Του Στέλιου Νικητόπουλου*
Στο κεντρικό μνημείο του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη αναγράφεται η μισή αλήθεια: «Εκάησαν ζώντες υπό των Γερμανών Ναζί την 2/9/1944». Αποσιωπάται η άλλη μισή: «και υπό των Ελλήνων Ταγματασφαλιτών συνεργατών τους». Η μισή αλήθεια αναγράφεται και στους δύο χώρους του μαρτυρίου, τον «Φούρνο Γκουραμάνη» και την «Οικία Νταμπούδη».
Η εφημερίδα «Χορτιάτης 570», που μοιράστηκε στο μαρτυρικό χωριό, σήμερα ημέρα μνήμης, εξιστορεί τα πραγματικά περιστατικά:
«Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα – κόστα, ούτε έμεινε στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.
Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη – χημικού σε μια τυχαία ένοπλη συμπλοκή στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (Καμάρα), μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν στήσει ενέδρα για άλλο λόγο και Γερμανών, που συνόδευαν προπορευόμενο (κατά μία ώρα περίπου…) όχημα της εταιρείας Ύδρευσης και μετέβαιναν στις πηγές της Αγίας Παρασκευής για να τις απολυμάνουν, επίσπευσε την προαποφασισμένη και καλά οργανωμένη απόφαση των Γερμανών και των Σουμπερταίων Ταγματασφαλιτών να αφανίσουν τον Χορτιάτη και τους κατοίκους του.
Λίγες ώρες αργότερα από το πρωινό επεισόδιο, οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών του Σούμπερτ, θα φτάσουν στο Χορτιάτη με 32 οχήματα έτοιμες να εφαρμόσουν το προμελετημένο τους σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και στο σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δυο χώρους σε κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω των 18 ετών. Ανάμεσά τους ένα βρέφος 2 μηνών, ο Αλέξανδρος Σαρβάνης.
Η Δρακούδη Μηλίτσα, 3 μηνών. Τα μονοχρονίτικα Ανθούλα Τράϊκου και Θανάσης Αγγελινούδης. Τα διχρονίτικα Χριστίνα Ευγενούδη, Γιώργος Κουπαράνης, Χριστόδουλος Λασκαρίδης και Βαγγελίτσα Σκαραγκά. Τα τριχρονίτικα Ειρήνη Γκουραμάνη και τα δίδυμα αδέλφια Ελισάβετ και Ζαχαρίας Μπουζούδης».
Η Ελένη Νανακούδη, 12 χρόνων τότε, θυμάται:
«…Μας οδήγησαν μέσα στο φούρνο… έρχεται μετά ένας ταγματασφαλίτης και στήνει ένα οπλοπολυβόλο στην πόρτα… Άρχισε να πυροβολεί επάνω μας και να μας βρίζει με χυδαία λόγια… Έριξε μετά μια εμπρηστική σκόνη και ξερά χόρτα για να καούμε καλύτερα… Γύρισα και είδα τη Μαρίκα του Θεοφάνη με τα μυαλά πεταγμένα από σφαίρα. Η μάνα μου σκοτωμένη, αλλά και η αδελφή μου, που η σφαίρα τη βρήκε στο κεφάλι, βγήκε και σφηνώθηκε στην αριστερή μου παλάμη. Δυο σφαίρες με είχανε βρει και στα δυο μου γόνατα. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα ακόμη… τότε είδα ζωντανή τη Σοφία, του Παναγιώτη του Αγγελινούδη τη γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά να κατεβαίνει τη σκάλα. Πήγα κοντά της, πιάστηκα από τη φούστα της και κατεβήκαμε μαζί.
Ο φούρνος καιγότανε από παντού… Κάτω ήταν όλες σκοτωμένες και πατούσαμε στα πτώματα. Είχαμε βουτηχτεί στο αίμα! Ακόμα δεν είχα πάρει είδηση ότι είχα τραυματισθεί στα πόδια και στο χέρι. Ο τρόμος γύρω μου δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτα. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε κάτω και εμφανίστηκε στην εξώπορτα ένας ταγματασφαλίτης και με μαχαίρι έκοψε το λαιμό της Σοφίας. Εγώ ήμουνα πίσω της και έτσι χωρίς να με πάρει είδηση τρύπωσα κάτω από έναν πάγκο… Σε λίγο βγήκα έξω, η φωτιά έκαιγε τα πάντα. Εκεί είδα καμιά δεκαριά σκοτωμένους. Έπεσα επάνω τους. Εκεί ήταν και η Τερψιχόρη, η γυναίκα του Γρηγόρη του Λασκαρίδη σκοτωμένη και θήλαζε το παιδί της! Το αίμα της πεταγότανε σαν βρύση και με έλουζε ολόκληρη. Το μωρό βύζαινε και έκλαιγε μαζί. Όμως δεν τολμούσα να το ησυχάσω. Έπρεπε να κάνω κι εγώ τη σκοτωμένη. Σε λίγο πλησίασαν 3 – 4 ταγματασφαλίτες και γελάγανε με το μωρό που βύζαινε και έκλαιγε. Εγώ μπρούμυτα. Μου ρίχνουνε μια κλωτσιά στα πλευρά να δουν αν ζούσα. Εγώ τσιμουδιά… Μπορεί στη στοίβα να ήταν και άλλοι ζωντανοί και να κάνανε το ίδιο με μένα. Δεν ξέρω…»
Ολοκαύτωμα Χορτιάτη, ναζιστική θηριωδία από Γερμανούς Ναζί και Έλληνες ταγματασφαλίτες. Η αλήθεια έχει πάντα τη δική της δυναμική και δεν πρέπει να αποσιωπάται χάριν καμίας ψευδεπίγραφης εθνικής ενότητας. Καταθέτω λοιπόν ως αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας ότι σήμερα στον Χορτιάτη μία και μόνο φορά χειροκρότησε ο κόσμος, την ώρα που γινόταν η κατάθεση στεφανιού από την Εθνική Αντίσταση και τον Δημοκρατικό Στρατό. Δεν ήταν απλά το πιο δυνατό χειροκρότημα, δεν υπήρχε άλλο χειροκρότημα, παρά μόνο στο προσκλητήριο νεκρών.
*Ο Στέλιος Νικητόπουλος είναι δημοσιογράφος της ΕΡΤ 3