συνέντευξη του Σρέκο Χόρβατ
μετάφραση: Κατερίνα Δροσοπούλου
update: Όπως μας επισήμανε ο Αντώνης Γαλανόπουλος (και το ευχαριστούμε πολύ), η συνέντευξη είχε ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά και δημσοιευτεί στο μπλογκ «Κοίτα τον ουρανό. Στοχασμοί για την επανάσταση της εποχής μας» στις 24.7.2015, σε μετάφραση Σταματίνας Τσιμοπούλου.
Μιλάει για τον έρωτα, τη μοναξιά, και την επανάσταση, το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» και έναν πίνακα του Σίλε
Τα «Ενθέματα», εορτάζοντας τη σημερινή ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου δημοσιεύουν μια συνέντευξη του Κροάτη φιλοσόφου Srećko Horvat για το βιβλίο του The Radicality of Love (εκδ. John Wiley & Sons, 2015). Τη συνέντευξη πήρε ο Creston Davis, διευθυντής του Global Center for Advanced Studies, και δημοσιεύθηκε στο «ηλεκτρονικό περιοδικό ριζοσπαστικής φαντασίας» ROAR (roarmag.org), στις 10.7.2015.
Κρέστον Ντέιβις: Η πρώτη μου ερώτηση είναι μάλλον απλή: Γιατί ένα βιβλίο για τον έρωτα;
Σρέκο Χόρβατ: Πετούσα για Λονδίνο τις προάλλες και καθώς ξεφύλλιζα το περιοδικό της British Airways, High Life, έπεσα πάνω σε μια περίεργη διαφήμιση με τον τίτλο «Μέχρι να με χωρίσει ο θάνατος». Ο τίτλος από μόνος του ήταν πολύ παράξενος. Και άρχισα να το διαβάζω. Έλεγε: «Οι “σόλο γάμοι” (solo weddings) προσφέρουν στις γυναίκες μια ιδανική γαμήλια μέρα, χωρίς την ταλαιπωρία ενός αληθινού γάμου». Ένα ταξιδιωτικό γραφείο στο Κιότο προσφέρει ένα διήμερο πακέτο που επιτρέπει στις γυναίκες να διαλέξουν νυφικό, να κάνουν νυφικό μακιγιάζ και χτένισμα και βγάλουν νυφικές φωτογραφίες σε έναν παραδοσιακό γιαπωνέζικο κήπο. Φυσικά, το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκα ήταν: Γιατί κάποια να θέλει ένα σόλο γάμο; Κι όμως, ταιριάζει απόλυτα με την ναρκισσιστική μας κουλτούρα, όπου η εικόνα του εαυτού μας είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε.
Γιατί διάλεξα ως θέμα τον έρωτα; Γιατί, μέσα σε αυτή τη σύγχρονη πανδημία των «selfies», οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητά τους να βλέπουν ένα άλλο πρόσωπο, να σχετίζονται με έναν άλλο άνθρωπο – αλλά και το ανάποδο, να σχετίζονται με τον εαυτό τους μέσα από έναν άλλον άνθρωπο. Γιατί ένα βιβλίο για τον έρωτα; Γιατί αυτό που λείπει σήμερα είναι ο έρωτας, όχι το σεξ. Οι άνθρωποι φοβούνται όλο και περισσότερο να ερωτευτούν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εκτός από φαινόμενα σαν τους solo γάμους του Κιότο, προσθέσαμε πρόσφατα και μια νέα λέξη στο λεξιλόγιό μας: masturdating.
Κ.Ντ.: Δεν το έχω ξανακούσει, τι είναι;
Σ.Χ.: Είναι παράφραση του masturbating (αυνανίζομαι), και σημαίνει να πηγαίνεις μόνος στο σινεμά, να απολαμβάνεις ένα βιβλίο σε ένα παγκάκι στο πάρκο, γενικά να περνάς χρόνο με τον λεγόμενο «υπέροχο εαυτό σου». Και θα μπορούσε να πει κανείς «τέλεια! πολύ καλό αυτό», οι άνθρωποι δεν φοβούνται πια να περάσουν χρόνο μόνοι τους, αλλά, από την άλλη, θα έλεγα ότι αυτό που έχουμε σήμερα είναι ένας καταθλιπτικός ναρκισσιστικός πολιτισμός. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αποκαταστήσουμε την έννοια του έρωτα. Και τα δυο παραδείγματα, οι σόλο γάμοι του Κιότο και το masturdating, αποτελούν τέλεια έκφραση ναρκισσισμού. Και εδώ πρέπει να θυμηθούμε το θεμελιώδες μάθημα Λακάν, από το πρώτο του σεμινάριο (Seminar I: Les écrits techniques de Freud (1953-1954), Παρίσιμ Le Seuil, 1975). Μιλώντας για ναρκισσιστικό έρωτα (Verblibtheit), ο Λακάν έδειξε ότι το να ερωτεύεσαι είναι ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρο σε φαντασιακό επίπεδο.
Για παράδειγμα, πότε ακριβώς ερωτεύεται ο Βέρθερος τη Λόττε; Όταν τη βλέπει για πρώτη φορά, τη στιγμή που εκείνη χαϊδεύει ένα παιδί. Η στιγμή που το αντικείμενο του πόθου συμπίπτει με τη θεμελιώδη εικόνα που έχει ο ήρωας του Γκαίτε είναι εκείνη που προκαλεί τον μοιραίο δεσμό. Όπως λέει ο Λακάν, όταν ερωτεύεσαι, «είναι το εγώ σου που αγαπάς στο έρωτα, το εγώ σου που γίνεται αληθινό σε ένα φαντασιακό επίπεδο». Και αυτό είναι το είδος του ναρκισσιστικού έρωτα που επικρατεί σήμερα, και οι σόλο γάμοι του Κιότο και το masturdating ειναι απλώς οι ακραίες συνέπειες της αυτοπραγμάτωσης σε φαντασιακό επίπεδο.
Κ.Ντ.: Στο βιβλίο παρακολουθούμε μια χαρτογράφηση του έρωτα και, θα έλεγα, μια διαλεκτική μεταξύ δύο πραγμάτων: του «έρωτα» και της «αγάπης». Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους κατά την άποψή σου?
Σ.Χ.: Θα έλεγα ότι το να ερωτευθείς είναι το πρώτο βήμα, αλλά όχι απαραίτητα. Οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι ο έρωτας «με την πρώτη ματιά» είναι ο μόνος πιθανός τρόπος να ερωτευθεί κανείς. Θα έλεγα ότι ακόμα και ο «κεραυνοβόλος έρωτας» είναι μια κατασκευή που συμβαίνει σε φαντασιακό επίπεδο. Φυσικά, σε όλους αρέσει να ερωτεύονται, μια και δεν υπάρχει τίποτα πιο μοιραίο απ’ αυτό. Και χρειαζόμαστε την έννοια του μοιραίου σήμερα. Έχουμε ανάγκη κάτι για το οποίο να είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε. Και, με αυτή την έννοια, ναι, χρειάζεται να ερωτευθούμε — αλλά, από την άλλη, το ζήτημα δεν τελειώνει εκεί. Αυτή είναι μόνο η αρχή. Από τη στιγμή που η σχέση αρχίζει να χτίζεται, βγαίνεις από τον ναρκισσισμό σου. Υπάρχει βεβαίως ένα όμορφο χαρακτηριστικό του έρωτα: κλείνεσαι σε ένα διαμέρισμα και δεν ανοίγεις πόρτες, δεν σηκώνεις κανένα τηλέφωνο, μένεις στο κρεβάτι με τον εραστή σου όλη μέρα, είσαι έτοιμος να συνεχίσεις τη ζωή σου ακόμα και σε άλλη χώρα για χάρη του κλπ. Αυτό είναι το «μοιραίο». Όμως, η αγάπη είναι κάτι άλλο.
Κ.Ντ.: Είναι κάπως σαν το παράδειγμα που αναφέρεις στο Radicality of Love, ότι, δηλαδή, πρέπει να βγεις έξω από το διαμέρισμα, έξω από το «cogito» του Καρτέσιου, ή έξω από αυτό που ο Πίτερ Σλότερντικ αναφέρει ως το «ωάριο» που στον σύγχρονο αρχιτεκτονικό χώρο, αντιπροσωπεύει την επιθυμία να επιστρέψει κανείς στο «αυγό» ή στην μήτρα. Έξω από μια «πραγματικότητα» πριν το συμβολικό ρίσκο.
Σ.Χ.: Ναι, αυτό εκφράζεται πολύ ωραία στο Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι του Μπερτολούτσι. Έχεις τον Μάρλον Μπράντο και τη Μαρία Σνάιντερ να ερωτεύονται σε ένα άδειο διαμέρισμα. Έτσι, κάθε φορά που βρίσκονται στο διαμέρισμα, δεν επιτρέπονται ονόματα. Ο Μάρλον Μπράντο λέει στη Μαρία: «Δεν με ενδιαφέρει η καριέρα σου, αν έχεις φίλο ή δεν έχεις. Όταν είμαστε σε αυτό το διαμέρισμα είμαστε οι δυο μας». Αυτό λειτουργεί για μερικές εβδομάδες και είναι μια ωραία ερωτική σχέση και η ταινία αρέσει σε όλους, γιατί μπορούν να προβάλουν τις δικές τους μοιραίες σχέσεις σε αυτήν.
Αλλά πώς τελειώνει η ταινία; Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται το πραγματικό νόημα της ιστορίας: βγαίνουν από το διαμέρισμα. Η Μαρία, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ήταν πολύ περίεργη για το παρελθόν του Μάρλον Μπράντο· ήθελε να μάθει ποιος είναι στ’ αλήθεια, εάν είναι παντρεμένος, τι δουλειά κάνει, κλπ. Είχε μεγάλη περιέργεια και ήταν φυσικό. Τελικά ο Μπράντο υποκύπτει: «Eίμαι 45 χρονών, χήρος. Έχω ένα μικρό ξενοδοχείο, λίγο παλιό αλλά όχι και αχούρι. Ζούσα λίγο στην τύχη. Μετά παντρεύτηκα. Η γυναίκα μου αυτοκτόνησε». Πώς αντιδρά η Μαρία; Τον σκοτώνει.
Θα έλεγα ότι ο πραγματικά τραγικός ήρωας της ταινίας δεν είναι εκείνη, αλλά εκείνος. Εκείνος ήταν έτοιμος ν’ αγαπήσει, εκείνη όχι. Γι’ αυτήν, ήταν απλώς μια ναρκισσιστική σχέση. Για να είσαι έτοιμος ν’ αγαπήσεις, πρέπει να έχεις τα κότσια, να φας, να καταπιείς κάτι παραπάνω από τη ναρκισιστική σου εικόνα στον καθρέφτη. Το πρώτο τεστ στην αγάπη δεν είναι αν θα σηκώσεις ή όχι το τηλέφωνο την ώρα που κάνεις έρωτα με κάποιον. Το πραγματικό τεστ είναι, όταν, για παράδειγμα, η γιαγιά σου είναι πολύ άρρωστη στο νοσοκομείο, αλλά ο σύντροφός σου είναι εντελώς απορροφημένος από την καριέρα του ή απλώς δεν ενδιαφέρεται. Το τι θα κάνει ο άλλος σε μια τέτοια περίπτωση είναι μια από τις δοκιμασίες της αγάπης. Μ’ αυτή την έννοια, η αγάπη είναι πράξη, θέλει δουλειά και χτίσιμο. Δεν είναι κάτι που σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο. Νομίζω ότι αυτός είναι ο αληθινός ριζοσπαστισμός της αγάπης. Η ομορφιά της βρίσκεται στη σκληρή και δύσκολη δουλειά.
Κ.Ντ.: Στην αρχή του βιβλίου μιλάς επίσης για τη δυσκολία του ίδιου του θέματος, και μάλιστα αναφέρεις κάτι σαν παράδοξο, που ίσως να μην είναι και τόσο παράδοξο τελικά: Το να γράφεις για τον έρωτα, απαιτεί μια μοναχικότητα. Και το να στοχάζεσαι πάνω στην αγάπη απαιτεί μια μοναχικότητα;
Σ.Χ.: Κοίτα, η μοναξιά είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη συγγραφή αλλά και για τον έρωτα τον ίδιο. Πιστεύω μόνο στον έρωτα που σου επιτρέπει να διατηρείς τη μοναχικότητά σου. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε έχει ένα ωραίο ορισμό γι’ αυτό το είδος αγάπης που «δυο μοναξιές προστατεύουν, και αγγίζουν και καλωσορίζουν η μία την άλλη» . Δεν υπάρχει ριζοσπαστικός έρωτας χωρίς μοναχικότητα.
Κ.Ντ.: Ωραία, γι’ αυτό έκανα την πρώτη ερώτηση. Γιατί γράφεις για τον έρωτα; Ήταν κάτι που εμπνεύστηκες να γράψεις σε σχέση με τις πρόσφατες εξεγέρσεις; Στο βιβλίο σου, πολύ προσεκτικά πλέκεις το θέμα του έρωτα και της επανάστασης μαζί. Θα ήθελα να μας μιλήσεις γι’ αυτό.
Χ.Σ.: Αυτό, κατά κάποιο τρόπο, μας φέρνει πίσω στην έννοα της μοναχικότητας. Προσπάθησα να αμφισβητήσω την άποψη ότι έρωτας και πολιτική είναι έννοιες αντίθετες ή αντίπαλες. Ότι, δηλαδή, από τη μια μεριά, έχεις την μοναξιά των εραστών που είναι ξεκομμένοι από την κοινωνία, και από την άλλη έχεις κοινωνικές αναταραχές, εκατομμύρια ανθρώπων να διαδηλώνουν στις πλατείες και στους δρόμους. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι ερωτευμένοι τείνουν να δραπετεύουν στην απομόνωση ή τη μοναξιά. Πάρτε για παράδειγμα μια άλλη ταινία του Μπερτολούτσι, τους Ονειροπόλους (The Dreamers) . Απεικονίζει τέλεια αυτό το θέμα. Έχουμε ένα ζευγάρι Γάλλων και ένα Αμερικάνο και όλη η ταινία είναι σχετικά με το ερωτικό αυτό τρίγωνο. Αλλά, την ίδια ώρα, γίνεται μια επανάσταση: ο Μάης του 68. Ο Μπερτολούτσι δείχνει αυτή την αντίθεση: από τη μια μεριά είναι ο απομονωμένος φαντασιακός κόσμος, και από την άλλη η επανάσταση. Αυτό που θέλω να δείξω στο βιβλίο μου είναι ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει αντιπαλότητα. Αλλά πρώτα ας δοκιμάσουμε στην πρόταση να αντικαταστήσουμε τη λέξη «επανάσταση» με τη λέξη «καριέρα» στην πρόταση. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι ο έρωτας μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στις καριέρες τους. Άλλοι μάλιστα φτάνουν να χωρίζουν γιατί ο σύντροφός τους είναι απορροφημένος από την καριέρα του και μόνο. Και το ίδιο συμβαίνει με την επανάσταση, όταν κάποιος είναι αποκλειστικά αφοσιωμένος σ’ αυτό τον σκοπό.
Αυτό που προσπάθησα να παρουσιάσω στο βιβλίο μου Radicality of Love ήταν κάτι σαν μια βόλτα με το τρενάκι του τρόμου, διατρέχοντας τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, προκειμένου να εξετάσω το διαχρονικό δίλημμα: έρωτας ή επανάσταση? Ή θα είμαι αφοσιωμένος στον έρωτα ή στην επανάσταση: αυτό συμβαίνει τις πιο πολλές φορές. Αλλά πιστεύω ότι, αντί να λέμε «έρωτας ή επανάσταση», θα πρέπει να επιμένουμε στο «έρωτας και επανάσταση».
Κ.Ντ.: Ναι, πολύ συχνά οι σχέσεις αγάπης –ρομαντικές ή φιλικές– υπαγορεύονται από το πλαίσιο των οικονομικών ή από την επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη που προκύπτει με όρους αποκλειστικότητας: «Πρέπει είτε να αγαπάςείτε να είσαι επαναστάτης, αλλά όχι και τα δύο». Η ακόμα: «Πρέπει είτε να κάνεις καριέρα ή είτε να είσαι μέλος μιας οικογένειας, όχι και τα δύο».
Σ.Χ.: Υπάρχει ένα γνωστό ανέκδοτο σχετικά με τον Λένιν που διηγούνταν ο Μαξίμ Γκόρκι, και είναι μια ωραία απεικόνιση του ψευδοδιλήμματος «έρωτας ή επανάσταση». Ακούγοντας την Appasionata του Μπετόβεν στο σπίτι του Γκόρκυ, ο Λένιν είπε: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο μεγαλειώδες από την Apassionata. Μου έρχεται να πω ευγενικές ανοησίες και να χαϊδέψω τρυφερά τους ανθρώπους που, ζώντας σ’ αυτή τη βρωμερή κόλαση, μπορούν και δημιουργούν κάτι τόσο όμορφο. Όμως πρέπει να τους σπάσουμε το κεφάλι, να τους χτυπήσουμε ανελέητα, παρότι οι αρχές μας δεν επιτρέπουν τη βιαιοπραγία». Με άλλα λόγια, ο Λένιν είχε πρόβλημα με τα συναισθήματα. Και αν η Apassionata συμβόλιζε στην πραγματικότητα όχι μόνο τη «φοβερή ομορφιά» της μουσικής, αλλά και την ερωμένη του Λένιν, Ινέσα Αρμάν που ερμήνευε τόσο όμορφα τον αγαπημένο του Μπετόβεν και η οποία είχε πεθάνει λίγο προτού ο Λένιν επισκεφθεί τον Γκόρκι;
Αυτό δεν είναι απλώς μια εικασία. Αν μελετήσει κανείς την Οκτωβριανή Επανάσταση, θα μάθει εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Για παράδειγμα, ήξερες ότι ακριβώς πριν την Επανάσταση, υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ του Λένιν και των συντρόφων του σχετικά με το αν επιτρέπεται οι κομμουνιστές να έχουν λουλούδια στα γραφεία τους; Το επιχείρημα κατά των λουλουδιών ήταν ότι αν κάποιος έχει λουλούδια στο γραφείο του, ερχόταν σε επαφή με τα συναισθήματά του και θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει ένας τυπικός Βρετανός κηπουρός που ενδιαφέρεται μόνο για λουλούδια.
Και αν συνεχίσουμε, θα δεις ότι αυτές οι συζητήσεις δεν μένουν μόνο σε ανεκδοτολογικό επίπεδο –από τα λουλούδια μέχρι τον «ελεύθερο έρωτα»– αλλά ήταν μέρος της επανάστασης. Στην αρχή της Οκτωβριανής Επανάστασης, έχουμε μια εκπληκτική προσωπικότητα, την Αλεξάντρα Κολοντάι, την πρώτη γυναίκα υπουργό στη Ευρώπη. Ως υπουργός πρόνοιας εισήγαγε πολύ ριζοσπαστικούς νόμους. Ήδη από το Δεκέμβριο του 1917 οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν νόμους που επέτρεπαν τους γάμους μεταξύ ομοφυλόφιλων ή το διαζύγιο. Με άλλα λόγια, η σεξουαλική χειραφέτηση ήταν σύμφυτη της επανάστασης.
Αλλά μετά, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ξεκίνησε μια αντεπανάσταση που υποστήριζε την άποψη ότι το σεξ και ο έρωτας είναι επικίνδυνα. Ήδη στις αρχές της δεκαετία του ’30 οι νόμοι εναντίον των ομοφυλόφιλων τέθηκαν ξανά σε ισχύ. Και αυτό που προσπάθησα να δείξω είναι ότι ο Ένγκελς είχε δίκιο όταν έλεγε πως «είναι περίεργο το γεγονός ότι σε κάθε μεγάλη επαναστατική στιγμή το ζήτημα του “ελεύθερου έρωτα” έρχεται στο προσκήνιο. Ίσως αυτό είναι το μέτρο μιας «μεγάλης επαναστατικής στιγμής» και η πιθανή απάντηση στο γιατί σήμερα το ζήτημα του έρωτα απουσιάζει: μήπως απουσιάζει επειδή δεν υπάρχει μια μεγάλη επαναστατική στιγμή στις μέρες μας;
Κ.Ντ.: Γιατί; Επειδή, σύμφωνα με την άποψή σου, ο έρωτας και η επανάσταση είναι δεμένα;
Σ.Χ.: Ναι, γιατί ο έρωτας και η επανάσταση έχουν κάτι κοινό. Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει στην επανάσταση είναι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι. Βρίσκεσαι σε μια πλατεία και βιώνεις μια έντονη στιγμή που είναι πολύ συγκεκριμένη, γιατί συμβαίνει σε συγκεκριμένο χρόνο και ίσως μια φορά μόνο στη ζωή σου. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, αυτή η πολύ ιδιαίτερη στιγμή είναι ήδη καθολική. Και το ίδιο συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι. Μπορείς φυσικά μόνο να ερωτευτείς με ένα πρόσωπο, που είναι πολύ συγκεκριμένο, ιδιαίτερο και μοναδικό, αλλά την ίδια στιγμή είναι που εισέρχεσαι στην καθολικότητα. Και για να φτάσεις πραγματικά σε αυτό το επίπεδο έρωτα ή επανάστασης, μετά το μοιραίο Συμβάν, υπάρχει κάτι που ο Αλαίν Μπαντιού αποκαλεί Αφοσίωση. H αληθινή δοκιμασία της επανάστασης είναι η επομένη της επικράτησής της. Όπως ακριβώς η αληθινή δοκιμασία του one-night stand είναι πάντα το επόμενο πρωί ή ακόμα και το επόμενο λεπτό μετά τον οργασμό. Η αληθινή αξία του έρωτα είναι η αντοχή του.
Κ.Ντ.: Σωστά. Θα αλλάξω λίγο θέμα για να μιλήσουμε λίγο για τον τρόπο που γράφεις. Συνδυάζεις, έχω την εντύπωση, δυο πράγματα: μια πολύ καθαρή ανάλυση –ακολουθείς έναν συλλογισμό, διατυπώνεις μια υπόθεση την οποία εν συνεχεία εξετάζεις– και ταυτόχρονα χρησιμοποιείς πολύ συχνά παραδείγματα. Η θρησκεία, λ.χ. εμφανίζεται πολύ συχνά στο έργο σου: μιλάς για τη θρησκεία της κουλτούρας, του κινηματογράφου κλπ. Λοιπόν, η ερώτησή μου είναι η εξής: Τι προηγείται, το παράδειγμα ή η υπόθεση εργασίας; Ξεκινάς από τα παραδείγματα που εντοπίζεις τα οποία μετά εντάσσεις στο συλλογισμό σου ή έχεις ήδη στο μυαλό σου αποκρυσταλλώσει μια ερμηνεία της πραγματικότητας την οποία στοιχειοθετείς με τα συγκεκριμένα παραδείγματα που επιλέγεις;
Έγκον Σίλε, « Η Γουόλι με κόκκινη μπλούζα», 1913
Έγκον Σίλε, « Η Γουόλι με κόκκινη μπλούζα», 1913
Σ.Χ.: Καλή ερώτηση. Άσε με πρώτα να απαντήσω με κάτι που μοιάζει με ένα ακόμα παράδειγμα, αλλά είναι κάτι περισσότερο. Πηγαίνω συχνά στη Βιέννη, αλλά τον Απρίλη πήγα για πρώτη φορά στο Μουσείο Λεοπόλδου, γιατί είχε μια έκθεση σχετικά με τη μοιραία σχέση του Αυστριακού ζωγράφου Έγκον Σίλε με την Wally Neuzil, μια γυναίκα που γνώρισε το 1911, όταν αυτή ήταν μόνο 17 χρονών. Ήταν το μοντέλο για τους πιο εντυπωσιακούς πίνακες του Schiele, και κάποια στιγμή αυτός την παράτησε. Απλώς παντρεύτηκε μιαν άλλη ξαφνικά. Και παρόλο που η Wally ήταν πολύ νέα, ο χωρισμός δεν τη συνέτριψε. Έγινε νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό και επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της, το Σπλιτ της Κροατίας. Εκεί κόλλησε οστρακιά από έναν ασθενή της και πέθανε στα 23 της. Ο Schiele πέθανε μόλις τρία χρόνια μετά τον χωρισμό του από τη Wally, το 1918. Αυτό που βλέπεις στην έκθεση του Μουσείου Λεοπόλδου, είναι ότι παρέμενε στοιχειωμένος από τον πρώτο αληθινό έρωτα της ζωής του. Περπατούσα στο μουσείο, μέχρι που βρέθηκα, δεν ξέρω πώς και γιατί, μπροστά σε ένα πίνακα που λέγεται Ο θάνατος και η κόρη, και στάθηκα εκεί πάνω από μισή ώρα. Ο άντρας είναι εντελώς αποστεωμένος, δεν έχει πια πρόσωπο. Κοιτάζει προς τα μέσα, αλλά ακόμα την αγκαλιάζει. Εκείνη γραπώνεται από πάνω του σαν να είναι η τελευταία της άγκυρα. Νιώθουν ζευγάρι, τη στιγμή που λόγω των συνθηκών ο καθένας τους οδεύει προς μια εσωτερική μοναξιά. Και είναι ο μοιραίος αποχωρισμός δύο ανθρώπων που ξέρουν ότι πρέπει ν’ αφήσουν ο ένας τον άλλον να φύγει, αλλά απλώς δεν μπορούν.
Ο πίνακας στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τον οριστικό χωρισμό του Σίλε και της Wally. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άρχισα να κλαίω μπροστά σε ένα πίνακα. Γιατί; Μήπως επειδή συνειδητοποίησα το καταπιεσμένο συναίσθημα ενός δικού μου μοιραίου αποχωρισμού, που δεν μπορούσαμε να αφήσουμε ο ένας τον άλλον να φύγει; Ή μήπως επειδή ο τελευταίος μου χωρισμός δεν ήταν καθόλου «μοιραίος» και δεν υπήρχε καθόλου αυτό το συναίσθημα του να μη θες να αφήσεις τον άλλον; Ένα ηλίθιο φιλί στο μάγουλο — κι αυτό ήταν όλο. Χωρίς να το περιμένω, ο Σίλε μου έδωσε την απάντηση που συνήθως ανακαλύπτεις στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
Τώρα, αν θες, μπορείς να ερμηνεύσεις τη συνάντησή μου με τον Σίλε ως «παράδειγμα», αλλά είναι πολύ περισσότερα για μένα, ήταν στ’ αλήθεια μια Συνάντηση. Και αν καταφέρω να υφάνω τέτοιου είδους συναντήσεις στο θεωρητικό μου έργο, τότε το αποτέλεσμα θα είναι κάτι περισσότερο από μια σκέτη θεωρία. Η θεωρία είναι πάντα και εμπειρία. Και ο έρωτας είναι ήδη πολιτικός πάντα. Ο τρόπος που φέρεσαι στο σύντροφό σου, η αιτία που διάλεξες αυτό το συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι άλλον, ο τρόπος που κάνετε έρωτα ή αγαπιέστε και που μόνο οι δυο σας χτίζετε.
Ο έρωτας είναι πάντα πολιτικός.