Ομιλία του Προέδρου του Συλλόγου Επιστημόνων Σελίνου κ. Λουκά Μπασιά , στην εκδήλωση που διοργάνωσε στο χωριό Ασκύφου ο Δήμος Σφακίων στις 21-10-2018, στην Ημέρα μνήμης καταστροφής του Αλιδάκη το 1774
Μετά τη γνωστή επανάσταση του 1770 , που είχε αρχηγό το Δασκαλογιάννη, έμεινε στην επαρχία Σφακίων ο μισός περίπου πληθυσμός, σε σχέση με αυτόν που υπήρχε πριν την επανάσταση.
Γιατί εκτός από αυτούς που σκοτώθηκαν στις φονικές μάχες με τους Τούρκους, πολλοί άλλοι κάτοικοι έφυγαν και κατοίκησαν σε άλλα μέρη, λόγω των διώξεων που υπέστησαν, των μεγάλων καταστροφών που προκλήθηκαν στα σπίτια και γενικά στις περιουσίες τους, αλλά και γιατί χάθηκαν πολλοί δικοί τους άνθρωποι.
Οσοι απέμειναν στην περιοχή των Σφακίων, μάζεψαν ότι μπορούσαν να μαζέψουν και ξεκίνησαν να ξανακτίζουν τα κατεστραμμένα τους σπίτια. Συγκέντρωσαν τα ρημαγμένα τους κοπάδια και άρχισαν να καλλιεργούν πάλι τα χωράφια τους. Οι Τούρκοι πάντως δεν τολμούσαν να τους ενοχλήσουν ξανά.
Οι Χριστιανοί που έμεναν στους κάμπους υφίσταντο τώρα περισσότερα μαρτύρια από ότι πριν την επανάσταση. Γιατί οι Τούρκοι ήθελαν να πάρουν από τους Χριστιανούς εκδίκηση για τους 6000 νεκρούς που είχαν στα Σφακιά. Και την εκδίκηση τους αυτή την άφηναν να ξεσπάσει κατά των Χριστιανών των κάμπων αλλά και των Σελινιωτών που είχαν βοηθήσει στον αγώνα των Σφακιανών.
Τότε ο γενίτσαρος Ιμπραϊμ Αληδάκης θεώρησε πως βρήκε την ευκαιρία να κατορθώσει αυτά που δεν μπόρεσε να κάνει, εις βάρος των Χριστιανών, πριν από την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ψυλάκη, ο Αληδάκης ήταν ένας Γενίτσαρος ο οποίος «εκτός από την περιουσίαν, που είχεν εις την πόλιν των Χανίων, κατείχεν εις την ύπαιθρον περιοχήν των μίαν μεγάλην έκτασιν, η οποία εμεγάλωνε διαρκώς περισσότερον και εσχεδίαζε να γίνει χωροδεσπότης αποκλειστικός όχι μόνον όλου του Αποκορώνου, αλλά και των βορείων τμημάτων, μέχρι Θερίσου, καθώς επίσης και των νοτίων πλευρών των Λευκών Ορέων. Εις την χωροδεσποτικήν του περιοχήν όχι μόνον οι δουλοπάροικοι Χριστιανοί, αλλά και οι των γύρω περιφερειών δεν ημπορούσαν να έχουν ούτε όρνιθα παρά κατά το ήμισυ με αυτόν.
Ημέραν και νύκτα, εις εορτάς και εργασίμους ημέρας εξηναγκάζοντο όλοι νέοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά να κάμνουν δια λογαριασμόν του βαρυτάτας αγγαρείας.»
Την απεριόριστο απληστία του και τη σκόπιμο περίσφιξη του μεγάλου αυτού γενίτσαρου, ενός των μεγαλυτέρων της Κρήτης και ίσως του μεγαλύτερου εξ αυτών, δεν ήταν δυνατόν να ανεχθούν οι Σφακιανοί, ακόμη και αμέσως μετά την μεγάλη εκείνην καταστροφή τους, γιατί κινδύνευαν να εξαφανιστούν. Και έτσι ορκίστηκαν να τον εξολοθρεύσουν.
Πριν την επανάσταση του 1770, ο παπά Σήφης από τον Καλλικράτη των Σφακίων, μια μέρα που οι βοσκοί του Αληδάκη του πήραν μερικά πρόβατα από το κοπάδι του, τα οποία όμως του τα επέστρεψαν, αυτός μάζεψε τους κατοίκους του χωριού του, και άλλους μεν από τους βοσκούς και τους τυροκόμους του Αληδάκη μπόρεσε να σκοτώσει, άλλους δε τους έδιωξε κακήν κακώς. Επίσης όλα τα ζώα , τα τυριά και τα σκεύη του γενιτσάρου που βρήκαν, τα πήραν και τα μοίρασαν, σαν λεία πολέμου μεταξύ τους. Πήρε δε αυτός και τα τρία αδέλφια του εκτενείς μαδάρες του Αληδάκη, και τους καλλιεργήσιμους αγρούς που υπήρχαν σε αυτές. Το ίδιο έπραξαν και άλλοι όμοροι του αγά Ασκυφιώτες, αφαιρώντας του μεγάλες εκτάσεις.
Μάλιστα ο παπά Σήφης δεν αρκέστηκε σε αυτό αλλά προετοίμαζε και γενική με τους άλλους Σφακιανούς έφοδο κατά του Αληδάκη, προκειμένου να απαλλάξει την επαρχία Αποκορώνου και τις παρακείμενες περιοχές από το φοβερό δυνάστη. Δεν πρόλαβε όμως να το κάνει αυτό, γιατί μεσολάβησε η επανάσταση του Δασκαλογιάννη κατά την οποία και σκοτώθηκε.
Μετά λοιπόν την καταστροφή των Σφακίων από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, ο Αληδάκης είχε την γνώμη πως οι Σφακιανοί δεν είχαν πλέον την ικανότητα να αμυνθούν και να προστατέψουν τις ιδιοκτησίες τους. Θεωρούσε δε πως η καταστροφή που είχαν υποστεί στην επανάσταση αυτή τους είχε καταστήσει τελείως ακίνδυνους γι αυτόν. Όμως δεν υπολόγιζε τα πράγματα σωστά και έτσι αυτό του κόστισε και την δική του ζωή όπως θα αναφερθεί παρακάτω.
Αρχικά προχώρησε προς τα χωράφια που τούχαν πάρει και άρχισε να αρπάζει τις αγριάδες και τους αγρούς που του άρεσαν, προς των Σφακιανών τα σύνορα. Επίσης κάλεσε αυτούς που κατείχαν τις περιουσίες που θεωρούσε δικές του να του τις επιστρέψουν , πράγμα όμως που δεν έγινε πουθενά.
Γι αυτό νόμισε καλό να ζητήσει τη δύναμη της κρατικής εξουσίας, για να πάρει πίσω τις περιουσίες που του είχαν καταλάβει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ζήτησε τη βοήθεια του ανώτερου της Κρήτης πασά, που ήταν ο διοικητής στο Ηράκλειο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόντουσαν τα Σφακιά. Όμως αυτός καμιά βοήθεια δεν του προσέφερε. Γιατί οι Τούρκοι δεν ήθελαν να μπερδευτούν ξανά με τους Σφακιανούς, για χάρη του Αληδάκη.
Μετά όμως από αυτό, άρχισε να συγκεντρώνει στο Μπρόσνερο Τούρκους και Χριστιανούς από όλη την Κρήτη, για να κάμει εξόρμηση στα Σφακιά και να καταστρέψει ότι είχε απομείνει από την προηγούμενη μεγάλη επανάσταση. Μάλιστα έκτισε και ένα μεγάλο και δυνατό Πύργο κοντά στον Μπρόσνερο, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει καλλίτερα τα σχέδια του. Στον Πύργο του λοιπόν αυτόν, στο Μπρόσνερο, συγκέντρωσε την άνοιξη του 1774 περίπου τριακόσιους άνδρες.
Η σχετική ρίμα αναφέρει:
κ’ ασκέργια ‘μονομέργιαζε εις τά Σφακιά νά βγάλη,
νά μήν αφήση ‘ς τά βουνά πέτραν απάνω ‘ς άλλη.
ασκέρ’ εμονομέργιαζεν εις τά Σφακιά νά ρίξη,
τσοί Σφακιανούς εις τά γρεμνά ούλους νά τσοί γκρεμίση.
Ομως οι Σφακιανοί που δεν το έβαζαν κάτω και δεν υποτασσόντουσαν στις κακοτυχίες και τις δυσκολίες της ζωής, δεν λογάριασαν τα βάσανα που τράβηξαν, ούτε τις μεγάλες καταστροφές που υπέστησαν από τους Τούρκους, λίγα μόνο χρόνια πριν. Ετσι αποφασιστικοί καθώς ήσαν, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Ασκύφου για να μελετήσουν την κατάσταση και να αποφασίσουν τι θα πρέπει να κάνουν και πώς θα αντιμετώπιζαν τον τρομερό Αληδάκη.
Στη σύσκεψη τους στο χωριό αυτό, αποφάσισαν να επιτεθούν χωρίς καθυστέρηση εναντίον του και να μην περιμένουν να τους επιτεθεί αυτός πρώτος, όπως σχεδίαζε. Αποφάσισαν να του επιτεθούν αιφνιδιαστικά και να τον σκοτώσουν μέσα στον Πύργο του.
Είχαν σαν αρχηγούς τους τον Μανουσογιάννη, τον Βολουδάκη, τον Παπά Σήφη Σκορδύλη, τον Χατζηδογιωργάκη, τον Σηφοδάσκαλο, τον Μπουρδούνη, τον παπά Μωράκη, το Βορεινό, τον Πρινόλη και άλλους.
Σε βοήθεια των ανδρών έτρεξαν και πολλές Σφακιανές γυναίκες, ακόμη και νεαρές κοπέλες. Οπως η Πατσουροζαμπιά, η Κατερίνα Λουπάση, η Σοφούλα Μωράκη, η Σγουροφυλλιά, η Κατερίνα Βούρβαχη και άλλες πολλές, που πήραν τα όπλα τους και έτρεξαν για να βοηθήσουν τους άνδρες και τους αδελφούς τους.
Η σχετική ρίμα αναφέρει:
Γυναίκες, σεις νά κάτσετε μαζί μέ τά παιδιά σας,
μά σας κάτω ‘ς τόν Πρόσνερο, δέν έναι η δουλειά σας.
ογλήγορα ‘ς τά ‘σπίθια σας, των λέν’ οι πολεμάρχοι,
μά ‘μεις του Πύργου τή Τουρκιά τήν τρώμε καί μονάχοι.
–Μά ‘μεις δέν απομένομε, μαζί σας θ’ ακλουθούμε,
τσή ‘Ρωμηοσύνης τόν οχθρό κ’ εμείς θά πολεμούμε.
-«’Ας έρθου, ‘σά δέ γίνεται, μά η πρώτη των δέν έναι»,
είπεν, ο Βολουδόπωλος, «κ’ η συντροφιά καλ’ έναι».
Η επίθεση κατά του Πύργου του γενιτσάρου έγινε ένα πρωινό. Αφού τον περικύκλωσαν, περίμεναν να ξημερώσει για να φανούν οι Τούρκοι που τον υπερασπίζονταν. Διάλεξαν δυο άριστους σκοπευτές, τον Καραβάνο και ένα από τους Μπουζίδες, ώστε όταν θα φαινόταν ο γενίτσαρος να επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν πυροβολώντας εναντίον του. Και όταν αυτός θα ήταν νεκρός, θα επιτίθεντο και όλοι οι άλλοι και ορμώντας κατά του Πύργου, θα εξουδετέρωναν και τους άλλους που τον υπερασπίζοντο.
Πράγματι οι παραπάνω σκοπευτές μόλις τον είδαν τον πυροβόλησαν. Ομως τα όπλα και των δύο δεν εκπυρσοκρότησαν. Αυτό το θεώρησαν πως ήταν κακός οιωνός. Ομως δεν αποσύρθηκαν για να φύγουν, γιατί από την προστριβή των πυρολίθων και του θορύβου που έκαναν τα όπλα, έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Ετσι οι μεν πολιορκούμενοι Τούρκοι επιχείρησαν να βγουν έξω με τον αρχηγό τους Αληδάκη, οι δε πολιορκητές δεν υποχώρησαν αλλά ρίχθηκαν εναντίον τους, προεξάρχοντος του φοβερού Μανούσακα.
Οι έχοντες περικυκλώσει τον πύργο Σφακιανοί, βρήκαν την ευκαιρία να σκοτώσουν πολλούς από τους άνδρες του Αληδάκη, από αυτούς που ευρισκόντουσαν μέσα στον Πύργο.
Κατόρθωσαν όμως να γλυτώσουν περί τους εκατό πενήντα, οι περισσότεροι πληγωμένοι. Σώθηκαν γιατί οι Σφακιανοί δεν τους κυνήγησαν, μη θέλοντας να φύγουν από τις θέσεις τους, για να μη μπορέσει να διαφύγει ο τρομερός γενίτσαρος.
Όμως πάρα πολλοί μπόρεσαν και κλείστηκαν μέσα στον πύργο, μαζί με τον Αληδάκη, και από εκεί, αφού οχυρώθηκαν, άρχισαν να πολεμούν τους Σφακιανούς που τους πολιορκούσαν.
Ο Αληδάκης, που ήταν καλός πολεμιστής, δε δείλιασε και έκανε πολλές προσπάθειες για να μπορέσει να διαφύγει από τον πύργο, αλλά και για να διώξει τους άνδρες που τον πολιορκούσαν.
Όμως οι Σφακιανοί με γενναιότητα τους αντιμετώπισαν, και δεν τους επέτρεψαν να διαφύγουν. Οι τελευταίοι, ώρα με την ώρα λάβαιναν και πιο κατάλληλες θέσεις και κάποια στιγμή, μερικοί κατόρθωσαν και μπήκαν μέσα στον πύργο και η μάχη συνεχίστηκε με τα μαχαίρια.
ΟΙ Τούρκοι πολεμούσαν με γενναιότητα αλλά μπρός στην τόλμη των αντιπάλων τους και τον ηρωισμό τους, στο τέλος όλοι τους σκοτώθηκαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο αιμοβόρος γενίτσαρος Αληδάκης.
Μετά το θάνατο του γενίτσαρου, οι Σφακιανοί συγκέντρωσαν όλον τον πλούτο που είχε μαζέψει μέσα στον Πύργο του. Η συγκέντρωση αυτή κράτησε δυο μέρες. Ο Πύργος ήταν μέγαρο ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου. Και τι δεν υπήρχε εκεί μέσα.
Οπλα, πολεμοφόδια, ζώα, ρούχα, έπιπλα αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Ότι βρήκαν οι Σφακιανοί το μετέφεραν στο χωριό Ασκύφου και εκεί τα πράγματα που πήραν τα έκαναν σωρούς και τα μοιράστηκαν μεταξύ τους. Η μοιρασιά έγινε σύμφωνα με το Ομηρικό έθιμο, το οποίο και πάντα τηρούσαν. Μια «πάρτη» έπαιρναν τα παλληκάρια, δυο «πάρτες» έπαιρναν οι αρχηγοί. Και στις οικογένειες αυτών που σκοτώθηκαν, στο γενναίο τους αυτό αγώνα, έδωσαν και σε αυτές διπλή «πάρτη» από τα λάφυρα, διπλό μερίδιο δηλαδή.
Εκατό πενήντα 150 Τούρκοι σκοτώθηκαν στον Πύργο και πενήντα Χριστιανοί, όπως αναφέρει ο ιστορικός Παπαδοπετράκης, αν και κάποιοι αναφέρουν πως δεν είναι βέβαιο πως χρησιμοποίησε και Χριστιανούς ο Αληδάκης στον αγώνα του κατά των Σφακιανών. Εξάλλου ούτε ο ποιητής που έγραψε την ρίμα, για να περιγράψει όλα όσα τότε συνέβησαν, δεν κάνει λόγο για Χριστιανούς.
Η σχετική ρίμα αναφέρει:
Εδέτσι τόν εδιάξασιν αυτό τόν Αληδάκη,
‘πού ήτο ‘ς τόν Αποκόρωνα ακούνιστο χαράκι,
κ’ ήτονε κ’ ο πλουσιώτερος τω γιανιτσαραγάδω,
κ’ ακόμα δυνατώτερος απ’ ούλω τω πασάδω,
καί δέν επρόφταξ’ ο φτωχός τ’ ασκέρι ν’ αρματώση,
νά ‘βγει νά ‘βρει τσοί Σφακιανούς, ούλους νά τσοί σκοτώση.
Ο θάνατος του τρομερού γενιτσάρου είχε σαν αποτέλεσμα την απαλλαγή της περιοχής αλλά και των γύρω επαρχιών από το φοβερό τύραννο. Αλλά και από τους κληρονόμους του, που δεν τόλμησαν να ξαναπατήσουν στην περιοχή αυτή. Πούλησαν σιγά – σιγά την τεράστια περιουσία που είχε συγκεντρώσει και αποσύρθηκαν στα Χανιά και τα περίχωρα τους.
Ο ιστορικός Ψυλάκης γράφει:
Ο δε περιώνυμος πύργος έμεινε έκτοτε έρημος και ακατοίκητος, για να υπενθυμίζει, ότι κάθε τι εις τον κόσμο, όταν είναι οικοδομημένο εις απεριορίστους αδικίας, αργά η γρήγορα έχει κακό τέρμα και τέλος.
Στον αγώνα τους αυτό οι Σφακιανοί δεν έμειναν χωρίς απώλειες. Επεσαν από αυτούς 18 άνδρες, που ξεχώριζαν για τη δύναμη του σώματος, την ανδρεία και τη γενναιότητα τους. Αλλά και από τις γυναίκες που συμμετείχαν, σκοτώθηκαν δύο κοπέλες.
Οι πασάδες των Τούρκων δεν κινήθηκαν κατά των Κρητικών για να τους εκδικηθούν και να τους τιμωρήσουν για τον θάνατο του Αληδάκη. Η Πύλη πιθανότατα δεν ήθελε να ανακατευθεί, διατηρώντας επιφύλαξη. Ισως όμως και να ευχαριστήθηκε κιόλας, γιατί έβλεπε την περιφρόνηση και την απείθεια που εδείκνυαν προς αυτήν οι φοβεροί και αδίστακτοι γενίτσαροι.
Ουσιαστικά δηλαδή κερδίθηκε μια σημαντική νίκη του ηρωϊκού λαού των Σφακίων, που δεν είχε ακόμη συνέλθει από τα μαρτύρια που υπέστη, κατά την μόλις πριν από 4 χρόνια επανάσταση του Δασκαλογιάννη. Μια περίοδο δηλαδή που πέρασαν μαρτυρικά πάνω στα βουνά, με συνεχείς συγκρούσεις με τους Τούρκους, με θανάτους και ολοκληρωτική καταστροφή της περιοχής τους.
Ο ιστορικός Μουρέλλος γράφει: «Ισως δεν είχαν ακόμη ξαρρωστήσει οι φυλακισμένοι του Μεγάλου Κούλε, που μόλις είχαν φθάσει στα Σφακιά. Ισως ακόμα να μην είχαν καθαρισμένους τους δρόμους των χωριών των απ’ τα χαλάσματα και τ’ «αποκάουδα» της φωτιάς που τους είχαν βάλει οι Τούρκοι. Ισως να μην είχαν ακόμα περισυλλέξει τους σκελετούς των γυναικοπαίδων, που πότε από πείνα, πότε από κρύο, πότε από σφαγή, μέσα στην τραγική τους καταδίωξη , είχαν αφήσει σκορπισμένα στις αμουδάρες των βουνών και στα φαράγγια μέσα.
Κι’ όμως λαός δυνατός, και φιλελεύθερος με την πεποίθηση της ψυχικής του αντοχής και της σωματικής του ρώμης, ξεπετάχτηκε πάλι ορθός και δυνατός στην πρώτη ανάγκη κι’ έδειξε με την περήφανη αδιαφορία για το ότι θα μπορούσε και θάταν φυσικό να επακολουθήση το χαμό ενός πανίσχυρου και περιώνυμου γενίτσαρου. Σε τέσσερα χρόνια μέσα ξέχασε τα δάκρυα και το θρήνο που ετάραξαν την επαρχία του και ξαναβρήκε την πολεμική του «Ιαχή»».
Τα επόμενα χρόνια οι Σφακιανοί ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, τη μελισσουργία, τη γεωργία κτλ. Σιγά – σιγά άρχισαν να επιδίδονται και στη ναυτιλία, με ορμητήριο το λιμάνι του Λουτρού. Με την εξυπνάδα τους επρόκοψαν στο εμπόριο και τις μεταφορές. Κατόρθωσαν και έκαναν την επαρχία τους να εξελίσσεται, να ευδοκιμεί, να προοδεύει, να αποκτά χρήματα. Οι Σφακιανοί άρχισαν μια νέα ζωή, με γενική πρόοδο σε όλες τις εκδηλώσεις της. Έτσι λίγα χρόνια αργότερα, η επαρχία βρέθηκε να είναι δυναμωμένη και έτοιμη να ξαναρχίσει τον αγώνα στην επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αναδεικνύοντας σπουδαίους αρχηγούς και επαναστάτες. Ένας από τους αρχηγούς αυτούς ήταν ο εγγονός του Δασκαλογιάννη, ο ηρωικός Τσελεπής, που σκοτώθηκε τότε κοντά στην Κάνδανο.