Του Σίμου Ανδρονίδη
Πριν από λίγες ημέρες, η διοίκηση της εταιρείας e food, προχώρησε στην ανακοίνωση της απόφασης της για την μετατροπή του καθεστώτος εργασίας 115 εργαζομένων της εταιρείας, προς την κατεύθυνση της εργασίας και δη της παροχής εργασίας τους, με όρους ελεύθερου επαγγελματία, freelancer εργαζομένου.
Η απόφαση αυτή, ουσιαστικά αναδεικνύει την επιδίωξη μίας επιπλέον εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων με σημείο αναφοράς εδώ τους 115 διανομείς, κάτι που επίσης δύναται να σημασιοδοτήσει την δυνατότητα της απόκλισης και της μη τήρησης των όρων εργασίας που προβλέπει μία σύμβαση εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο όμως, το ενδιαφέρον, θεωρητικά, έγκειται και στο ό,τι η απόφαση της εταιρείας, δεν έμεινε μέσα στα στενά εταιρικά όρια, προσλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία ευρύτερη κοινωνική και πολιτική δημοσιότητα, βοηθούσης και της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (κυρίως το Twitter), εκεί όπου διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την συγκρότηση μία ιδιαίτερης ‘κοινότητας διαμαρτυρίας’ κατά της απόφασης της εταιρείας e food, με την συγκεκριμένη ‘κοινότητα’ να συμπεριλαμβάνει στις τάξεις της αυτούς που έσπευσαν να εκφράσουν την εναντίωση και την διαμαρτυρίας τους στις διαδικτυακές πλατφόρμες αξιολόγησης, εγκάρσια αποδεικνύοντας ό,τι εν καιρώ πανδημικής κρίσης, το επάγγελμα του διανομέα που χρησιμοποιεί μηχανή, το λεγόμενο ‘παπάκι,’ παραμένει αρκούντως δημοφιλή, αυξάνοντας σε σημαντικό βαθμό, μετά από αυτή την ιδιαίτερη κινητοποίηση, τον βαθμό νομιμοποίησης του.[1]
Υπό αυτό το πρίσμα, αυτή η συγκροτούμενη ‘κοινότητα διαμαρτυρίας,’ από κοινού όμως με τις δράσεις που ανέπτυξαν οι διανομείς της εταιρείας, σημαντικό μέρος των οποίων συμμετείχε στη μοτοπορεία της Τετάρτης 22 Σεπτεμβρίου, όπου και προκηρύχθηκε στάση εργασίας, διαδραμάτισαν ρόλο στην αλλαγή στάσης της εταιρείας, που εν προκειμένω, έχοντας ήδη δεχθεί πλήγμα στο brand της, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει να απωλέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, προχωρώντας, αφενός μεν στην αλλαγή της απόφασης της, και, αφετέρου δε, στο κάλεσμα προς τους εργαζομένους της εταιρείας για την υπογραφή συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Προσφέροντας τους ουσιαστικά το δέλεαρ της μονιμότητας.[2]
Το συγκεκριμένο συμβάν έχει την ιδιαιτερότητα ό,τι μπορεί και αναδεικνύει το πλέγμα των αλλαγών των εργασιακών σχέσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια, και ιδίως εν καιρώ βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, όπως επίσης, καθίσταται και ένα συμβάν το οποίο και άπτεται μίας συγκεκριμένης παραμέτρου. Και ποιο μπορεί να είναι αυτή η παράμετρος;
Είναι η παράμετρος που σχετίζεται με το ευρύτερο ζήτημα της αποτελεσματικότητας μίας κοινωνικής (πολιτικής) και συνδικαλιστικής κινητοποίησης, εκεί όπου αυτό το ζήτημα δεν έπαψε να απασχολεί συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, κινήματα, και εν καιρώ κρίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, έχουμε να κάνουμε με την επίτευξη του στόχου και ακόμη παραπέρα, κάτι που μας ωθεί στο να τονίσουμε πως η κινητοποίηση που πραγματοποιήθηκε υπήρξε αρκούντως αποτελεσματική, ευέλικτη στο βαθμό που σταδιακά ανεδείκνυε τα προτάγματα της, λειτουργική, στο βαθμό που πέτυχε ευρύτερες συσπειρώσεις δίχως παράλληλα να προκαλέσει την δυσαρέσκεια άλλων κοινωνικών στρωμάτων,[3] την ίδια στιγμή που επίσης υπήρξε διαδραστική.
Οι παράλληλες δράσεις που αναπτύχθηκαν στη διαδικτυακή-ψηφιακή σφαίρα, λειτούργησαν αθροιστικά, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής απομόνωσης για την εταιρεία, η οποία και, προτού πέσει στην παγίδα της αυτο-αναφορικότητας, αποφάσισε να αντιδράσεις. Και μάλιστα, να αντιδράσει σωστά.
Με αυτόν τον τρόπο, είναι αυτό το υπόδειγμα το οποίο και προσφέρει την ευκαιρία για έναν ακόμη στοχασμό πάνω στο λεγόμενο ζήτημα της αποτελεσματικότητας μίας μορφής διαμαρτυρίας, καθώς φαίνεται πως όταν η όλη οργάνωση που επιτυγχάνεται είναι ευρεία, επιχειρώντας κάθε φορά συγκεκριμένα βήματα, μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα, στο εγκάρσιο σημείο όπου και υπονομεύεται εκ των έσω εκείνη η αντίληψη που θέλει μία κινητοποίηση ή αλλιώς, μορφή διαμαρτυρίας[4] εκ των προτέρων αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και κατ’ επέκταση, αποτυχημένη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ιδιαίτερη απήχηση απολαμβάνουν οι διανομείς, στις τάξεις της νεολαίας, φοιτητών που διαβούν στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και εργαζόμενων, αρκετοί εκ των οποίων, αναπαριστούν τον διανομέα, αν όχι ως φίλο, τουλάχιστον ως ‘δικό τους άνθρωπο’ (μοτίβα οικειότητας), με την σχέση που έχει διαμορφωθεί, ακόμη και αν αυτή δεν καθίσταται ευδιάκριτη δια γυμνού οφθαλμού, να επιδρά επί του κοινωνικού, συμβάλλοντας εδώ στη δημιουργία αυτού που πιο πάνω ορίσαμε ως ‘κοινότητα δημιουργίας.’ Οπότε, η σχέση που έχει αναπτυχθεί, και ως απόρροια συγκλινόντων βιωμάτων, ηλικιακής εγγύτητας (και όχι μόνο), μίας αντίληψη περί ‘εκμετάλλευσης’ τους, δεν προσιδιάζει προς την κατεύθυνση της επαγγελματοποίησης, παραμένοντας εντός πλαισίων κοινωνικών, αξιακών και ανθρώπινων-οικείων.
[2] Δείγματα της αλλαγής στάσης της, που διέθετε ευρύτερες προεκτάσεις, κοινωνικές, εργασιακές, συνδικαλιστικές, διεφάνησαν από την πρώτη στιγμή, με σημαντικό παράγοντα εδώ, την άσκηση μίας διαδικτυακώ τω τρόπω, πίεσης προς την εταιρεία, η οποία και εξέλαβε την μορφή της ανοιχτής καταγγελίας για αντεργατική στάση. Ήταν τότε που η διοίκηση της εταιρείας, εξέδωσε ανακοίνωση μέσω της οποίας έκανε λόγο για παραποίηση της αρχικής ανακοίνωσης της προς του 115 διανομείς-εργαζομένους.
[3] Γενικότερα ομιλώντας, οι διανομείς ‘γρήγορου’ φαγητού και τα σωματεία τους, όλα αυτά τα χρόνια, αποφεύγουν την τακτική της όξυνσης και των προκλήσεων, την εμπλοκή σε βίαια επεισόδια με την αστυνομία, με αποτέλεσμα την διεύρυνση του αποθέματος εμπιστοσύνης και συμπάθειας που απολαμβάνουν.
[4] Η κινητοποίηση των εργαζομένων-διανομέων, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαμαρτυρίας και δη κλαδικής διαμαρτυρίας, εν τω μέσω της πανδημικής κρίσης, συνιστά ίσως το μοναδικό, έως τώρα, δείγμα επιτυχημένης (εκ του αποτελέσματος) κινητοποίησης.