Ο δυναμικά αναπτυσσόμενος κλάδος της οικοτεχνίας στην ιταλική περιφέρεια του Βένετο χαρακτηρίζεται ως πρότυπο για το σχεδιασμό, τις μεθοδολογίες που εφαρμόζονται, ενώ ο συγκεκριμένος κλάδος έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να ενδυναμώσει την οικονομία της περιοχής, το εισόδημα των παραγωγών, αλλά και τον ποιοτικό τουρισμό.
Με τη γνώση αυτή και ζητούμενο, η ανάπτυξη του προγράμματος της οικοτεχνίας στην Κρήτη να εξελιχθεί ακόμη περισσότερο, όπως και στην ιταλική περιφέρεια του Βένετο, αντιπροσωπεία αυτοδιοικητικών της Κρήτης μετέβη στην Ιταλία, προκειμένου να καταγράψει τις καλές πρακτικές για την ανάπτυξη του κλάδου.
Εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης της ιταλικής περιφέρειας και αναπτυξιακών εταιρειών είχαν συναντήσεις με τα μέλη της κρητικής αντιπροσωπείας, με στόχο την ενημέρωση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της δεκαετούς πείρας από την εφαρμογή προγραμμάτων που αφορούν την οικοτεχνία.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στα συστήματα παρακολούθησης και ελέγχου, καθώς και στις προσπάθειες απλοποίησης των διαδικασιών αυτών για τη διευκόλυνση των μικροπαραγωγών-οικοτεχνών, με παράλληλη μέριμνα προστασίας-ασφάλειας των καταναλωτών.
Ο δήμαρχος Ανωγείων, Μανόλης Καλλέργης, που πήγε στην Ιταλία, ανέφερε στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) τα εξής:
«Εντυπωσιαστήκαμε από την οργάνωση των υπηρεσιών, τη στήριξη της πολιτείας προς τους μικρούς οικοτέχνες, αλλά και τη νοοτροπία των παραγωγών σε όλη τη διαδικασία της μικρής τους παραγωγής, αλλά και της σχέσης τους με τις υπηρεσίες και τους τελικούς πελάτες. Θέλω να αναφέρω ένα παράδειγμα που σχετίζεται και με την Κρήτη: βρεθήκαμε σε μια σπηλιά όπου δύο παραγωγοί παρασκεύαζαν τυρί, όπως και το δικό μας, το γνωστό σε πολλούς τυρί της Τρύπας, το οποίο όμως δεν μπορεί να βρεθεί στο εμπόριο. Τυρί που περνάει όλους τους ελέγχους. Οι υπάλληλοι της υγειονομικής υπηρεσίας έκαναν έλεγχο 8 το βράδυ, παρουσία της αποστολής μας, τυρί το οποίο πωλείται στο εμπόριο 17 ευρώ το κιλό, τυρί που, όπως διαπιστώσαμε, ήταν υποδεέστερο του δικού μας. Και όμως, εμείς δεν μπορούμε ούτε να το παράγουμε ούτε να το πουλήσουμε. Στη χώρα μας πρέπει να λυθούν κάποια νομοθετικά κενά, με κύριο αυτό που δεν θα δημιουργεί θέμα για το εάν ο κτηνοτρόφος μας είναι παραγωγός ή όχι».
Ο αντιπεριφερειάρχης Πρωτογενούς Τομέα Κρήτης, Μανόλης Χνάρης, ανέφερε τα ακόλουθα: «Στόχος μας είναι να δοθεί η δυνατότητα στους μικρούς, κυρίως, παραγωγούς της Κρήτης να διατηρήσουν και να αναδείξουν ακόμα περισσότερο τις παραδοσιακές συνταγές μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων που παράγουν, “κερδίζοντας” από την προστιθέμενη αξία του τελικού προϊόντος. Η επίσκεψη μας στην περιφέρεια του Βένετο ήταν πολύτιμη, καθώς αποκομίσαμε σημαντική εμπειρία σε σχέση με το ιταλικό “μοντέλο” ανάπτυξης του κλάδου. Η Περιφέρεια Κρήτης, σε συνεργασία με τους Δήμους και τις Αναπτυξιακές του νησιού, συνεργούν για την αποτελεσματικότερη ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου κλάδου της οικοτεχνίας στο νησί μας».
Σύμφωνα με τον κ. Καλλέργη, που συμμετείχε στην αποστολή και με την ιδιότητα του εκπροσώπου του ΑΚΟΜΜ Ψηλορείτης, οι συμμετέχοντες διαπίστωσαν κατά την επίσκεψή τους ότι οι υπηρεσίες, το προσωπικό αυτών, ως πρώτο καθήκον τους έχουν την ενημέρωση των παραγωγών προϊόντων οικοτεχνίας, την ενημέρωσή τους και την επίλυση ζητημάτων που τους απασχολούν, με εντυπωσιακό το στοιχείο ότι δεν έχουν ωράριο.
«Μια δηλαδή τελείως άλλη νοοτροπία απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Όπως επίσης άλλη νοοτροπία έχουν και οι παραγωγοί οι ίδιοι. Ρωτήσαμε έναν παραγωγό τι ύψος επιδότησης λαμβάνει. Μας απάντησε πως δεν τον ενδιαφέρει η επιδότηση, αλλά να παράγει και να πουλάει. Συναντήσαμε επίσης μια άλλη νοοτροπία στους τελικούς καταναλωτές. Για παράδειγμα, πηγαίνουν οι ίδιοι στα σπίτια των παραγωγών, όπου μέσα εκεί έχουν διαμορφώσει κάποιο χώρο, παράγουν τα προϊόντα τους σε μικρές ποσότητες και οι καταναλωτές προμηθεύονται τα μπισκότα τους, τα λουκάνικα, το προσούτο, τα τυριά τους ή τα γλυκά. Οι παραγωγοί μάλιστα, αξιοποιούν το προϊόν σε όποια μορφή μπορεί να λάβει. Οφείλουμε λοιπόν να αλλάξουμε νοοτροπία, να οργανωθούμε και η επίσημη πολιτεία να στηρίξει την οικοτεχνία, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι στον τόπο μας η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που παράγουμε βρίσκονται, ίσως, σε υψηλότερο επίπεδο από πολλά άλλων ευρωπαϊκών χωρών».