Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Κάθε κατάσταση είναι συνέπεια ενός ή και περισσοτέρων παραγόντων. Βλέπομε σήμερα ότι ο άνθρωπος αποστασιοποιείται από το συγγενολόι του και από το περιβάλλον του. Είναι που άλλαξαν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις. Δεν έχει σήμερα ανάγκη ο ένας τον άλλον.
Οι γείτονες π.χ. το είχανε ανάγκη να έχουνε συνοχή. Κάποια φορά θα είχε ανάγκη το ένα σπίτι να ζητήσει ένα δανεικό ψωμί, γιατί δεν τους βόλεψε να ψήσουν στον φούρνο. Κάποια φορά, το ξύλο που είχανε κουκλώσει στη φωτιά έσβησε και έπρεπε να πάει να ζητήσει φωτιά από τη γειτονιά. Δεν είχανε πάντα σπίρτα και εκούκλωναν το βράδυ ένα ξύλο στη στάχτη και την άλλη μέρα το βγάζανε, το φυσούσανε και άναβαν καινούργια φωτιά. Όταν πήγαιναν να ανάψουνε το σβησμένο λύχνο τους από τη γειτόνισσα εστεκότανε στο κατώφλι ο σβηστός λύχνος κι εκεί έφερνε η άλλη τον δικό της και τον άναβαν γιατί ήτανε κακό γούρι αν θα έμπαινε σβηστός μεταχειρισμένος λύχνος στο ξένο σπίτι. Θα μπορούσε η γειτόνισσα να ζητήσει από την άλλην ένα μπάλωμα για να φτιάξει μια τρύπα σε δικό της ρούχο. Μια αμπελονιά κλωστή. Μια βελόνα που θα τη γύριζε μετά. Θα μπορούσε ο άντρας να ζητήσει ένα πεδαυλάκι (κομματάκι δέρμα) για να φτιάξει το στιβάνι του ή μια γλυμμισιά λουρί (έφτιαχναν ράμμα από δέρμα κατσίκας και αυτό που έβγαναν σαν σπάγκο και ράβανε το λέγανε γλυμμισιά) ήτανε μικρές ανάγκες, μα έπρεπε να αντιμετωπιστούνε.
Θυμούμαι μια φορά που έστειλε μια γειτόνισσα ένα πολύ μικρό κοριτσάκι στην άλλη, να ζητήσει τροπόκλωστη. Το κοριτσάκι μιλούσε τσεβδά και είπε στη γυναίκα: «Δώσε μου (λ)έει σεία τοτότωτη». Δεν μπόρεσε η γυναίκα να καταλάβει τη γλώσσα του παιδιού και σηκώθηκε και φώναξε στη μαμά του για να εξηγήσει τι ζητούσε.
Όμως τι ήτανε η τροπόκλωστη; Όταν έφτανε το φασίδι στο τέλος του, έμεναν στο «πισαντί» 30-40 πόντοι μπαμπάκι που δεν μπορούσε να υφάνουνε άλλο πανί. Το κόβανε, το φυλάγανε και το λέγανε «κρουσέ». Αυτή η κρουσέ εχρησίμευε για τροπόκλωστη. Τότε οι γυναίκες, τα πιο πολλά ρούχα της οικογένειας τα ράβανε στο χέρι με τη βελόνα. Εσταθεροποιοιύσαν τα πανιά μεταξύ τους με πάρα πολύ αραιές κεδιές και λέγανε ότι τα «τροπώνανε». Εκεί βάζανε την τροπόκλωστη και στη συνέχεια το ράβανε κανονικά. Με την τροπόκλωστη οικονομούσανε το καρόλι, και τη βάζανε αντί για καρφίτσες. Πάρα πολλές φορές χρειαζότανε να βοηθήσει η μια γειτόνισα την άλλη. Στο διάσιμο του φασιδιού, στο μιτοχτένισμα και σε τόσες άλλες περιπτώσεις.
Όταν είχε βαφτίσεις, γάμους ή άλλες φασαρίες στο σπίτι, ούτε δεν χωρούσε, ούτε δεν μπορούσε χωρίς συμπαράσταση. Για να ψήνουνε, για να σερβίρουνε, μα ακόμα και για περιποιηθούνε τον κόσμο έστρωναν τάβλες και σε γειτονικά σπίτια γιατί το δικό τους δεν επαρκούσε.
Η ψυχαγωγία ήταν πάντα για τον άνθρωπο ψυχολογική και κατ’ επέκταση βιολογική ανάγκη. Όχι μόνο που δεν υπήρχε στην ύπαιθρο κινηματογράφος, μα εμείς τα παιδιά δεν ξέραμε ούτε τη λέξη κινηματογράφος. Όλη η οικογένεια τότε είχε συνοχή. «Συν γυναιξί και τέκνοις». Επήγαιναν στη γειτονική οικογένεια βεγκέρα. Ο οικοδεσπότης είχε «μπουφέ». Αν ήτανε καλοκαίρι, φρούτα με τα καλάθια. Τον χειμώνα, σταφίδες μαύρες, σύκα ξερά, καρύδια.
Όταν εξαντλούνταν αυτά, είχαμε χαρούπια στο κόσκινο και ελιές στην «πετροχρειγιά» (πήλινη λεκάνη). Οι μεγάλοι άρχιζαν τις ιστορίες για το Μπιζάνι, για τον Σκρα, για Τζουμαγιά, μα και για τα φαντάσματα που κι αυτά είχανε την ατυχία να εξαφανιστούνε στην εποχή μας, μα εκείνο τον καιρό στα παιδικά μας μυαλουδάκια εδημιουργούνταν ανατριχιαστικές εικόνες, όταν κάνανε λόγο για φανταχτά.