Σήμερο είναι Κυριακή,
βάνω τ’ άσπρο μου βρακί
πάω στην Ανατολή
φέρνω κάστανα ψημένα
και καρύδια τσακισμένα
πάω τα στη μάνα μου
δέρνει με σκοτώνει με
ανοίγει λάκκο χώνει με.
(Κι εγώ αναρωτιόμουν μικρό παιδάκι: Γιατί την δέρνει, την σκοτώνει, ανοίγει λάκκο χώνει την; Επειδή πήγε στην Ανατολή; Ίσως! Ίσως να ήταν τότε Τουρκοκρατία που ‘’φτιάχτηκε’’ το κανακευτικό τραγουδάκι).
Άλλο κανακευτικό τραγουδάκι: ‘’Χόρευε κυρά σουσού κοίτα κι από πίσω σου τι κουρέλια κρέμονται’’.
Άλλο: ‘’Παλαμάκια παίξε τε κι ο μπαμπάς του έρχεται και του φέρνει κάτι τι λουκουμάκια στο χαρτί’’.
Άλλο: ΄΄Ντιχτρι ντι του λέγανε και μου το παντρεύανε και του δίνανε για προίκα ένα αμπέλι δίχως τρύπα΄΄. (Τώρα, τι τρύπα να ‘χει τ’ αμπέλι; Δεν ήξερα. Απλά μ’ άρεσε ο ήχος του και το κούνημα στα πόδια της μαμάς και της γιαγιάς).
Άλλο: ‘’Αχ κουνελάκι, κουνελάκι ξύλο που θα το φας. Μέσα σε ξένο περιβολάκι τρύπες να μην τρυπάς’’.
Άλλο: ‘’Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά. Το παχνί δεν τ’ άρεσε κι ήθελε αρχοντιά. Οντιά, οντιά, οντιά’’.
Άλλο: ‘’Όντε πάνε στα κουκιά σέρνουν και την κουλουκιά και όντε δει τον νοικοκύρη παίζει μια φωνή και φεύγει’’.
Όλ’ αυτά δεν ακούγονται πια. Δεν ξέρω αν οι σύγχρονες μαμάδες και γιαγιάδες ασχολούνται με κανακέματα και ντριχτριντίσματα των παιδιών τους. Τι ωραίο συναίσθημα να κάθεσαι στην ποδιά της μαμάς ή της γιαγιάς και να σε κανακεύουν! ‘’Ντιχτριντι του λέγανε…’’ να σε φιλούν και να κουνούν ρυθμικά την ποδιά τους μαζί και σένα!
Θυμάμαι, ήμουν μεγάλη, περίπου 20 χρονών και η γιαγιά μου η Σμυρνιά με κανάκευε ακόμα στα πόδια της και όταν κουραζόταν και μου ‘λεγε να σηκωθώ εγώ θύμωνα. Γιατί νόμιζα πως δεν μ’ αγαπούσε πια και της το ‘λεγα: ‘’Δεν μ’ αγαπάς πια;’’ Κι εκείνη γέλαγε και με φιλούσε. Αχ, τα κανακέματα! Οι γιαγιάδες τα κάνουν πια ή γυρνάνε μόνο στις καφετέριες; Δεν ξέρω!
Α.Κ.Α.