προς τα βόρεια», εξηγεί.
Με το 5,7% της έκτασης της Ελλάδας να καλύπτεται από ελαιώνες, ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ, προσθέτει πως η προτίμηση καλλιέργειας ελαιώνων σε βορειότερες περιοχές με περισσότερη δροσιά είναι ένα ισχυρό σενάριο.
«Κάποτε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα έχουμε ελαιοκαλλιέργειες στα βόρεια. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουμε σημαντικές επιδόσεις από τους ελαιώνες σε Χαλκιδική, Αλεξανδρούπολη και Δυτική Μακεδονία. Αλλωστε είδαμε πόσο πολύ επλήγη η παραγωγή της Ισπανίας εξαιτίας της ανομβρίας», εξηγεί ο κ. Οικονόμου.
Οι ελιές «υποφέρουν» λόγω της κλιματικής κρίσης
Σύμφωνα με τον κ. Βέμμο, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθεί, ενώ έχουμε αύξηση της θερμοκρασίας, καύσωνες μεγάλης διάρκειας και φυσικά πυρκαγιές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ελιές να «υποφέρουν» με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με την εποχή.
«Τον χειμώνα οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν πρόβλημα στην καρποφορία των δέντρων με αποτέλεσμα να μειώνονται τα γόνιμα άνθη και να έχουμε φαινόμενα παραμορφώσεων των καρπών. Επίσης σε περίπτωση που υπάρξει πρώιμη καρποφορία, είναι πιθανό να έχουμε διακύμανση του δάκου. Από την άλλη πλευρά την άνοιξη έχουμε όλο και πιο συχνά υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες και λίγες βροχοπτώσεις, με αποτέλεσμα το “μαύρισμα”, τη συρρίκνωση και την αφυδάτωση των άνθεων, όταν αυτά βρίσκονται στο στάδιο της καρποφορίας τους. Επίσης οι έντονοι καύσωνες το καλοκαίρι προκαλούν τη συρρίκνωση των καρπών και κατ′ επέκταση τη χαμηλή περιεκτικότητά τους σε λάδι αλλά και την κακή ποιότητά τους», εξηγεί ο καθηγητής.
Μη ικανοποιητική η φετινή σοδειά
Ο κ. Βέμμος τονίζει πως φέτος η σοδιά αναμένεται να μην είναι ικανοποιητική, καθώς προηγήθηκε μία πολύ ικανοποιητική συγκομιδή πέρσι. Αυτό σε συνδυασμό με την καταστροφή των ελαιώνων στην Ισπανία εξαιτίας της ξηρασίας, αλλά και το «μπλόκο» στις εξαγωγές λαδιού από την Τουρκία για τρεις μήνες είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές στην αγορά του πιο βασικού προϊόντος στη μεσογειακή διατροφή να σπάσουν κάθε ρεκόρ.
«Στην Ελλάδα δεν σημειώθηκαν τόσο υψηλές θερμοκρασίες την περασμένη άνοιξη, ενώ σημειώθηκαν αρκετές βροχοπτώσεις με αποτέλεσμα να υπάρξει ανθοφορία. Ωστόσο ακολούθησε ένα θερμό καλοκαίρι που ενδεχομένως να επηρέασε τους καρπούς» εξηγεί.
Στροφή προς τη βιολογική καλλιέργεια
Οσο για το αν υπάρχει κάποια λύση, ώστε να προφυλαχθούν οι μελλοντικές σοδειές, ο καθηγητής τονίζει πως μία λύση είναι η στροφή προς τη βιολογική καλλιέργεια, η οποία βασίζεται σε μεθόδους αναζωογόνησης του εδάφους του ελαιώνα, στην ανακύκλωση των υποπροϊόντων και άλλων διαθέσιμων οργανικών υλικών και στην αναπαραγωγή και προστασία του περιβάλλοντος.