Την Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018, η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, η Πρεσβεία του Ισραήλ και το 1ο Γενικό Λύκειο Χανίων διοργανώνουν στα Χανιά, στο Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης», εκδήλωση για την απονομή του τίτλου του «Δικαίου των Εθνών» του Yad Vashem στην Αθήνα Βαρβατάκη για τη διάσωση του Ιωσήφ Βεντούρα, κατά την περίοδο της Κατοχής.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η Πρεσβεία του Ισραήλ και η Παγκρήτια Ένωση διοργανώνουν στο χωριό Κουρνάς Χανιών, τόπο καταγωγής της τιμηθείσας Αθηνάς Βαρβατάκη, εκδήλωση για τη δωρεά του τίτλου του Yad Vashem, που έλαβαν οι απόγονοί της, στη γενέθλια πόλη της Αθηνάς Βαρβατάκη.
Ο Ιωσήφ Βέντουρας και η μυθιστορηματική ιστορία πίσω από τη διάσωσή του
Ο Ιωσήφ Βεντούρας είναι από τους ελάχιστους Εβραίους της Κρήτης που γλύτωσαν από τη λύσσα των Γερμανών και το πλοίο Ταναΐς που πήρε στο βυθό όλους τους Εβραίους της Κρήτης, 350 άτομα – ανάμεσα τους και 88 παιδιά, και τους 250 Κρήτες αγωνιστές της αντίστασης, όπως και μερικούς αντιφασίστες Ιταλούς – στις 7 Ιουνίου 1944.
Gεννήθηκε στα Χανιά στο 1938, και σώθηκε από τύχη, όπως και ελάχιστοι άλλοι Εβραίοι, ίσως μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Μεταξύ αυτών και μια χριστιανής που έμενε στην εβραϊκή συνοικία των Χανίων και έζησε το «μάζεμα» των Εβραίων.
Ο κ. Ιωσήφ Βεντούρας μίλησε στο MadeinCreta, για αυτά τα οδυνηρά συναισθήματα που κάποια στιγμή «έσπασαν» και τον έπνιξαν και για αυτή την αγωνία, αλλά και για τον τρόπο που διασώθηκε αυτός και η οικογένεια του και φυσικά τα πρόσωπα που τους βοήθησαν αλλά και τους δωσίλογους.
Μας μίλησε και για τη «μάνα» του, μια Κρητικοπούλα από τον Κουρνά, την Αθηνά, ένα κορίτσι που προσποιήθηκε τη μάνα και ο Σήφης έγινε το νόθο παιδί της.
Τι ειρωνεία! Όταν η οικογένεια διασπάστηκε για να κρυφτεί και να επιβιώσει, ο Σήφης και η Αθηνά ζούσαν ακριβώς δίπλα από το στρατόπεδο των Γερμανών στο προάστιο της Αθήνας, την Πολιτεία.
Το καΐκι της διαφυγής
Το 1942 είναι από τις πρώτες οικογένειες των Χανίων που θα πάρουν το δρόμο της φυγής από το νησί.
Ένας φίλος του πατέρα του, που εργαζόταν ως μεταφραστής στην Γκεστάπο θα τους ενημερώσει ότι κάτι «κακό» προετοιμάζεται για τους Εβραίους. Το «κακό» ήρθε δυο χρόνια μετά.Είχε γίνει ήδη η καταγραφή των οικογενειών που ζούσαν στην εβραϊκή συνοικία.
Σε αυτή την πρώτη καταγραφή το όνομα της οικογένειας είναι στον κατάλογο, στη δεύτερη που έγινε το ’44 δεν είναι.
Ο πατέρας του δεν έδωσε το όνομά τους ούτε στην Αθήνα με δέλεαρ το συσσίτιο. Ίσως για αυτό και ζουν. Το έκανε ο θείος του και οδηγήθηκε στο Άουσβιτς.
Ξεπουλώντας ότι είχαν και με λιγοστά υπάρχοντα, οι γονείς, ο Σήφης, η αδερφή του, ο θείος του, και η Αθηνά Βαρβατάκη που εργαζόταν ως οικονόμος στην οικογένεια και επέλεξε να τους ακολουθήσει από το να επιστρέψει στο χωριό της, τον Κουρνά, επιβιβάζονται σε ένα καΐκι.
Δέκα ημέρες διαρκεί το ταξίδι μέχρι να φτάσουν στον Πειραιά. Θα περιπλανηθούν και θα μείνουν κάποια στιγμή σε ένα σπίτι στου Ζωγράφου.
««Ημουν ένα από τα κρυμμένα παιδιά. Φύγαμε από τα Χανιά πάνω σε ένα πλοιάριο που μετέφερε χαρούπια και με πολλούς κινδύνους. Μαζί μας ήταν και μια κοπέλα, η Αθηνά Βαρβατάκη, ως παραμάνα. Βρήκαμε στέγη στα Σεπόλια, ύστερα με τον φόβο της Γκεστάπο βρεθήκαμε στου Ζωγράφου, όπου κάποιοι δωσίλογοι μας εκβίαζαν και ζητούσαν χρυσό. Θυμάμαι καθαρά, όταν το σκάσαμε και η οικογένεια χωρίστηκε», αφηγείται ο Σήφης Βεντούρας.
«Εμένα με έστειλαν σε μια οικογένεια στην Εκάλη. Παρουσιαζόμουν ως νόθο παιδί της Αθηνάς, η οποία δέχθηκε να αναλάβει τον ρόλο και την ευθύνη. Το σπίτι μάλιστα βρισκόταν δίπλα σε γερμανικό στρατόπεδο και εκεί έζησα ώς το τέλος της Κατοχής. Είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία στην οικογένεια Πετρόχειλου, μου φέρθηκαν πολύ καλά, ισότιμα με τα παιδιά τους. Θυμάμαι υποσυνείδητα τον κίνδυνο, καθώς επλανάτο χωρίς να… λέει το όνομά του.
Σωτήρας μου ήταν η Αθηνά. Το γεγονός ότι έμεινα σε τρυφερή ηλικία χωρίς τους γονείς, με έκανε να πιστεύω ότι ήμουν πραγματικό παιδί της. Δεν είχα επικοινωνία μαζί τους και ο καιρός κύλησε σαν να πέρασαν χρόνια και να έσβησαν τη συγγένεια», λέει ο κ. Βεντούρας.
Ζούσαμε με την απειλή της πίεσης και του διωγμού. Στην τελική φάση των διωγμών, και ενώ ζούσαμε σε ένα σπίτι στου Ζωγράφου η οικογένεια απειλείται από τους δωσίλογους, μας εκβίαζαν. Ο πατέρας μου θα τους δώσει τα πάντα για να μας αφήσουν, να μην μας προδώσουν στους Γερμανούς. Θα διασπαστούμε για να ζήσουμε.
Εγώ θα μείνω με την Αθηνά η οποία με παρουσιάζει ως το νόθο παιδί της. Θα μείνουμε σε ένα σπίτι στην Κοκκιναρά ( σημερινή Πολιτεία). Εκεί υπήρχε μια μονοκατοικία μιας οικογένειας Πετρόχειλου, οι οποίοι ήταν έμποροι λαδιού.
Μας έκρυψαν δίπλα σε ένα γερμανικό στρατόπεδο. Στο σύνορο του σπιτιού ήταν το γερμανικό στρατόπεδο.
Δεν τους είδα ξανά μεταπολεμικά ενώ ακόμα δεν έχω καταλάβει τη σχέση που είχαν με τον πατέρα μου.
Οι γονείς μου κρύφτηκαν στο σπίτι του καθηγητή του πιάνου της μητέρας μου και διευθυντή του ωδείου Κρήτης προπολεμικά, του Κώστα Σφακιανάκη, σε μια άλλη συνοικία.
Η αδερφή μου κρύφτηκε στο σπίτι της αδερφικής φίλης της μητέρας μου, της Ευαγγελίας Πλουμιδάκη Γεωργιάδη (αδερφής της μητέρας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) είχε δυο μικρά παιδιά στην ίδια ηλικία με εμάς. Άγια γυναίκα! Ο άντρας της ήταν αντιστασιακός, έλειπε και αυτός και ήταν μόνη με τρία παιδιά.
Έκρυψε την αδερφή μου, στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη, με κίνδυνο και της ζωής της και των παιδιών της , φυσικά».
Ο μικρός Σήφης θα νιώσει την Αθηνά μάνα του, και ίδια θα το αγαπήσει καλύτερα από παιδί της. Άλλωστε δε θα κάνει ποτέ δικά της παιδιά, δε θα φτιάξει ποτέ δική της οικογένεια. Έμεινε μαζί του και τον μεγάλωσε, τον ντάντευε μέχρι που έγινε 18 χρονών.
Και ο Σήφης όμως μητέρα του την είχε αυτή τη γυναίκα, «ακόμα την αγαπώ» θα πει κάποια στιγμή με συγκίνηση. Αυτή η γυναίκα θα μείνει δίπλα τους και μετά τον πόλεμο, για να τους φροντίζει. Οι γονείς δούλευαν για να ορθοποδήσουν, η μητέρα παρέδιδε μαθήματα πιάνου στην Αθήνα – στα Χανιά δεν επέστρεψαν ποτέ.
Τους γονείς τους δεν τους θυμόταν και για πολλά χρόνια αναρωτιόταν αν ήταν οι βιολογικοί του γονείς.
Τον ρωτήσαμε αν θυμάται τι στιγμή που κάθισαν μαζί ξανά στο ίδιο τραπέζι.
«Δεν ξέρω πόσο χρονικό διάστημα έζησα με την Αθηνά. Ένα, δυο χρόνια; Για μένα είναι ένα ερωτηματικό. Δε ρώτησα ποτέ τον πατέρα μου για αυτό.
Θυμάμαι, όμως, την πρώτη ημέρα που σμίξαμε ξανά όλοι μαζί και φάγαμε στο ίδιο τραπέζι.
Στον Άγιο Παντελεήμονα έμεναν οι γονείς μου. Η Αθηνά με πήγε στο σπίτι. Κατέβηκαν στην είσοδο του σπιτιού για να με υποδεχτούν αλλά δεν τους αναγνώρισα»…