Και προξενιό μου μπέψανε μια κοπελιά να πάρω
καλιάτανε μα το θεό να τυλιχτώ το χάρο
και παίρνει με ο προξενητής να πάμε εις το σπίτι
μα ήτανε χειρότερο απ’ των ορνίθων κίτη.
Βρίσκω τη πεθερά κουτσή το γέρο ένα κουβάρι
τη νύφη και καθότανε στον καναπέ με «χάρη»
και βάστα και τη μύτη τσι χάμω να μη τσι πέσει
σα τσι μεσάτους αραγούς ήτονε τα βυζιά τσι
σα τσ’ αρδακτιλινόβεργες ήτανε και τ’ ατζιά τσι
κι άστο πως ήτανε άσκημη άστο πως ήταν μαύρη
μονόχε και στα σωθικά το έρημο μαράζι.
(Αυτό που γράφει παρακάτω στο βιβλίο της η κα Νίνα, με συγκίνησε. Ακριβώς το ίδιο μας έλεγε η μαμά μου και μας έπαιζε)
Κάθε σκόλη Κυριακή βάνω τ’ άσπρο μου βρακί
πάω δω, πάω κει, πάω στην Ανατολή
βρίσκω κάστανα ψημένα και καρύδια τσακισμένα
πάω τα της μάννας μου, δέρνει με σκοτώνει με,
κάνει λάκο χώνει με πάω τα του βασιλιά
παίζει λύρες και βιολιά.
Υστερόγραφο: Βέβαια δεν είχαν καμμιά σχέση με βασιλιά, η μαμά μου ήταν αριστερή, αλλά με αυτό το τραγουδάκι συνήθιζαν να κανακεύουν τα μικρά παιδιά.
Στο καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου απεικονίζονται οι γονείς της Χριστίνας Λυραντζάκη – Τερεζάκη