Ο Αλή Γκογκό όπως έλεγαν οι παλαιότεροι ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Μουσουλμάνος που ζούσε στα Χανιά. Χαμάλης (φορτοεκφορτωτής) το επάγγελμα, στο Λιμάνι Χανίων. Τότε τα πλοία άραζαν στο Λιμάνι Χανίων και με βάρκες ξεφόρτωναν και φόρτωναν.
Ο Αλή – Γκογκός ήταν μαυριδερός πολύ ψηλός και πολύ αδύνατος. Κάπνιζε πολύ. Έβαζε στην μύτη του, σε κάθε ρουθούνι του από δύο τσιγάρα και στο στόμα του δύο με τρία τσιγάρα. Ρουφούσε με πάθος και φύσαγε με πάθος και όπως έβγαιναν καπνοί από παντού έμοιαζε με φουγάρο. Έτσι λοιπόν επικράτησε όταν κάποιος κάπνιζε πολύ και έλεγαν: «Καπνίζει σαν τον Αλή Γκογκό». Όταν έγινε η σφαγή των Μικρασιατών και ο διωγμός τους, διώξαμε και μεις τους Μουσουλμάνους που έμεναν εδώ. Μόνο που εμείς δεν τους σφάξαμε. Απλά τους διώξαμε. Ο Αλή Γκογκός δεν ήθελε να φύγει. Με κανέναν τρόπο. Έκλαιγε, χτυπιότανε, τους έφευγε.
Τον έβαζαν στο πλοίο, πήδαγε στην θάλασσα. Στο τέλος υποχρεώθηκαν και τον έδεσαν πάνω στο καράβι με αλυσίδες. Και από κει έκλαιγε και φώναζε: «Πατρίδα μου, Χανιά μου, θα γυρίσομε. Με βάρκες, με σανίδες, κολυμπώντας!». Αυτό που σας γράφω είναι αλήθεια. Ακριβώς αυτά έλεγε καθώς έφευγε. Όπως όταν ρώτησα τη γιαγιά μου, εκδιωχθείσα αγρίως απ’ την Σμύρνη όπου ζούσαν εκεί 3.000 χρόνια αν ήθελε να ξαναγυρίσει στην Σμύρνη μου απαντούσε με τρόμο απ’ αυτά που τράβηξαν στον διωγμό τους: «Σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη ζωή».