Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Ο γεράκος στηριγμένος στο μπαστούνι του, κατέβηκε απ’ το μουλάρι του αγωγιάτη που τον είχε φέρει στο βοσκοχώρι. Ξεπέζεψε έξω από την αυλόπορτα του `Αη-Γιώργη για να ανάψει τα καντηλάκια στον τάφο των γονιών. Στη συνέχεια, πήρε το στενό σοκάκι κατευθυνόμενος προς το πατρικό σπίτι, σεπτό προσκύνημα στο χώρο που είδε το φως της ζωής και γνώρισε τον κόσμο.
Στο μοναδικό καφενείο στην υποτυπώδη πλατεία του χωριού, οι λιγοστοί θαμώνες τον καλωσόρισαν και τον κάλεσαν για ένα καφέ. Εκείνος, τους έγνεψε “αργότερα”, θέλοντας να προηγηθεί η επίσκεψη στο πατρικό σπίτι-εστία αναμνήσεων ζωής, γεγονότων που χάνονταν στους στρόβιλους του χρόνου, μα όχι ξεχασμένων…
…Προχώρησε…Στη στροφή του δρόμου και λίγο πιο πέρα από μια γιγαντωμένη ελιά, αντίκρισε τη θωριά του πατρικού σπιτιού. Ένα κύμα συγκίνησης τον έπνιξε και ένας κόμπος στον λάρυγγα, του έκοψε την ανάσα. Έβγαλε το μαντήλι του με κόπο και σκούπισε τα αυλάκια των δακρύων που στράλιαζαν στο ολόλευκο, δασύτριχο μουστάκι. Πόσες αναμνήσεις στη θωριά του πατρικού!…Έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί της κυρίας εισόδου που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ…Στηρίχτηκε στο μπαστούνι με το αριστερό και στον μαντρότοιχο με το δεξί του τρεμάμενο χέρι, και προχώρησε. Με αβέβαιο βήμα, έφτασε στην εξώθυρα…Την ακούμπησε με χέρι τρεμάμενο. Τράβηξε το πόμολο να ανοίξει, και τότε πρόσεξε το λουκέτο ασφαλείας που έκλεινε ερμητικά την αυλόθυρα, απαγορεύοντάς του την είσοδο. Μα είδε λουκέτα ασφαλείας και στην κυρία είσοδο του σπιτιού! Και στην άλλη αυλόθυρα που έβγαζε στον κήπο της οικογένειας, σ’ άλλους καιρούς. Ξαφνιάστηκε! Μα τούτες οι αυλόθυρες, δεν είχαν ποτέ κλειδιά και λουκέτα! `Ηταν λεύτερες στο άνοιγμα για την είσοδο του καθενός στην ευρύχωρη αυλή. `Ηταν αναμενόμενο να είναι κλειδωμένη η κυρία είσοδος του σπιτιού, αλλά το κλειδί στο χέρι του ήταν άχρηστο πλέον, καθώς, την έκλειναν κι εκείνη λουκέτα ασφαλείας!
Κάθισε αποσταμένος σε ένα πεζούλι στα δεξιά του. Απογοήτευση! Δεν το μπορούσε να εισέλθει στο πατρικό του!
«Για σκέψου φίλε μου!…..Ποιος το έκανε αυτό το ανοσιούργημα;» μουρμούρισε.
Άναψε την πίπα του. Το αλκαλοειδές της νικοτίνης, του μαλάκωσε τα εσώψυχα.
Δάκρυσε. Κάθισε ώρα αρκετή, παρατηρώντας το πατρικό του σπίτι, δυσπρόσιτο και απροσέγγιστο καθώς ήταν ερμητικά κλεισμένο…
…Σηκώθηκε με κόπο και στηριγμένος στο μπαστούνι με βήματα που βάρυναν απότομα –λες- κατευθύνθηκε στο μικρό καφενείο, και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρέθηκε εμπρός του.
Ο καφετζής, πρόθυμα τον πλησίασε και χαρωπά τον καλωσόρισε. Ο γεράκος, παράγγειλε τον καφέ του και του ζήτησε να καθίσει μαζί του, σαν του τον έφερε.
«Για πες μου, γιε μου, ποιος λουκέτωσε το σπίτι του πατέρα μου;» ρώτησε όλος ανυπομονησία ο γεράκος
.
Ο καφετζής, δίστασε…
Ο γεράκος, έπιασε τον δισταγμό του, επέμεινε:
«`Ελα γιε μου, πες μου να χαρείς, ποιος έβαλε τα λουκέτα στο πατρικό μου, αν ξέρεις δηλαδή…»
«Ξέρω…ξέρω…αλλά, δεν θέλω να μπλέξω…»
«Να μπλέξεις;…Δεν σε καταλαβαίνω παιδί μου…»
«Να! Ξέρεις…ο ανιψιός σου…εκείνος ο γιος δηλαδή του μακαρίτη του αδερφού σου τα έβαλε τα λουκέτα…»
«Και πώς το έκανε αυτό; Με ποιο δικαίωμα;»
«Ε…Να!…Μετά το θάνατο του πατέρα του, εμφάνισε μια διαθήκη –πλαστή βέβαια- που έγραφε πως το σπίτι που ανήκε –τάχα- στον θανόντα, περνούσε στην κατοχή του γιου του και ανιψιού σου… Κατάλαβες τώρα;»
«Κατάλαβα!» ψέλλισε ο γεράκος και σηκώθηκε…
…Τράβηξε κατά το νεκροταφείο όπου τον περίμενε ο αγωγιάτης, μουρμουρίζοντας: «Ότι πήρε ο παππούς σου και ο πατέρας σου, θα πάρεις κι εσύ, αχαΐρευτε…»
…Πέρασε καιρός. Κανείς δεν ξαναείδε τον συμπαθητικό ασπρομάλλη γεράκο, κι απόμεινε ο ανιψιός να χαίρεται το κλειστό σπίτι, πεσκέσι της κοντόφθαλμης βουλιμίας του…
Κάπου στη δεκαετία του’ 50…Πέτρινα χρόνια, σε πέτρινο τόπο…