Όλοι μας έχουμε ακούσει περί φαντασμάτων από διηγήματα των μεγαλύτερών μας.
Τώρα στη σημερινή μας ζωή και εποχή μας ακούγονται λιγότερα λόγω της εξέλιξης που διαφοροποιεί πολλά πράγματα από εκείνη της παλιάς εποχής. Όπου οι επικοινωνίες των ανθρώπων τότες γινόταν πεζοπορία από τα μονοπάτια για να φτάσουν στον προορισμό τους και γι’ αυτό τον λόγο πολλές φορές δεν προλάβαιναν να φτάσουνμε την ημέρα εκεί που ήθελαν και τους έπιανε η νύχτα με το πολύ σκοτάδι, γι’ αυτό και έβλεπαν το πραγματικό αντικείμενο διαφοροποιημένο και πολύ μεγάλο σε όγκο αλλά και σε σχήμα, όπως γράφω παραπάνω πως το σκοτάδι παραμορφώνει και το ανθρώπινο μάτι το βλέπει σα φάντασμα. Τότες αυτός ο άνθρωπος αρχίζει να διηγείται ότι εφαντάστηκε διότι από τον φόβο του χάνει το θάρρος του βλέποντας το αντικείμενο διαφορετικό.
Γι’ αυτό το σκοπό θα σας διηγηθώ κάτι που μου είχε συμβεί εμένα πριν από πολλά χρόνια και σε μικρή ηλικία, μόλις 14 ετών.
Αγαπητοί αναγνώστες, εκείνα τα χρόνια τα ρολόγια τα είχαν πολλοί λίγοι και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τη λαλιά του κόκορα.
Έτσι και η μαμά μου έκανε λάθος και με σήκωσε πολύ νύχτα για να πάω για μια οικογενειακή δουλειά στον Πατσιανό που από τον Καλλικράτη που ξεκίνησε η διαδρομή είναι δύο ώρες πεζόδρομο περνώντας υποχρεωτικά το φαράγγι του Καλλικράτη.
Και όπως γράφω παραπάνω, το λάθος της μαμάς μου ήταν ότι αυτή νόμιζε ότι ξημέρωνε χωρίς να ξέρει ότι ήταν 3 ώρες νύχτα πίσω. Μα την ξεγέλασε ο κόκορας.
Ξεκινάω βαδίζοντας, προχωρώντας, φτάνω στην αρχή του Φαραγγιού και πού να ξημερώσει, μπαίνοντας στο φαράγγι. Που στα πολλά σημεία είναι πολύ στενό και κακόβολο, και να αρχίζει να με κυριεύει κάποιος φόβος δίχως προηγουμένως να είχα κάποια δυσάρεστα γεγονότα που να με έκαναν να φοβούμαι περισσότερο. Και εκεί, σε κάποιο από τα πολλά στενά σημεία του φαραγγιού είχε γκρεμιστεί μια κατσίκα από τον γκρεμνό και εγώ όταν είδα να μαυρίζει τρόμαξα τόσο πολύ και λέω στον εαυτό μου ότι εφαντάκτηκα, αλλά εξ ανάγκης δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, γι’ αυτό πήρα το θάρρος και την τόλμη και διαπίστωσα με το πόδι μου, αγγίζοντας πάνω στο πτώμα την κατσίκα, ότι δεν ήταν φαντακτό.
Από τότες γνώρισα ότι φαντακτά δεν υπάρχουν. Μονάχα η Φαντασία μας τα γεννά διότι αν υπήρχε τρόπος να μην εξακρίβωνα, θα διηγόμουνε κι εγώ ότι φαντάκτικα.
Αρωλιθιανάκης Ανδρέας του Γεωργίου
Εκπρόσωπος των Μελών του Α’ ΚΑΠΗ Χανίων