«Ο Καζαντζάκης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Ο Καζαντζάκης είναι το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει όποιος έχει γαντζωθεί σε «αιώνιες αλήθειες». Εάν ο αναγνώστης έχει τη διάθεση να περιπλανηθεί μαζί του και να σαλπάρει με βάρκα τη δική του Οδύσσεια, να κρατήσει γερά το τιμόνι οδηγώντας την κύμα το κύμα, βιβλίο το βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι ο Καζαντζάκης είναι «το πουλί πάνω από την άβυσσο», όπως έλεγε ο Ειρηναίος Γαλανάκης. Είναι ένας ψίθυρος που μιλά – όχι στα αυτιά μας, μα στην καρδιά μας – και μας ζητά συνεχώς να τον αντικρίσουμε με τα μάτια της ψυχής», Χρήστος Τσαντής
Αποσπάσματα από την ομιλία του Χρήστου Τσαντή στην τελετή έναρξης της επιστημονικής διημερίδας της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Εκπαίδευσης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη (πρώην Δ.Ε.Β.Ε.)
Στις 6-7-8 Οκτωβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε, υπό την αιγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων, σε συνεργασία με την Ιατρική Εταιρεία Χανίων, στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων, η επιστημονική εκδήλωση με θέμα τη Στρατηγική Αντιμετώπισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Η τελετή έναρξης περιελάμβανε χαιρετισμούς από εκπροσώπους φορέων, «ποιητική παρένθεση» από την Πηνελόπη Ντουντουλάκη, παθολόγο-διαβητολόγο, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ομιλία του συγγραφέα και υπεύθυνου των Εκδόσεων Ραδάμανθυς, Χρήστου Τσαντή, με θέμα: «Η Κρητική ματιά», αφιερωμένη στο Έτος Καζαντζάκη.
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ: Καζαντζάκης και Σβάιτσερ
…Η συνάντησή μας εδώ, με την ευκαιρία αυτής της επιστημονικής εκδήλωσης, μας υπενθυμίζει την αδελφική σχέση που είχε αναπτύξει ο Νίκος Καζαντζάκης με τον σπουδαίο ανθρωπιστή γιατρό Αλβέρτο Σβάιτσερ, τον Άγιο Φραγκίσκο της εποχής μας, όπως τον αποκαλούσε, τον άνθρωπο στον οποίον αφιέρωσε ο Καζαντζάκης τον«Φτωχούλη του Θεού».
Με τον Καζαντζάκη συναντήθηκαν πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1955, και ο Σβάιτσερ ήταν ένας από τους τελευταίους φίλους που τον επισκέφθηκαν στην κλινική του Φράιμπουργκ, στις 25 Οκτωβρίου του 1957, μία μέρα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
Για τη συνάντησή τους υπάρχει μαρτυρία του ίδιου του Σβάιτσερ, σε μία επιστολή του, το 1961, την οποία αναφέρει ο Πάτροκλος Σταύρου. Λέει εκεί ο Σβάιτσερ ανάμεσα στα άλλα: «Συζητήσαμε για την ανάγκη της αναβίωσης του ανθρωπισμού. Ενός νέου μαχητικού ανθρωπισμού που θα αναχαιτίσει τη βία και την ταπείνωση του ανθρώπου…. Κουβεντιάσαμε ακόμα για βαρυσήμαντα θρησκευτικά θέματα. Για τη ζωή του Χριστού και για τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Μεταξύ μας υπήρχε μια σπάνια πνευματική επικοινωνία… Από μια επιπολαιότητα ενός Κινέζου γιατρού χάσαμε ξαφνικά έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να προσφέρει ακόμα πολλά στην εποχή του. Από τα βάθη της καρδιάς μου αγάπησα τον Καζαντζάκη και εναπόθεσα πολλές ελπίδες στην πνευματική του δράση».[1]
Αναφορά στη σχέση Καζαντζάκη-Σβάιτσερ κάνει και ένας άλλος μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης με διεθνή αναγνώριση, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο οποίος γράφει ότι: «Ο Καζαντζάκης διέθετε εξαιρετικά ηρωική φύση και έδειξε στο τέλος της ζωής του έναν ηρωισμό που σπάνια δείχνουν τα ανθρώπινα πλάσματα. Μ’ όλο που ο θάνατος είχε πια εισβάλλει μέσα του και οι σάλπιγγες του τέλους βούιζαν στα αυτιά του, εκείνος δεν πανικοβλήθηκε. Ίσα-Ίσα. Δεχόταν ακόμη και επισκέψεις, και μιλούσε και χαμογελούσε. Ο Σβάιτσερ, που τον επισκέφθηκε στο κλινάρι του θανάτου του, μας μίλησε με θάμβος για την ηρεμία και τη γαλήνη του… Τόσο, που του ήρθε να φωνάξει: «θα ζήσει!«, ενώ – σαν γιατρός ήξερε ότι κλινικά ο Καζαντζάκης ήταν νεκρός. Πάντως, προτού χαθεί, τιμήθηκε με το ακριβότερο δώρο, που θα ζήλευε ο κάθε δημιουργός. Το δώρο να έχει αρνητές και εχθρούς…». Και συνεχίζει ο Λουντέμης: «Η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη θύμισε σε όλους Κατοχή. Και μόνο η Κρήτη σηκώθηκε και με τραχιά φωνή γύρεψε το τέκνο της να το θάψει ελληνόπρεπα…. Δεν επιτρέπω, ούτε καν και σε απλή υποψία, να περάσει από το μυαλό κανενός ότι ανήκω στους επικριτές ή στους αρνητές του Καζαντζάκη», λέει ο Μενέλαος Λουντέμης. «Παλεύω απλώς και πάσχω να τον ερμηνεύσω».[2]
Ο Καζαντζάκης είναι το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ
Και δεν ήταν ο μόνος. Αμέτρητες είναι οι προσπάθειες να κατηγοριοποιηθεί η φιλοσοφική του αντίληψη. Μα το έργο του δεν μπαίνει σε καλούπια. Όπως και κάθε μεγάλου δημιουργού που οι σελίδες, τα γλυπτά, οι νότες και οι πίνακες, ταξιδεύουν μέσα στους αιώνες, χωρίς να χάνουν τη λάμψη τους, αλλά αντίθετα μοιάζει να φεγγοβολούν ακόμη περισσότερο όσο απομακρυνόμαστε από τη στιγμή της γέννησής τους, έτσι και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη έχει ήδη ενταχθεί στην ανοδική σπείρα της εξέλιξης, στην ορμητική κίνηση που απελευθερώνει η αλληλεπίδραση της θέσης, της αντίθεσης, της σύνθεσης.
Ο Καζαντζάκης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Ο Καζαντζάκης είναι το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει όποιος έχει γαντζωθεί σε «αιώνιες αλήθειες». Εάν ο αναγνώστης έχει τη διάθεση να περιπλανηθεί μαζί του και να σαλπάρει με βάρκα τη δική του Οδύσσεια, να κρατήσει γερά το τιμόνι οδηγώντας την κύμα το κύμα, βιβλίο το βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι ο Καζαντζάκης είναι «το πουλί πάνω από την άβυσσο», όπως έλεγε ο Ειρηναίος Γαλανάκης. Είναι ένας ψίθυρος που μιλά – όχι στα αυτιά μας, μα στην καρδιά μας – και μας ζητά συνεχώς να τον αντικρίσουμε με τα μάτια της ψυχής.
Η Κρητική Ματιά του μπορεί να μας βοηθήσει να χαράξουμε καινούργια ρότα και να ταξιδέψουμε σε αχαρτογράφητα νερά, ανακαλύπτοντας κάποια από τα διάσπαρτα νησιά στο πέλαγος της Διαλεκτικής.
Οι προφήτες που τον συγκλόνισαν, όπως περιγράφει ο ίδιος σε κείμενα και γράμματά του, πρόσωπα που μετατράπηκαν σε μυθικές μορφές συνδεδεμένες με πανανθρώπινα οράματα αξίες και ιδανικά, πρόσωπα που έγιναν σύμβολα και μάρτυρες και επικοινώνησαν με τον εσωτερικό τους κόσμο. Σύμβολα στα οποία η πένα του έδωσε διαστάσεις πέρα από το χρόνο και τις εποχές, πέρα και πάνω από καθιερωμένους κώδικες και κανόνες, από δογματικά δεσμά και ψυχικές αλυσίδες: Χριστός, Ζορμπάς, Βούδας, Λένιν.
Άνθρωποι με απόλυτες πεποιθήσεις και «μοναδικές» αλήθειες δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν το ψυχανέμισμα του δημιουργού, ας πούμε από τον Λένιν στον Φτωχούλη του Θεού, στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης. Αν μη τι άλλο, η κοινωνική ιδεολογία, η θρησκεία, η ποίηση που αναβλύζει από μεγάλα θρησκευτικά κείμενα και από επικές μορφές της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης που συγκλόνισαν τον κόσμο έχει έτσι κι αλλιώς κάτι το μυθικό, κάτι το κοινό που μιλά βαθιά και συνταράσσει τις καρδιές των ανθρώπων. Θα ήταν ποτέ δυνατό ένα τόσο ανήσυχο, συνθετικό και δημιουργικό πνεύμα, σαν του Νίκου Καζαντζάκη, να μείνει ασυγκίνητο από την αέναη περιπέτεια του Ανθρώπου;
Ο Νίκος Καζαντζάκης πλήρωσε ακριβό τίμημα γιατί πάντοτε είχε το θάρρος της γνώμης του. Αγαπήθηκε με πάθος αλλά ταυτόχρονα μισήθηκε με μανία. Οι φίλοι και οι εχθροί του διαπερνούσαν όλα το φάσμα του πολιτικού κόσμου, πράγμα σπάνιο από τη μία πλευρά, μα και δείγμα της δύναμης της σκέψης, της διεισδυτικότητας της φωνής του.
Στις 19 Νοέμβρη του 1956 έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης σε μια επιστολή του προς έναν φίλο του στη Στοκχόλμη (τον Börje Anders Olof Knös): «Ανυπομονώ να μου πείτε πως δέχθηκαν οι Σουηδοί τον Φραγκίσκο. Τι αλλόκοτη η ψυχολογία των λαών! Κανένας δεν μπορεί να μαντέψει την τύχη ενός βιβλίου του. Θα καταλάβουν άραγε ότι αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο αγάπη, αγώνα και ποίηση; Είναι τραγικό να ρίχνεις την κραυγή σου – θέλω να πω την ψυχή σου – στους ανθρώπους και να μην το καταλαβαίνουν ή ακόμα χειρότερα, να την παραμορφώνουν».[3]
Στο κεφάλαιο ΛΑ΄ της «Αναφοράς στον Γκρέκο», με τίτλο «Η Κρητική Ματιά», γράφει: «Ο δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή, αόρατη, ανώτερή του. Κι ο πιο μεγάλος νικητής βγαίνει νικημένος. Γιατί πάντα το πιο βαθύ μας μυστικό, το μόνο που άξιζε να ειπωθεί, μένει ανείπωτο. Δεν υποτάζεται ποτέ αυτό στο υλικό περίγραμμα της τέχνης. Πλαντούμε στην κάθε λέξη. Βλέπουμε ένα δέντρο ανθισμένο, έναν ήρωα, μια γυναίκα, το άστρο της αυγής και φωνάζουμε: Αχ! και τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να χωρέσει τη χαρά μας. Όταν το Αχ! αυτό θελήσουμε, αναλύοντάς το, να το κάνουμε στοχασμό και τέχνη, να το μεταδώσουμε στους ανθρώπους, να το σώσουμε από την ίδια μας τη φθορά, πως εξευτελίζεται σε λόγια αδιάντροπα, βαμμένα, γεμάτα αέρα και φαντασία! Κι όμως, αλίμονο! Τρόπος άλλος να μεταδώσουμε στους ανθρώπους το μόνο αθάνατο μέσα μέσα μας, το Αχ! ετούτο, δεν υπάρχει. Οι λέξεις! Οι λέξεις! Άλλη για μένα σωτηρία, αλίμονο, δεν υπάρχει. Δεν έχω στην εξουσία μου παρά είκοσι τέσσερα μολυβένια στρατιωτάκια, τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας, θα κηρύξω επιστράτευση, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο».[4]
Μετασχηματισμός
Η Κρητική του ματιά είναι σα να βγαίνει από τα Ταυροκαθάψια της Κνωσσού, από την τοιχογραφία που δείχνει τον άνθρωπο να παλεύει με τον ταύρο, χωρίς να φοβάται το θάνατο αλλά αντίθετα: αντιμετωπίζοντας τον προαιώνιο φόβο του θανάτου ως σύμμαχο στον αγώνα για ζωή, ως συνοδοιπόρο στην πάλη για να ανθρωπέψει ο άνθρωπος μέσα του, ατομικά, μα και να ανθρωπέψει η κοινωνία.
Ο Καζαντζάκης έμεινε έκθαμβος καθώς είδε τη δύναμη του Μετασχηματισμού ζωγραφισμένη σε αρχαίες τοιχογραφίες.
«Τρία πλάσματα του Θεού πάντα με μαύλιζαν κι ένιωθα μαζί τους μια μυστική ενότητα, σαν σύμβολα που φάνταζαν πάντα και συμβόλιζαν την πορεία της της ψυχής μου: Το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχθώντας να ξεπεράσει τη φύση του, κι ο μεταξοσκώληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι», γράφει στην Αναφορά. [5]
Εάν επιδιώκαμε να περιγράψουμε με λίγες λέξεις την Ματιά του, θα λέγαμε:
1) Το πάθος του για τη λευτεριά. Την εσωτερική, την ψυχική απελευθέρωση, από τις «φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», από τα εμπόδια που ορθώνονται σαν τα βουνά πολλές φορές στο δρόμο της προσωπικής μας ανάπτυξης. Το πάθος του και για την κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία – όχι πάντως με την έννοια που την αντιμετώπισαν τα πολιτικά κινήματα που στο όνομα της Ελευθερίας περάσανε νέα δεσμά στους λαούς. Το βλέμμα του διεισδυτικό, είχε έγκαιρα διακρίνει αυτές τις αντιφάσεις. Το πάθος για τη λευτεριά το πλήρωσε ακριβά ο Νίκος Καζαντζάκης στη διάρκεια της ζωής του.
2) Το ανήσυχο, ερευνητικό πνεύμα, που δεν βολεύεται στα καλούπια των εύκολων ή προκατασκευασμένων απαντήσεων, και,
3) Την διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση ως μέσο και μοχλό προσωπικής ανάπτυξης και εξέλιξης, με οξυγόνο του τη δημιουργικότητα.
«Κοίταζα τις ζωγραφισμένες ταυρομαχίες στους τοίχους», γράφει στην Αναφορά, «τη λυγεράδα και τη χάρη της γυναίκας, την άσφαλτη δύναμη του αντρός, πως αντικρίζουν με ατρόμητο μάτι το φρενιασμένο Ταύρο και παίζουν μαζί του. Δεν τον σκότωναν από αγάπη, όπως στις Ανατολίτικες θρησκείες, για να σμίξουν μαζί του είτε γιατί τους κυρίευε τρόμος και δεν τολμούσαν να τον βλέπουν, παρά έπαιζαν μαζί του με πείσμα, με σεβασμό και δίχως μίσος. Μπορεί και με ευγνωμοσύνη, γιατί το ιερό τούτο πάλεμα με τον Ταύρο ακόνιζε τη δύναμη του Κρητικού, καλλιεργούσε τη σβελτοσύνη και τη χάρη του κορμιού, τη φλογερή και ψύχραιμη ακρίβεια της κίνησης, την πειθαρχία της θέλησης και τη δυσκολοαπόχτητη γενναιότητα να αντιμετριέται, χωρίς να κυριεύεται από πανικό, με την τρομακτική δύναμη του θεριού. Κι έτσι οι Κρητικοί μετουσιώσανε τη φρίκη και την έκαμαν αψηλό παιχνίδι, όπου η αρετή του ανθρώπου, σε άμεση επαφή με την άμυαλη παντοδυναμία, τονώνουνταν και νικούσε. Νικούσε χωρίς να εξαφανίζει τον Ταύρο, γιατί δεν το θεωρούσε εχθρό παρά συνεργάτη. Χωρίς αυτόν, το κορμί δεν θα γινόταν τόσο ευλύγιστο και δυνατό κι η ψυχή τόσο γενναία.
Σίγουρα για να έχεις την αντοχή να βλέπεις και να παίζεις ένα τόσο επικίνδυνο παιχνίδι χρειάζεσαι μεγάλη σωματική και ψυχική προπόνηση, μα όταν καμιά φορά προπονηθείς και πάρεις τον αέρα του παιχνιδιού, κάθε σου κίνηση πια γίνεται απλή, σίγουρη και άνετη και το μάτι σου κοιτάζει ατρόμητα τον τρόμο. Τέτοια ήταν συλλογιζόμουν κοιτάζοντας τη στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του Ταύρου – που σήμερα τον λέμε Θεό – τέτοια ήταν η Κρητική Ματιά.
Κι άξαφνα γέμισε ο νους μου – κι όχι μονάχα ο νους παρά κι η καρδιά και τα νεφρά μου – απόκριση. Αυτό ζητούσα, αυτό ήθελα. Με την Κρητική τούτη Ματιά πρέπει να γεμίζω τα μάτια του δικού μου του Οδυσσέα. Άγρια η εποχή μας, ο Ταύρος, οι υπόγειες σκοτεινές δυνάμεις εξαπολύθηκαν, η φλούδα της γης ραγίζει».[6]
***
Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που στροβιλίστηκαν μέσα στις παρατάξεις των είκοσι τεσσάρων μολυβένιων στρατιωτών του. Ένιωσα να με διαπερνά και μένα η ενέργεια που αποπνέουν οι ιστορίες και οι στρατιές από τις λέξεις του, που μάχονται να μας ανεβάσουν στο ψηλότερο πάτωμα της αντριγιάς και της ευθύνης, στη συνάντηση με το Θεό, «το πάλεμα», όπως λέει ο ίδιος.«Ποιο Θεό;» ρωτά ρητορικά ο Καζαντζάκης και απαντά: «Την άγρια κορυφή της ψυχής του ανθρώπου, που ακατάπαυτα τη φτάνουμε κι ακατάπαυτα τινάζεται αυτή και ανεβαίνει πιο πάνω. Παλεύει κανείς με το Θεό; Με ρώτησαν μια μέρα οι άνθρωποι με σαρκασμό – Με ποιον άλλο να παλεύουμε; τους αποκρίθηκα. Αλήθεια, με ποιον άλλο;»
Θα τολμούσα να πω ότι τον Καζαντζάκη δεν τον… διαβάζεις, δεν τον μελετάς, δεν τον προσεγγίζεις με γνωστικά εργαλεία. Τον νιώθεις. Ακουμπάς στο Αχ! της ψυχής του και περνάς μέσα από τους κόσμους που μεταφέρει στις σελίδες του. Αυτό ήταν που γονιμοποίησε και τη δική μου δημιουργική φλέβα και την έκανε να πρωτοτυπήσει, καθώς έγραφε τη νουβέλα: «Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης».
«Είχαμε ραντεβού σ’ ένα εργαστήρι θεατρικού παιχνιδιού. Θέλαμε να πειραματιστούμε. Κλείσαμε για λίγη ώρα τα μάτια ανοίγοντας τα βλέφαρα της ψυχής. Ψάξαμε να φέρουμε στο μυαλό ό,τι μας είχε εμπνεύσει, μέσα από τη ζωή, τους ήρωες της λογοτεχνίας, της ποίησης και του θεάτρου, διαλέγοντας όμως μονάχα ένα πρόσωπο, ένα ρόλο. Έτσι, αφού σκεφτήκαμε, σηκωθήκαμε και οι δυο στη σκηνή να παίξουμε τους ήρωές μας. Ούτε εγώ ούτε κι εκείνος γνωρίζαμε ποιον ρόλο είχε επιλέξει ο καθένας μας. Θα γνωριζόμασταν αυθόρμητα, στην πράξη.
Ο Κωνσταντίνος είχε ντυθεί με κάτι πρόχειρα υφάσματα που βρήκε στην αίθουσα και κρατούσε στο χέρι ένα τριαντάφυλλο. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις ποιον ήρωα είχε διαλέξει.
Εγώ δεν σκέφτηκα καθόλου τη μεταμφίεση, γιατί αυτός που είχα ξεχωρίσει, μπορεί να φορούσε τα πρόσωπα των χαρακτήρων του, μα κάθε φορά ήταν ο ίδιος παρών. Τον είδα να κάθεται σκεφτικός στο βράχο του, να ταξιδεύει σε μια Οδύσσεια λουσμένος στο φως μπροστά σε μια θάλασσα από σύμβολα αρχέγονα, παμπάλαια, μα και συνάμα μπροστά απ’ την εποχή του κι απ’ τη δική μας ακόμα. Τον είδα κυνηγημένο, διωκόμενο, ήσυχο και γαλήνιο. Τον είδα να κρατά το κεφάλι του βυθισμένος σε ένα πέλαγο συναισθημάτων με μόνο του σωσίβιο τις λέξεις. Να εξετάζει τα μυστήρια του κόσμου, αβόλευτος κι ανήσυχος, χωρίς ποτέ να παρασταίνει πως τα έμαθε ή τα γνώρισε όλα, ελεύθερος και ατρόμητος, αφού ένιωσε το πεπερασμένο των χρόνων μας, αφού πίστεψε πως δεν υπάρχει τίποτα άξιο πέρα απ’ τον άνθρωπο, τη σάρκα, τα πάθη και τη ψυχή του, για να πιστέψει κανείς. Τον είδα να σκορπίζει στον αγέρα κάθε πίστη, ακόμα και την δική του. Κάθε ιδέα. Κάθε πλάνη. Ανεμίζοντας ένα μονάχα φλάμπουρο, αυτό του ταξιδιού και της αναζήτησης.
Και τώρα; Πώς να παίξω έναν τέτοιο ρόλο; Ένας μικρός Θεός στο μπόι του ανθρώπου. Αν μ’ άκουγε τώρα μπορεί και να μ’ έβριζε! «Κολακείες», ίσως και να έλεγε εκνευρισμένος, μα μπορεί και να του άρεσε η απόπειρα.
«Φόρος τιμής», θα του έλεγα, «υπόκλιση της γενιάς μου στο αύριο, όπως εγώ το καταλαβαίνω. Γιατί μονάχα εμένα εκπροσωπώ. Και συγχώρα με για το ατόπημα αλλά θέλω να σου πω κάτι. Ίσως εσύ που ξέρεις τι σημαίνει να παίρνεις φόρα απ’ τον πάτο της κόλασης για να μπορέσεις κάποτε να πετάξεις, ίσως να μας βοηθήσεις με τις σκέψεις σου για να βρούμε τον δρόμο, να πάμε τον ανήφορο, να τον διαβούμε κι εμείς».
Κάθε γενιά, θα μου πεις, χαράζει τα δικά της μονοπάτια. Δεν μπορώ να σε αγνοήσω όμως. Θέλω να μάθω. Πήρα τα πρόσωπα λοιπόν, δανεικά. Κάποια από τα πρόσωπα. Είπα να ντυθώ για λίγο με τις δικές τους φορεσιές. Από τον Καπετάν Μιχάλη και την Εμινέ, από τον Αλέξη Ζορμπά και τη Χήρα, από τον παπα-Φώτη και από όλους τους κυνηγημένους Χριστούς. Λίγο απ’ τον Οδυσσέα και τους Μεσσίες, τα πνεύματα που τον τριγύριζαν τις νύχτες και του μιλούσαν είτε μέσα στη σιγαλιά της μοναχικότητάς του είτε στα πολύβουα μελίσσια των πόλεων του κόσμου, κάνοντάς τον να χάνει τον ύπνο του και να βρίσκει τη ζωή. Τί ήταν για εκείνον ιερό και όσιο; Τί ήταν μη ανθρώπινο ή απαράβατο να αγγιχτεί; Τίποτα!».[7]
***
Ο Νίκος Καζαντζάκης πλούτισε και ανανέωσε, με τη δική του ιδιαίτερη μυθοπλαστική ικανότητα, αιώνια θέματα που έχουν τις ρίζες τους στη μυθολογία των λαών του κόσμου, και ακόμη πιο συγκεκριμένα ανέδειξε με σύγχρονους όρους το θέμα του Οδυσσέα-Ανθρώπου, αποδεικνύοντας ότι ο αρχαίος μύθος μπορεί να πάρει άπειρες μορφές και να δώσει τα εφόδια για το ταξίδι της αναζήτησης.
«Αυτές τις ημέρες τελειώνω το μυθιστόρημα που άρχισα», γράφει στον Πρεβελάκη τον Αύγουστο του 1948. «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, θα γίνει 500 σελίδες, είναι σύγχρονο και γίνεται σ’ ένα χωριό της Μικράς Ασίας και δεν υπάρχει εγώ. Φυσικά δεν ξέρω αν είναι καλό, μα το γράφω με κέφι… Ήταν κι αυτό ένα μέρος του εαυτού μου, που έπρεπε να διατυπωθεί, για να μην το πάρω μαζί μου και χαθεί στο χώμα. Καθώς ξέρετε, θα ’θελα, όταν πεθάνω, να μη βρει τίποτα σπουδαίο ο Χάρος να πάρει».[8]
Διαπιστώνουμε λοιπόν, πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του δέντρου της δημιουργικής γραφής του Ν. Καζαντζάκη. Μετασχημάτισε τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο των βιωμάτων και των μυθικών συμβόλων σε νέες ιστορίες που αποτύπωσαν το χνάρι του Κρητικού δημιουργού στο μουσείο της λογοτεχνικής ιστορίας του κόσμου. Υπέρτατη αξία: ο ανήφορος της αναζήτησης, «οι πράξεις νοήματος», όπως έγραφε ο Bruner, που καθόρισαν τη δυναμική της αφαίρεσης και του συμπυκνωμένου, μεστού σε περιεχόμενο, γραπτού λόγου του – ανεξάρτητα από τα είδη με τα οποία καταπιάστηκε.
Ο μύθος είναι το νόημα της ίδιας του της ζωής ή ίσως, για να το θέσουμε καλύτερα, η αναζήτηση του μύθου που μπορεί να νοηματοδοτήσει μια ζωή πλέρια, λουσμένη στο φως, τη ζωή που πάλεψε για να ζήσει διαβαίνοντας τον δικό του μοναχικό ανήφορο.
©2017, Χρήστος Τσαντής
[1] Πάτροκλος Σταύρου, Επίμετρο, στο: Νίκος Καζαντζάκης, (2008), «Ο Φτωχούλης του Θεού», Αθήνα, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
[2] Μενέλαος Λουντέμης, (1976), «Ο Εξάγγελος» (Άγγγελος Σικελιανός), Αθήνα: Δωρικός.
[3] Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Χριστούγεννα 1977, Έτος: ΝΑ΄- 1977, τόμος: 102, τεύχος 1211, σελίδα 303.
[4] Νίκος Καζαντζάκης, (2009), «Αναφορά στον Γκρέκο», Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
[5] Νίκος Καζαντζάκης, (2009), «Αναφορά στον Γκρέκο», Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
[6] Νίκος Καζαντζάκης, (2009), «Αναφορά στον Γκρέκο», Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
[7] Χρήστος Τσαντής, (2016), «Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης», 2η έκδοση, Χανιά: Εκδόσεις Ραδάμανθυς
[8] «Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», (1984), Αθήνα: εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη.