Με τις καλύτερες προϋποθέσεις ανοίγει η νέα ελαιοκοµική περίοδος (1η Νοεµβρίου ‘14), µε όλες τις αναλύσεις να δίνουν σηµαντική ώθηση στις τιµές παραγωγού. Οι µέχρι σήµερα εκτιµήσεις για την εγχώρια αγορά, µε βάση τη διεθνή ζήτηση και τα επίπεδα παραγωγής στη Μεσόγειο (η Ισπανία βλέπει µείωση πάνω από 50%), επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά και στην πρώτη δηµοπρασία του χρόνου που έγινε την Τετάρτη στους Αγίους Αποστόλους Λακωνίας.
Μάλιστα, στην δηµοπρασία προσήλθαν 9 έµποροι, που έδωσαν προσφορές από 3,11 έως 3,44 ευρώ το κιλό, ενώ πέρσι είχαν προσέλθει 6.
Αυτή είναι και η τιµή πώλησης (3,44) για το προϊόν στην Λακωνία, από όπου έχουν πουληθεί 250–300 τόνοι, ενώ πέρσι την αντίστοιχη περίοδο η τιµή ήταν 2,70. Επίσης, στα 3 ευρώ το κιλό ανακοινώθηκε η αγορά έξτρα παρθένου ελαιολάδου από τον Αγρ. Συνεταιρισµό Γαργαλιάνων, ενώ στην ίδια τιµή παραγωγού αγοράζει το προϊόν και η ΕΑΣ Ηλείας.
Η ζήτηση του ελαιολάδου φαίνεται να είναι µεγαλύτερη από την προσφορά δεδοµένου µάλιστα ότι δεν υπάρχουν αποθέµατα από την προηγούµενη σοδειά, σε αντίθεση µε την αντίστοιχη περίοδο τα προηγούµενα χρόνια. Στην Μεσσηνία το Μαυρολίσιο ελαιόλαδο ξεκίνησε από τα 3 ευρώ το κιλό, «ενώ την αντίστοιχη περίοδο πέρσι ήταν στα 2,50», είπε στην Agrenda o Βασίλης Κοζοµπόλης, πρόεδρος ΕΑΣ Μεσσηνίας. Μεγάλη ζήτηση καταγράφεται και στην Κρήτη για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από ιταλικούς και ισπανικούς εµπορικούς οίκους.
Περιζήτητο το ελληνικό
Η ζήτηση του ελληνικού ελαιολάδου αναµένεται να συνεχιστεί, καθώς προβλέπεται µείωση της φετινής παραγωγής της Ισπανίας σχεδόν κατά 50% σε σχέση µε πέρσι (875.000 τόνοι από 1.777.300 τόνους).
Ως εκ τούτου, πιθανότατα να µην µπορεί να καλύψει τις παραγγελίες της, µε αποτέλεσµα να ευνοείται η Ελλάδα στην προσέγγιση νέων αγοραστών σε όλο τον κόσµο. Επίσης, σύµφωνα µε τα τελευταία στοιχεία του ∆ιεθνούς Συµβουλίου Ελαιολάδου (IOC), η παραγωγή ελαιολάδου στην Πορτογαλία αναµένεται µειωµένη σε µικρό ποσοστό (1,5 %), στην Συρία κατά 70% και στην Αργεντινή κατά 80%.
Αντιθέτως, για την Ελλάδα προβλέπεται αυξηµένη παραγωγή (στους 300.000 τόνους), έως και 122% παραπάνω από την πολύ χαµηλή περσινή, ενώ και στην Τυνησία εκτιµάται ότι η παραγωγή θα είναι περισσότερη από πέρσι (πάνω από 260.000 τόνοι).