Του Βαγγέλη Πάλλα *
Ήρθε ο χειμώνας, βγήκαν τα παλτά, οι κουβέρτες, τα κάστανα και τα ρόδια. Για πολλούς από εμάς τους ανθρώπους της πόλης μπορεί να είναι πληροφορίες άνευ αξίας. Αλλά για τους ανθρώπους που μένουν στο δρόμο είναι πιο απλά.
Αυτοί οι άνθρωποι ζουν απλά. Το χειμώνα όταν γυρνούν από τη δουλειά ρίχνουν στην πρόχειρη σόμπα ξύλα και μαλάκωναν το κρύο. Τηλεόραση δεν έχουν. Αν ήθελαν θα μπορούσαν να ρίξουν μια μπαλαντέζα, να βρουν μια γεννήτρια και να πάρουν ρεύμα. Όμως δεν ήθελαν. Τους αρκούσε που μάθαιναν τα νέα ο ένας του άλλου.
Καθόντουσαν γύρω από ένα κύκλο τα βράδια και λέγανε τα νέα τους. Γέλαγαν, εξηγούσαν, περιέγραφαν, ρωτούσαν. Με δυο λόγια συζητούσαν. Καμιά φορά έκλαιγαν για κάτι θλιβερό που είχε συμβεί και έδιναν ο ένας χαρτομάντηλα στον άλλο. Πιάνανε κουβέντα και μαλάκωναν την μοναξιά τους.
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπερδεμένοι. Ζούμε μέσα από τοίχους απέναντι από όλα που συμβαίνουν γύρω μας. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε και φοβισμένοι.
…Μιλούν με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρούν τον οίκτο σας. Μέσα τους μιλούν χιλιάδες στόματα, που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο, μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά τους, κουνώντας λάβαρα πανηγυριού…
Οι άνθρωποι που έμεναν στον δρόμο, διάβαζαν πολλά βιβλία από τον άλλο, γι’ αυτό είχαν κάνει μια συμφωνία να μην σημειώνουν ποτέ με μελάνι πάνω στα βιβλία. Να σημειώνουν μονάχα με μολύβι και μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη, γιατί θα περνούσε το βιβλίο από πολλά χέρια, πολλά μάτια, θα μελετούσαν τις σελίδες του και χρειαζόταν να αφήσουν χώρο και για τους υπόλοιπους. Διάβαζαν βιβλία και μαλάκωναν τον φόβο. Εμείς οι άνθρωποι του τσιμέντου είμαστε απελπισμένοι και δεν εμπνέουμε εμπιστοσύνη πλέον.
Στους δρόμους τα βράδια παίζαν μουσική. Είχαν φτιάξει διάφορα σχήματα εγχόρδων, πνευστών και κρουστών, πολλές φορές με αυτοσχέδια όργανα (κατσαρόλες, ποτήρια, καλάμια). Εναλλάσσονταν οι μουσικές και κάποιες φορές παύαν τα σχήματα και μονοπωλούσε την μουσική ένα μόνο όργανο. Κάπου εκεί στον πάγκο υπήρχε ένα εγκαταλειμμένο πιάνο κάτω από ένα υπόστεγο. Αυτό σηματοδοτούσε πιο μεγάλες γιορτές τότε που ερχόντουσαν άνθρωποι από άλλους μακρινούς δρόμους. Γνώριζαν αγνώστους μέχρι τότε ανθρώπους. Μεγάλωνε ο κόσμος τους και ήταν αιτία αυτό για μεγάλη γιορτή. Παίζανε μουσική και μεγάλωναν τον χρόνο…Ζούσαν.
Από τους αρχαίους νόμους για τους περιπλανώμενους πολίτες έως τους σύγχρονους νομούς για την προστασία των δημόσιων χώρων, οι κυβερνήσεις φέρνουν νόμους ή αναβιώνουν παλιούς που, όμως έχουν ως αποτέλεσμα την τιμωρία των ανθρώπων που δεν έχουν μόνιμη κατοικία. Κοινώς οι άνθρωποι που δεν έχουν στέγη, στερούνται παράλληλα την ελευθερία να περιφέρονται, να τρώνε, να πλένονται και να κοιμούνται σε δημόσιους χώρους. Τα μέρη όπου οι τοπικές αρχές επιτρέπουν στους άστεγους να έχουν πρόσβαση (κατασκηνώσεις αστέγων, καταφύγια αστέγων, κέντρα ημέρας) βρίσκονται υπό την εποπτεία των αρχών της ποινικής δικαιοσύνης, θέτοντας έτσι τους ανθρώπους υπό άμεσο έλεγχο.
Πώς αντί να βρεθεί λύση για τους άστεγους, κοινωνία και νόμοι τιμωρούν όσους δεν έχουν μόνιμη κατοικία.
Κάθε πόλη και οι γκρίζοι δρόμοι της, κάθε δρόμος και οι άνθρωποι του, κάθε άνθρωπος και η ιστορία του. Ιστορίες με ελπιδοφόρα αρχή και λυπημένο τέλος, ιστορίες με τη μοναξιά της περιπλάνησης να θριαμβεύει ως κοινός παρονομαστής, το χρόνο να πληγώνει αντί να γιατρεύει, τη μνήμη να ασθενεί σιγά-σιγά το «που ξεκινήσαμε και τι γυρεύουμε εδώ». Άστεγος στα Ελληνικά, sin hogar στα Ισπανικά, bezdomovec στα Τσέχικα, hajlektalan στα Ουγγρικά, homeless στα Αγγλικά. Άλλη λέξη, άλλη γλώσσα, ίδια ουσία.
…Τα όνειρα τους μπορεί να είναι κάπου εκεί. Μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Μπορεί ποτέ να μην φτάσανε…αλλά κανένας δεν θα τους στερήσει το δικαίωμα να τα βλέπουνε από μακριά…
Οι άνθρωποι αυτοί χόρευαν. Παίζαν μουσική και χόρευαν. Έδιναν στον εαυτό τους μια ευκαιρία να ξεμουδιάσει το σώμα τους. Σαν μωρό να ακουμπήσει λίγο πιο κοντά στους παλμούς της καρδιάς και να ηρεμήσει. Χόρευαν άλλες φορές σε γρήγορους, χαρούμενους ρυθμούς και άλλες φορές σε αργούς, μελαγχολικούς. Ο ρυθμός αυτός είχε να κάνει λίγο με την εποχή του χρόνου. Σε φθινοπωρινή εποχή διάλεγαν πιο χαμηλούς ρυθμούς. Τα καλοκαίρια διάλεγαν γρήγορους, διεγερτικούς. Χόρευαν και μαλάκωναν τον πόνο. Σε αυτούς τους ανθρώπους έχω πίστη. Σε όλους εκείνους που οι υπερθετικοί του καλού και του κακού τους, είναι παγερά αδιάφοροι. Σε όλους αυτούς τους που προκειμένου να βρουν λίγα ψιχουλάκια ελπίδας να γκρεμίσουν τον τοίχο με τα νύχια τους.
Υπάρχουν και οι στυλοβάτες της κοινωνίας που αγωνίζονται στα μεγάλα σαλόνια (σκαρφαλωμένοι στις αποτυχίες* τους) με ήσυχες τις συνειδήσεις πως εκείνο που έκαναν ήταν το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν… Την ίδια ώρα ο -απέχων μίλια από τους χλιδάτους αυτούς κυρίους, δεύτερος (κόσμος), που σκεπάζεται κάτω από τα γεφύρια με τις κουβέρτες που πρόσφερε ο εξ αγχιστείας ο ανθρωπιστής νους του κράτους σε μια έξαρση της εναπομείνασας ηθικής του. (*αποτυχίες διότι δεν κατάφεραν να αποσοβήσουν το κακό ενδεχόμενο. Εργασία την οποία είχαν αναλάβει)
Είναι σαφές πως υπάρχει συνευθύνη. Όλοι έχουμε βάλει ελαφρώς το δακτυλάκι ή βαρύτερα το χέρι μας στη διαμόρφωση της εδραιωμένης κατάστασης από την οποία πολλοί ευεργετούμεθα σε μικρό η μεγαλύτερο ποσοστό από κάποιους άλλους, που έχουν σκληρά πληγεί και γυρεύουν τις μέρες αυτές να κάνουν ένα ζεστό μπάνιο σε κάποιο λεωφορείο του δήμου ή να φάνε ένα κάπως καλύτερο γεύμα.
Οι άνθρωποι που έμεναν στους δρόμους ονειρευόντουσαν. Όχι μια καλύτερη ζωή, αλλά να κρατήσει κι άλλο το τραγούδι του τριζονιού στην σιγαλιά της ήρεμης νύχτας. Να κρατηθεί κι άλλο ο παφλασμός του κύματος στην αγαπημένη ακτή. Οι βάρκες να μεταφέρουν ταξιδιώτες που ψάχνουν να γνωρίσουν και άλλες γωνιές της γης, όχι από φόβο αλλά από χαρά. Τα όνειρα αυτά δεν σταματούσαν. Το ένα διαδέχονταν το άλλο, όπως η μια στιγμή την άλλη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στους δρόμους, ζούσαν αληθινά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ήταν πολλοί. Οι άνθρωποι είναι δύσπιστοι στην αλήθεια.
Μπορεί να μην ταξίδευαν μακριά…αλλά η καρδιά τους πήγε μακριά…
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι συμμεριζόμαστε την άθλια κατάσταση των άστεγων, αλλά μας έχουν καλέσει για ρεβεγιόν το βράδυ… οπότε μια άλλη φορά τα συζητάμε.
Δεν είναι άξιοι όλοι της μοίρας που από καιρό τους ετοίμαζε το Ευρωπαϊκό ή το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής χρήματος. Υπάρχουν πολλοί που δεν άντεξαν και μαζί με αυτούς και κάποιοι άλλοι άσωτοι αν θέλεις, όμως η σκληρότητα δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο. Είναι πολλές φορές προτιμότερο να αθωώσουμε εκατό ένοχους από το να καταδικάσουμε έναν αθώο…
Εμείς ζούμε αγκαλιά μ’ ένα σχεδόν οι περισσότεροι. Σχεδόν εμείς, σχεδόν ολόκληροι, σχεδόν γνωρίζουμε, σχεδόν θέλουμε, σχεδόν ζούμε, σχεδόν μπλε. Σχεδόν κόκκινο.
Έτσι τους γνώρισε όλους αυτούς η Μυρτώ όσο καιρό έζησε μαζί τους. Απλούς και αληθινούς. Ήρθε όμως η μέρα που έπρεπε να φύγει. Έπρεπε ήθελε δεν ήθελε να επιστρέψει στην άλλη, την κανονική τους ζωή. …
Η γενιά τους ήταν μια αστραπή που πνίγηκε, η βροντή της γενιάς τους καταδιώχθηκε, σαν ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα. Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Οι άνθρωποι της γενιάς τους δεν πέθαιναν στα νοσοκομεία, κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα…
Έτσι πήρε το πρώτο λεωφορείο και γύρισε. Σε μια ώρα το πολύ θα ήταν σπίτι. Σε κάθε στάση επιβάτες έμπαιναν και άλλοι έβγαιναν. Οι περισσότεροι με βαλίτσες στο χέρι και σακίδια στους ώμους επέστρεφαν από ταξίδια. Η ώρα περνούσε, πλησίασε σχεδόν στην μέση της διαδρομής. Το λεωφορείο σταμάτησε στο φανάρι, έξω από έναν φούρνο.
Η Μυρτώ κοίταξε από το παράθυρο. Δεκάδες μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στο δρόμο, οι άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητα μιλούσαν στα κινητά και χειρονομούσαν νευρικά. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικά από τις ηλεκτρικές πόρτες στο φούρνο κρατώντας σακούλες με ψωμιά και κουλούρια, και άλλοι προσπαθούσαν να παρκάρουν για να πάνε στις δουλειές τους. Σε ότι τέλος πάντων ονόμαζαν δουλειές τους. Καλύτερα θα ήταν να έλεγαν στα κομμάτια που σπάγανε την ζωή τους.
Η Μυρτώ κοίταζε έξω από το παράθυρο. Σε τίποτα απ’ όλα αυτά δεν κολλούσε, το ήξερε. Οα ήταν αργά σκέφτηκε για μια στιγμή να ξεκουμπιστεί να φύγει, να γυρίσει πίσω εκεί στους δρόμους…να δώσει μια να ξεκολλήσει. Κάτι περίμενε να συμβεί που θα της έδινε την λύση. Κάτι οτιδήποτε. Να ανάψει το φανάρι, ν’ ανοίξει η πόρτα, να βγει έξω να μηδενίσει το κοντέρ και να γυρίσει εκεί στους ανθρώπους που ζούσαν στους δρόμους…
Κάτι τέτοιες στιγμές, που δυστυχώς είναι πολλές, νιώθω ντροπή. Ντροπή για ένα ανθρώπινο γένος που ξεχνά. Ξεχνά πως στη γη αυτή τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Ξέχνα την υποχρέωση που όλοι μας έχουμε, να συντηρήσουμε, να μοιραστούμε όλα τα αυτά τα αγαθά, ψυχικά και υλικά, που απλόχερα προσέφερε η φύση σε όλους μας χωρίς διαχωρισμούς. Πόση ντροπή πρέπει να νοιώθουμε για το αισχρό δημιούργημα μας, το τέρας του μυαλού και της παγωμένης ψυχής, τον κοινωνικό ρατσισμό!
Πόσο φτωχοί είμαστε στ’ αλήθεια όλοι εμείς, κάθε φορά που τραβάμε το χέρι και το κλείνουμε τα μάτια στην πείνα, στη δυστυχία ανθρώπων που τους κλέβουμε κάθε μέρα κομμάτια απ’ τη ζωή τους. Γιατί; Γιατί δεν έχουν το ίδιο «χρώμα» με μας, γιατί δε ζουν στην πολυτέλεια που εμείς επιλέξαμε να ζούμε, μόνο εμείς. Και τέλος, πόσο ανεγκέφαλος, πόσο αδυσώπητα σκληρός μπορεί να γίνει κάποιος όταν νομίζει ότι η προσφορά χάρη στον οίκτο, επουλώνει πληγές και λύνει σοβαρά προβλήματα, όπως η επιβίωση δίνοντας ψίχουλα απ’ τα σκουπίδια του, κανείς απ’ αυτούς όμως, δε σκέφτηκε ποτέ, ότι αυτή η βοήθεια ανοίγει άλλες, βαθιές πληγές! Τις πληγές της ψυχής, που ο μόνος τρόπος που μπορούν να κλείσουν είναι ένα χαμόγελο, ένα χάδι, ένα βλέμμα κατανόησης κι αγάπης. Ένα βλέμμα που λέει πως είμαστε όλοι το ίδιο. Πάντα! Παντού! Ό,τι «χρώμα» κι αν έχουμε, σ’ όποιο Θεό κι αν πιστεύουμε! Ένα βλέμμα που να λέει ότι είμαστε όλοι άνθρωποι
Η ίδια η έλλειψη στέγης δεν αποτελεί ακόμη έγκλημα στην F..E., αλλά οι νόμοι κατά των αστέγων και. οι διατάξεις που περιορίζουν την ελευθερία τους, μετατρέπουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες σε αξιόποινες πράξεις. Ωστόσο ο αγώνας για την επιβίωση είναι, αυτό που καθορίζει την καθημερινή ζωή των αστέγων, οι οποίοι υποχρεώνονται – μπροστά στην καταπίεση που βιώνουν – να βρίσκουν νέους τρόπους για να καταγγείλουν τη βία και την προκατάληψη που αντιμετωπίζουν καθημερινά…
* Ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πάλλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμαθε να διαβάζει, να γράφει, να σκέφτεται, να μιλά, να αντιδρά και με αυτά τα όπλα να πορεύεται στη ζωή. Είναι δημοσιογράφος μέλος των A.E.J. και I.F.J.. Ασχολείται κυρίως με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και συγκεντρώνει ειδήσεις για ιστορικά θέματα – μνήμης, μειονότητες, ανθρώπινα δικαιώματα, περιβάλλον, ιατρικά θέματα. Είναι μέλος του ΑΚΕΛ Ελλάδος. Email: pallas.eu@gmail.com
"google ad"