Χθες, 26 Νοεμβρίου και ώρα 11.00, στην αίθουσα 168 του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, ο Αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου Χρ. Μαρκογιαννάκης συναντήθηκε, όπως είχε προγραμματισθεί, με μέλη του Κοινοβουλίου της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.Στο πλαίσιο της εν λόγω συνάντησης συζητήθηκε μια σειρά θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, με προεξάρχον το ζήτημα της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα, καθώς τόσο η απόφαση όδευσης του μεγαλύτερου μέρους του αγωγού TAP (Trans Adriatic Pipeline) μέσω της Ελλάδας, όσο και η εξαγορά της ΔΕΣΦΑ από την αζερική κρατική ενεργειακή εταιρεία SOCAR έχουν ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις, συμβάλλοντας στη στρατηγική εμβάθυνση των αμοιβαίων δεσμών εμπιστοσύνης.
Ο κ. Μαρκογιαννάκης, εκπροσωπώντας το προεδρείο της Βουλής, τόνισε ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες για περαιτέρω διεύρυνση της διμερούς συνεργασίας στους τομείς του τουρισμού, της αγροτικής οικονομίας, των κατασκευών, της πράσινης ανάπτυξης και της πληροφορικής, ιδιαίτερα εν όψει της ανάληψης από το Μπακού των Ευρωπαϊκών Αγώνων του 2015, που αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας από την Ελλάδα προς τη φίλη χώρα, με δεδομένη την άκρως επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο Αντιπρόεδρος επεσήμανε εμφατικά ότι η Ελλάδα στηρίζει την περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων του Αζερμπαϊτζάν με την Ε.Ε., σεβόμενη παράλληλα τις θέσεις και τις διεκδικήσεις του Αζερμπαϊτζάν. Στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας των διμερών επαφών, ζήτησε την ενεργότερη στήριξη των Αζέρων στα εθνικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα ζητήματα, όπως είναι αυτό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, το κυπριακό και η ονομασία της Π.Γ.Δ.Μ., ιδιαίτερα σε διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους η Ελλάδα δεν είναι μέλος, όπως ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας.
Κλείνοντας, ο κ. Μαρκογιαννάκης υπογράμμισε πως, δεδομένου ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα οι διμερείς σχέσεις Ελλάδος-Αζερμπαϊτζάν αναπτύσσονται ραγδαία σε όλα τα επίπεδα, η αλληλογνωριμία και η ανταλλαγή απόψεων και στον κοινοβουλευτικό τομέα συμπληρώνει μια ήδη εντατικοποιημένη και εποικοδομητική συνεργασία, συμβάλλοντας στην καλύτερη δυνατή προώθηση της αλληλοκατανόησης των δύο λαών και συνεπικουρώντας καθοριστικά την αναπτυξιακή τροχιά των δύο χωρών.