Ταχιά ταχιά ‘ναι αρχιμηνιά, ταχιά ‘ναι αρχή του χρόνου,
ταχιά ‘ναι απού περπάτησε ο κύριος του κόσμου.
Κι έκατσε και διαλάλησε όλους τους ζευγολάτες.
Ο πρώτος που τ’ απάντηξε ήταν ο Αι Βασίλης.
-Άγιε Βασίλη Δέσποτα, καλό ζευγάρι έχεις;
-Καλό το λέω, αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο,
το ευλόγησε η χάρη σου με το δεξί σου χέρι,
Με το δεξί με το ζερβί με το μαλαματένιο.
Το αλέτρι μου είναι αζίλακας και ο ζυγός μου δάφνη,
όσο το βουκεντράκι μου είναι μαργαριτάρι.
-Θα σε ρωτήσω, αφέντη μου, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,
ταϊ και ρόβη δεκαοκτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
μουζούρι στάρι έσπειρα κι αφράτικο κριθάρι,
μα ‘κει το ανεριάστηκαν, περδίκια και λαγούδια.
Στένω βροχάδες για λαγούς, βεριά για τα περδίκια
και θέρισα κι αλώνεψα κι έβγαλα χίλια μόδια,
μα δε τα καλομέτρησα γιατί ο Χριστός επέρνα.
Είπαμε της κεράς κι ας πούμε και της βάγιας.
Άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουντούνισε, ήντα θα μας εδώσεις.
Απάκι για λουκάνικο, για από πλευράς κομμάτι,
για από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι.
Αν είναι απ’ τη γαλανή, ας είναι ζευγαράκι.
Για από τον πόρο του βουτσιού κανένα οκαδάκι,
για από το λαδοπίθαρο ας είναι μιστατάκι.
Πολλά να ‘ναι τα έτη του και τα ποδόματά του
Κι αν έχει σερνικό παιδί στη σέλα καβαλάρης,
να σειέται, να λυγίζεται, να πέφτει το λογάδι,
να το μαζώνουν οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά παραμυθίδια.
Και του χρόνου!
Ανδρέας Γ. Αρολιθιανάκης