Ξεχωριστά αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας από κάθε μεριά της χώρας, προϊόντα που έχουν μία ιστορία να πουν, που δίνουν ώθηση και στηρίζουν την ελληνική οικονομία είναι η φέτα, το ελαιόλαδο, η επιτραπέζια ελιά, το κρασί, τα οποία ενσωματώνουν όλα τα μοναδικά χαρακτηριστικά του τόπου μας, του πολιτισμού μας και των παραδόσεων της ελληνικής υπαίθρου, δημιουργώντας μία μοναδική παρακαταθήκη.
Πρόκειται – σύμφωνα με τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” – για τα «δώρα» του πρωτογενούς τομέα, που προάγουν την πολύτιμη αγροτική παράδοση και περιουσία μας ως εθνικής. Ποιοτικά προϊόντα, που βρίσκονται στην κορυφή της εξαγωγικής δραστηριότητας και με όπλο τα μοναδικά διατροφικά χαρακτηριστικά τους, έχουν κατακτήσει τις αγορές του κόσμου.
H δύναμη και των προϊόντων αυτών, όπως άλλωστε όλης της γκάμας των προϊόντων που παράγει η ελληνική γη, βασίζεται στις ιδιαιτερότητες της βιοποικιλότητας της χώρας, μιας και έχουμε την τύχη να διαθέτουμε εξαιρετικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας. Έναν πραγματικό θησαυρό.
Η ελληνική παραγωγή αγροτικών προϊόντων παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής και των τιμών, πρωταγωνιστεί, κατέχοντας μία ξεχωριστή θέση στην ελληνική οικονομία. Όμως ο πρωτογενής τομέας, για να αντέξει χρειάζεται γενναία μέτρα στήριξης για τους ανθρώπους που παράγουν.
Ελαιόλαδο: Φέτος είναι η χρονιά του
Στοίχημα αποτελεί η πορεία του ελληνικού ελαιόλαδου τη φετινή σεζόν, με όλες τις προβλέψεις να είναι υπέρ του. Η παραγωγή σημειώνει άνοδο, οι τιμές επίσης, καθώς και οι εξαγωγές, μιας και το ελληνικό λάδι, καλείται να καλύψει και το κενό από την αποδεκατισμένη ισπανική και ιταλική παραγωγή.
Φαίνεται λοιπόν, ότι όλες οι προβλέψεις για μια χρυσή χρονιά για το ελαιόλαδο, ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα, που ταξιδεύει στις παγκόσμιες αγορές, επαληθεύονται.
Πάνω από 50% αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Την ίδια στιγμή, Ισπανοί και Ιταλοί, οι οποίοι έχασαν πάνω από την μισή τους παραγωγή δείχνουν το έντονο εμπορικό ενδιαφέρον τους για εισαγωγή του ελληνικού «πράσινο χρυσού».
Συνολικά οι Έλληνες παραγωγοί αναμένεται να παράγουν σχεδόν 350.000 τόνους ελαιόλαδου, σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της πενταετίας των 262.000 τόνων.
Πάντως παρά τα χαμόγελα αισιοδοξίας που επικρατούν στον ελαιοκομικό κόσμο, η ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη της τυποποίησης του προϊόντος αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο, μιας και σχεδόν το 80% των εξαγωγών ελληνικού ελαιολάδου φτάνει σε χύμα μορφή στις αγορές του εξωτερικού και ειδικά στην Ιταλία και την Ισπανία
Επιτραπέζιες ελιές: Το 90% του προϊόντος προς εξαγωγή
Χρονιά ρεκόρ σε ό,τι αφορά την αξία των εξαγωγών κατέγραψαν το 2022 οι επιτραπέζιες ελιές, ο κλάδος της οποίας αποτελεί από τους πλέον δυναμικούς με αποκλειστικά εξαγωγικό χαρακτήρα, μιας και το 90% της παραγωγής κατευθύνεται στις παγκόσμιες αγορές.
Την τελευταία 10ετία η αξία των επιτραπέζιων ελιών έχει υπερδιπλασιαστεί, ενώ η Ελλάδα κατέχει την 2η θέση στην παγκόσμια κατάταξη στις εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών.
Σύμφωνα, με τα προσωρινά στοιχεία της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς (ΔΟΕΠΕΛ), από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2022, οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών της χώρας έφτασαν σε αξία τα 565 εκατ. ευρώ και σε ποσότητα τους 193.000 τόνους, όταν το ίδιο διάστημα του 2021 οι ελληνικές εξαγωγές βρίσκονταν στα 456 εκατ. ευρώ και τους 217.000 τόνους αντίστοιχα.
Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικές ποικιλίες επιτραπέζιων ελιών, μοναδικές στον κόσμο, με την ποικιλία κονσερβολιά να αναλογεί (περίπου) στο 30% της εγχώριας παραγωγής, την ποικιλία Χαλκιδικής (περίπου) στο 50% και την ποικιλία Καλαμών στο 20% της παραγωγής.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην Ελλάδα παράγονται κατά μέσο όρο πάνω από 300.000 τόνοι ετησίως ελιάς όλων των ποικιλιών για επιτραπέζια χρήση, που αποτελεί το 10% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ το 90% περίπου της εγχώριας παραγωγής εξάγεται.
Μάλιστα, το 2020 η χώρα μας αποτέλεσε την κορυφαία ταχύτερη εξαγωγική χώρα επιτραπέζιας ελιάς (+36,5 εκατ. δολάρια), που παρά τις συνεχείς αντιξοότητες σε παγκόσμιο επίπεδο το 2022 (α’ 6μηνο) πέτυχε ρεκόρ εξωστρέφειας σε αξία, εμφανίζοντας άνοδο πάνω από 20%.
Στους σημαντικότερους προορισμούς που κατευθύνεται το προϊόν, ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ και η Γερμανία.
Φέτα: Ο «λευκός» θησαυρός με ιστορία χιλιετιών
Το μοναδικό ανάγλυφο της Ελλάδας αντανακλά η συνταγή και η μέθοδος παραγωγής της ελληνικής φέτας (ΠΟΠ), η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με το περιβάλλον.
Η ονομασία «φέτα», αν και δόθηκε τον 17ο αιώνα και αφορά τον τεμαχισμό του τυριού, συναντάται σε πολύ πιο παλιά βιβλιογραφία. Μια πρωτόγονη μορφή φέτας αναφέρεται ακόμη και στην Οδύσσεια, όπου ο ήρωας Οδυσσέας, δραπετεύοντας από τη σπηλιά του Πολύφημου, παίρνει μαζί του το τυρί που έφτιαχναν οι Κύκλωπες.
Σήμερα, η φέτα αποτελεί τη ναυαρχίδα των ελληνικών προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη και αντιπροσωπεύει το 10% περίπου των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων, αποδεικνύοντας την εξαιρετική διεθνή φήμη της.
Η ετήσια παραγωγή του υπολογίζεται στους 120.000 τόνους, εκ των οποίων περίπου 40.000 εξάγονται, ενώ συνολικά, κατέχει μερίδιο άνω του 80% στις εξαγωγές ελληνικών τυριών.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές στο 9μηνο του 2022 ανήλθαν σε 71.877 τόνους, αυξημένες κατά 2,9% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Όμως, η εκτόξευση της τιμής της φέτας ακόμα και στα 13 ευρώ/κιλό που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, έχει προκαλέσει μείωση 10% στον όγκο πωλήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI για το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, ενώ η κατανάλωση της συνολικής κατηγορίας των τυροκομικών προϊόντων μειώθηκε κατά 5,2%, η κατανάλωση της χύμα φέτας μειώθηκε κατά 9,3%, της συσκευασμένης πάνω από 11% και συνολικά ο όγκος κατανάλωσης της φέτας μειώθηκε κατά 10%.
Κρασί: Νέο ετήσιο ρεκόρ το 2022
Η ιστορία του ελληνικού κρασιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πολιτισμό, την οικονομία, τη θρησκεία, την κοινωνία και την καθημερινή ζωή, αλλά και με τα μέρη όπου αναπτύχθηκε η αμπελουργία.
Η Ελλάδα είναι μία από τις παλαιότερες αμπελουργικές περιοχές στον κόσμο και μία από τις πρώτες αμπελουργικές περιοχές στην Ευρώπη. Σήμερα αναγνωρίζονται ως ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) 33 ελληνικά κρασιά που παράγονται σε συγκεκριμένες ζώνες και με ορισμένες προδιαγραφές, ενώ οι περισσότερες από 300 γηγενείς ποικιλίες προσφέρουν επώνυμα Ελληνικά κρασιά, με αρώματα και γεύσεις.
Η θετική πορεία του ελληνικού κρασιού αποτυπώνεται και στα νούμερα των εξαγωγών. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 23% στην αξία και 10% στην ποσότητα.
Οι 5 δημοφιλέστεροι προορισμοί, με βάση τη συνολική αξία εξαγωγών το Α’ εξάμηνο του 2022, για το ελληνικό κρασί είναι προς Γερμανία αξίας 15,6 εκατ. ευρώ, προς ΗΠΑ 10,9 εκατ. ευρώ, προς Καναδά 4,3 εκατ. ευρώ, προς Κύπρο 4,1 εκατ. ευρώ και προς Ηνωμένο Βασίλειο 3,7 εκατ. ευρώ.