Επαδά στα αναμούρδουλα βουνά τω Σφακιώ εξεφύτρωσα κι εγώ σα γ-και τον αργούλιδο. Μα ήσαντε μωρέ κοπέλια και τα χρόνια ντίμις αναμούρδουλα και ο Θεός να μην αφήσει αθρώπους γεννημένους να τραβήξουνε τα πάξη και τα βάλη απού ετραβήξαμενε εμείς τα πεντακακορίζικα τα κοπέλια εκείνου του καιρού, μα και οι γονέοι μας οι μαυροκακομοίρηδες, απού η μοίρα ν-τωνε ήτο πιλιά χειρότερη. Εμείς μπάρεμου, εφτάξαμενε το γ-κόσμο καλυτερισμένο. Ήρθενε το αυτοκίνητο στο χωριό μας, ήρθενε ο ηλεχτρισμός, εκάμανε γεώτρυσες και έχομενε μέσα στα σπίθια μας ατελείωτο νερό. Αν αρρωστήσει και κιανείς θα πάει και στο γιατρό, έχει δεν έχει λεφτά.
Ακόμις τσοι λυπούμαι τσοι γονέους μου, μα και τσοι ξάνους αυτήνης τση ηλικίας. Είχνε το κάθε σπίτι ετότεσιδά ένα λυχναράκι και ώστε να κάμει αυτός τη δουλειά ν-τοου, ήτο σβηστό ούλο τ’ άλλο σπίτι… εδά το κάθα σπίτι έχει δέκα γλόμπους και είναι και γλόμποι για να φέγγουνε στοί δρόμους. Ετότες δε μας εδίκανε το νερό του κοινοτικού πηγαδιού κι όποιος εσηκώνεντονε τη νύχτα έβριχνε νερό μα όποιος έπχαινε απίς θελά ξημερώσει δεν έβριχνενε. Εφέρναμενε νερό και από άλλα χωριά απού ήσαντε από το Θεό ευλογημένα και είχανε μπόλικο νερό.
Μα και η συγκοινωνία μας και η επικοινωνία μας με τον άλλο κόσμο εγίνεντονε με τα ποδαράκια μας και με το γαϊδουράκι. Η ζωή του κάθε χωριανού σπιθιού ήτονε το γαϊδουράκι ντου. Ελέγασινε ετοτεσιδά μια παροιμία: «Α θέλεις να καταστρέψεις το φτωχό, σκότωσέ του το γάιδαρό ν-του». με το γάιδαρο εκουβαλούσαμενε την κοπρέ, με το γάιδαρο εκουβαλουσαμενέ τα ξύλα, με το γάιδαρο εμετακινούσαμενε τσι κουμπάνιες μας και στο γάιδαρο εκαβαλικεύαμενε πολλές βολές, όντεν ηθέλαμενε να κόψομενε μεγάλο δρόμο. Πολλές βολές, αν είχενε αντοχή, τον εβάναμενε να σύρει τσοι μύλους στη φάμπρικα γη και στο μαγκανοπήγαδο. Εβάναμέντονε το γάιδαρο και να αλωνεύει, μα και να ζευγαρίζει. Στο ζευγάρι του, όμως, του βάναμενε κάσο στο λαιμό, γιατί ο καφάς του δεν αντέχει σαν τω βουγιώ και πληγώνεται, α(ν)δε ν-του βάλομενε κάσο.
Ετέθοιες ήσαντε οι ανάγκες ετοτεσιδά, απού και εμάς τα κοπέλια μας επαίρνανε απού το σκολειό για να κάνομενε εμπασάδες και ακόμις, όπως εκάναμενε πρωί και βράδι σκολειό, αν ήτονε κοντό το βάσανο και επχιαίναμε το μερι για να φάμε, γη με το καλό γη με το ζόρε μας υποχρεώνανε να βοηθούμε μπάρε μου μια ουλιά στο θέρος γη στο μαζωχτό.
Γλωσσάρι
Αναμούρδουλα= χωρίς τάξη και αρμονία
Αναθροφίκια= παιδικά χρόνια
Αργούλιδος= αυτοφυής ελιά
Εμπασάδα= μικροαποστολή
Ουλιά= μικρή δόση
Πάθη και βάλη= διάφορα βάσανα
Κουμπάνια= αποθήκευση τροφών
Κάσος= τον βάζουνε στον λαιμό του ζώου
Νάχα, θέλω= αν θα ήθελα
Δικά= φτάνει
Ντίμπις= τελείως
Καφάς= σβέρκος