Γράφουν
Έξι μήνες μετά την πτώση της Καμπούλ και την άτακτη φυγή των δυτικών από το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ αισθάνονται υποχρεωμένες να σηκώσουν το γάντι που τους ρίχνει ένας στρατηγικός αντίπαλος, η Ρωσία, ασφαλώς ισχυρή στρατιωτικά, αλλά με μικρότερη προτεραιότητα για εκείνες από ό,τι η Κίνα. Επιπλέον, η εισβολή στην Ουκρανία συστρατεύει τους φοβισμένους Ευρωπαίους συμμάχους πίσω από τη σημαία του ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης.
Η πρόσφατη εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ φαίνεται τόσο παράδοξη ώστε πολλοί σχολιαστές έχουν χάσει τα λόγια τους: από τη μια πλευρά, η βιαστική και άτακτη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν τροφοδοτεί την υποψία περί μιας υπερδύναμης σε παρακμή, που δεν διστάζει πλέον να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τις διεθνείς δεσμεύσεις της. Από την άλλη, η σθεναρή αντίδρασή της στα σχέδια της Ρωσίας για την Ουκρανία φαίνεται να καταδεικνύει μια σκλήρυνση στάσης και την επιστροφή σε μια φιλόδοξη παρεμβατική πολιτική. Ωστόσο, όσο αντιφατικές και αν φαίνονται αυτές οι δύο εκφράσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, φανερώνουν μια ενιαία στρατηγική, με στόχο να αποκαταστήσει τη θέση της χώρας ως πρώτης υπερδύναμης του πλανήτη.
Η διατήρηση αυτού του καθεστώτος αποτελεί τον κύριο σκοπό των Αμερικανών ηγετών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου –και ακριβέστερα μετά το 1992, οπότε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε περιγράψει συνοπτικά τους στρατηγικούς στόχους του για τη μετασοβιετική περίοδο. Απαλλαγμένο από την απειλή μιας πολεμικής σύγκρουσης με τον παντοτινό εχθρό του, το Πεντάγωνο είχε ανακοινώσει ότι η στρατηγική του θα συνίστατο πλέον «στην παρεμπόδιση της εμφάνισης κάθε δυνητικού ανταγωνιστή στην παγκόσμια σκηνή»1. Οι στρατηγικοί σχεδιαστές του δεν κράτησαν κρυφό τι σήμαινε αυτό: την παγίωση της συντριπτικής υπεροχής των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και τη διατήρηση ενός συμπαγούς δικτύου έμπιστων συμμάχων.
Εκ πρώτης όψεως, η αποστολή δεν έμοιαζε ακατόρθωτη. Οι ΗΠΑ είχαν συντρίψει με ευκολία τον σοβιετικού τύπου στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991, και καμία άλλη χώρα εκείνη την εποχή δεν φαινόταν άξια να αντισταθεί στην αμερικανική κυριαρχία. Κατά τις απαρχές του νέου αιώνα, εντούτοις, μια νέα ανησυχία εκδηλώθηκε στον Λευκό Οίκο: αφενός σχετικά με τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας και αφετέρου σχετικά με τη δεδηλωμένη πρόθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν να επαναδομήσει τις ένοπλες δυνάμεις του. Με την έναρξη της θητείας του Τζορτζ Μπους, στις αρχές του 2001, οι υπεύθυνοι για την εθνική ασφάλεια δεσμεύτηκαν να αποτρέψουν αυτές τις νέες απειλές, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες και αναπτύσσοντας ακόμα στενότερους δεσμούς μεταξύ της χώρας τους και των κύριων συμμάχων της σε Ευρώπη και Ασία.
Ό,τι είχε αρχίσει να σκιαγραφείται η πολιτική αυτή, οι ΗΠΑ έγιναν ο στόχος των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Από τη μια μέρα στην άλλη, η προσοχή του Πενταγώνου έφυγε από τον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία προκειμένου να στραφεί προς τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τις επιταγές του «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που κήρυξε ο πρόεδρος Μπους, οι αμερικανικές δυνάμεις αναδιαμορφώθηκαν και προσαρμόστηκαν για να ανταποκριθούν σε μάχες «χαμηλής έντασης» σε απομακρυσμένες ζώνες. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 σήμανε την πρόσκαιρη επιστροφή στην παραδοσιακή στρατιωτική σύγκρουση με ένα βαριά εξοπλισμένο εχθρικό κράτος. Όμως, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Χουσεΐν, η πρώην αραβική περιφερειακή δύναμη έγινε κι εκείνη με τη σειρά της εστία ενός αντι-εξεγερτικού πολέμου μεγάλης διάρκειας.
«Να αυξηθεί η φονικότητα»
Ενόσω ο αμερικανικός στρατός αντιμετώπιζε τις τρομοκρατικές ομάδες, η Ρωσία και η Κίνα διπλασίασαν τις προσπάθειές τους να αυξηθούν οι στρατιωτικές δυνατότητές τους. Έχοντας διδαχθεί από τους πολέμους του Κόλπου το 1990 και το 2003, εξοπλίστηκαν με κατευθυνόμενους πυραύλους υψηλής ακρίβειας, καθώς και με άλλα εξελιγμένα όπλα που είχαν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους στο Ιράκ, περιορίζοντας σημαντικά το έως τότε τεχνολογικό προβάδισμα των Αμερικανών. Επιπρόσθετα, το Πεκίνο κατόρθωσε να κερδίσει πόντους στο γεωπολιτικό επίπεδο, διευρύνοντας τους εμπορικούς δεσμούς του στη Νότια και στη Νοτιοανατολική Ασία.
Τo 2011, οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εμμονικός πόλεμός τους ενάντια στην τρομοκρατία –παρότι πάντα δημοφιλής στο Κογκρέσο και στην κοινή γνώμη– είχε υπονομεύσει το καθεστώς τους ως υπερδύναμης. Στη διάρκεια μιας μυστικής συνάντησης το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε να οπισθοχωρήσει και να προσδώσει μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στον ανταγωνισμό με την Κίνα παρά στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Αυτή η νέα προσέγγιση, που αποκλήθηκε «περιστροφή» (pivot) προς την Ασία, ανακοινώθηκε από τον Αμερικανό Πρόεδρο κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας που εκφώνησε ενώπιον του αυστραλιανού Κοινοβουλίου στην Καμπέρα στις 17 Νοεμβρίου του 2011.
Για τον τότε αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, αυτός ο νέος προσανατολισμός δεν θα μπορούσε να ανταποκρίνεται καλύτερα στη δική του γραμμή, από την οποία δεν έχει παρεκκλίνει ποτέ έως σήμερα. Ωστόσο, η υπόσχεση του Ομπάμα να διαθέσει περισσότερα μέσα στην Ασία, «τη στιγμή που θέτουμε οριστικό τέλος στον πόλεμο στο Ιράκ και αρχίζουμε να βλέπουμε να μειώνεται η ένταση του πολέμου στο Αφγανιστάν», θα αποδεικνυόταν πρώιμη. Οι Ταλιμπάν επέδειξαν μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στο Αφγανιστάν, ενώ στο Ιράκ η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ / ISIS) ανάγκασε τον Ομπάμα να αποστείλει ενισχύσεις στη χώρα. Από το 2014 ώς το 2018, ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» κυριάρχησε στον στρατηγικό σχεδιασμό της Ουάσιγκτον, με τις αμερικανικές δυνάμεις να εξακολουθούν να μάχονται στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ενώ ταυτόχρονα νέα μέτωπα έκαναν την εμφάνισή τους στη Σομαλία και στην υποσαχάρια Αφρική. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, μια ανταρσία είχε αρχίσει να ζυμώνεται στους κόλπους του γενικού επιτελείου.
Για πολλούς αξιωματικούς –εκ των οποίων οι περισσότεροι είχαν θητεύσει τρεις, τέσσερις ή πέντε φορές στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν– ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε μετατραπεί σε στρατηγικό αδιέξοδο. Όχι μόνο είχε αποτύχει να εξουδετερώσει τους Ταλιμπάν ή να εμποδίσει τον πολλαπλασιασμό ομάδων που συνδέονταν με το ΙΚ ή με την Αλ-Κάιντα, αλλά είχε καταναλώσει τεράστιους πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση και τον εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής μηχανής ή οποιασδήποτε άλλης προσπάθειας για την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας –η οποία είχε γίνει ένας επιπλέον σημαντικός ανταγωνιστής ύστερα από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το καθεστώς της Αμερικής ως αδιαμφισβήτητης πρώτης υπερδύναμης του πλανήτη τέθηκε εν αμφιβόλω.
Με τη σιωπηρή συναίνεση του Ντόναλντ Τραμπ (που έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα γεωπολιτικά ζητήματα), οι ανώτατοι στρατιωτικοί ξεκινούν τη στρατηγική επανάστασή τους τον Φεβρουάριο του 2018. Στη «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» (NDS) που δημοσιεύθηκε εκείνο τον μήνα, ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» αναστέλλεται, ενώ ο «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» καθίσταται βασική έγνοια. «Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά μας έχει διαβρωθεί σε όλα τα πεδία του πολέμου –στον αέρα, στην ξηρά, στη θάλασσα, στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο»2, εξηγεί ο τότε υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις. Προκειμένου να αποκατασταθεί η αμερικανική υπεροχή, ο Μάτις προτείνει την αύξηση των αγορών όπλων και την ανάπτυξη προηγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών. «Μια επιτυχημένη εφαρμογή της “Στρατηγικής Εθνικής Άμυνας” του 2018 περιλαμβάνει την επένδυση σε τεχνολογικές καινοτομίες με σκοπό να αυξηθεί η φονικότητα», επιμένει.
Αυτό ήταν το στρατηγικό φύλλο πορείας που κληρονόμησε η κυβέρνηση Μπάιντεν όταν ανέλαβε καθήκοντα τον Φεβρουάριο του 2021. Και αρκεί μια ανάγνωση του «Ενδιάμεσου Στρατηγικού Οδηγού Εθνικής Ασφάλειας» που δημοσιεύθηκε από την κυβέρνηση τον Μάρτιο του 20213προκειμένου να εκτιμηθεί σε ποιον βαθμό παραμένει αισθητή η επιρροή του Μάτις στην Ουάσιγκτον. Οι συντάκτες του εγγράφου επιμένουν στην ανάγκη της διατήρησης της αμερικανικής τεχνολογικής και στρατιωτικής υπεροχής έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, συστήνοντας για την επίτευξη αυτού του στόχου «την απελευθέρωση πόρων προκειμένου να γίνουν επενδύσεις στις τεχνολογίες αιχμής και στις ικανότητες που θα καθορίσουν τον πλεονέκτημά μας όσον αφορά τη στρατιωτική και την εθνική ασφάλεια κατά το μέλλον».
Εξάλλου, όπως και η NDS του 2018, το σχέδιο του Μπάιντεν δίνει υψηλή προτεραιότητα στην ενίσχυση των δεσμών με τους Ασιάτες και τους Ευρωπαίους συμμάχους. Οι τελευταίοι, υπογραμμίζει, αποτελούν «μια αξιοσημείωτη πηγή ισχύος και ένα απαράμιλλο πλεονέκτημα για την Αμερική. (…) Γι’ αυτό και θα ενισχύσουμε το ΝΑΤΟ, θα επενδύσουμε σε αυτό και θα το εκσυγχρονίσουμε, και το ίδιο θα κάνουμε για τις συμμαχίες μας με την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Δημοκρατία της Κορέας». Τέλος, το στρατηγικό σχεδιάγραμμα του Μπάιντεν βασίζεται στο κεντρικό επιχείρημα της στρατηγικής της «περιστροφής» του Ομπάμα το 2011: την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις ατέρμονες συγκρούσεις που ρημάζουν τη Μέση Ανατολή, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να αφιερώσει την προσοχή και τους πόρους της στην επίταση του ανταγωνισμού με το Πεκίνο και τη Μόσχα.
Πιάνοντας δουλειά ήδη από το καλοκαίρι του 2021, οι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην Κίνα και στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού. Όπως ο Ομπάμα και ο Μάτις, ο πρόεδρος Μπάιντεν και η ομάδα εργασίας του θεωρούν πως η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, του παγκόσμιου κύρους και της όλο και πιο εκλεπτυσμένης τεχνολογικής γνώσης της. Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση Μπάιντεν την χαρακτήρισε «διαρκή απειλή», για την αντιμετώπιση της οποίας οι αμερικανικές δυνάμεις θα πρέπει να αναδιαμορφωθούν4.
Το φόβητρο μια κινεζικής δύναμης που θέτει σε κίνδυνο την αμερικανική υπεροχή υπαγόρευσε την εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, με μια ιδιαίτερη προσοχή να αποδίδεται στην Ταϊβάν. Απέναντι στις ελάχιστα συγκαλυμμένες απειλές της Κίνας να προσαρτήσει το νησί στην περίπτωση που εκείνο θα έκανε το παραμικρό επιπλέον βήμα προς την ανεξαρτησία, ο Λευκός Οίκος υποσχέθηκε να αντισταθεί σε μια τέτοια επίθεση, ακόμα και, σε περίπτωση ανάγκης, με τη χρήση στρατιωτικής δύναμης. Η υποστήριξη της Αμερικής στην Ταϊβάν είναι «στέρεη σαν βράχος», διαβεβαίωσε πολλάκις ο Μπάιντεν.
Ωστόσο, στα τέλη του 2021 ήρθε η σειρά της Μόσχας να εγείρει την ανησυχία της Ουάσιγκτον. Η κλιμάκωση που πυροδότησε ο πρόεδρος Πούτιν μονοπώλησε κατά ένα μεγάλο μέρος τις διαβουλεύσεις της εξωτερικής πολιτικής από την αρχή του 2022 κι έπειτα. Μολονότι η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και μολονότι οι ΗΠΑ δεν είναι διόλου υποχρεωμένες να της προσφέρουν χείρα βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης, η επίδειξη δύναμης της Μόσχας δεν παύει να εκλαμβάνεται ως πρόκληση ενάντια στη δυτική αλληλεγγύη. Οι ιθύνοντες της Ουάσιγκτον, θεωρώντας τη χώρα τους ακρογωνιαίο λίθο της δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας, αντιμετωπίζουν κάθε έλλειψη πυγμής ως έναν νέο κίνδυνο για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Μετά την αναγνώριση των αποσχιστικών δημοκρατιών της Ουκρανίας από τον Πούτιν και την αποστολή ρωσικών αρμάτων μάχης στα εδάφη της, ο πρόεδρος Μπάιντεν γνωστοποίησε δημόσια την υπογραφή ενός διατάγματος που ενίσχυε τις κυρώσεις. Ήταν ένας τρόπος να λάβει θέση, επαναβεβαιώνοντας παράλληλα το κύρος της Αμερικής.
Αυτό είναι το πρίσμα υπό το οποίο οφείλουμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά της κυβέρνησης Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία και την Ουκρανία. Μολονότι ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη και ότι οι ΗΠΑ δεν θα απέστελαν στρατεύματα προκειμένου να βοηθήσουν το Κίεβο να αμυνθεί, απείλησε τη Μόσχα με «γρήγορα και αυστηρά» αντίποινα σε περίπτωση εισβολής. Εκτός αυτού ανέπτυξε ενισχύσεις πολλών χιλιάδων ανδρών στην Πολωνία και στη Ρουμανία –δυο χώρες «πρώτης γραμμής» που είναι μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας και φιλοξενούν στην επικράτειά τους συστοιχίες αμερικανικών πυραύλων.
Κυρίως όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος ενήργησε ως πρωταγωνιστής στο ΝΑΤΟ, συμβουλεύοντας τακτικά τους ηγέτες των άλλων κρατών-μελών και ενθαρρύνοντάς τους να σκληρύνουν τη στάση τους στο ζήτημα της Ουκρανίας. Με τη γενίκευση της σύρραξης, ο Μπάιντεν είναι εκείνος που συντονίζει τη στρατιωτική αντίδραση της Δύσης και καθορίζει τις κυρώσεις που θα υιοθετηθούν κατά της Μόσχας.
Στην Ουάσιγκτον, πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν κάτι τέτοιο εδώ και καιρό: μια ευκαιρία για την Αμερική να δείξει τα διαπιστευτήριά της ως μεγάλη δύναμη, μονομαχώντας με έναν σημαντικό αντίπαλο, αντί να εμπλέκεται σε αμφίβολες επιχειρήσεις εναντίον φτωχά οπλισμένων φανατικών θρησκόληπτων. Μια απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την ουκρανική μεθόριο –έστω και μεταμφιεσμένη από τη διπλωματία του «σώζω τα προσχήματα»– θα ερμηνευόταν ως νίκη της σκληρής γραμμής του Μπάιντεν και θα οδηγούσε σίγουρα και σε άλλες εκδοχές του ίδιου σεναρίου. Ειδικά μετά την απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, το σοκ δίνει στην Ουάσιγκτον μια εξαιρετική ευκαιρία να θεμελιώσει την ηγετική θέση της στο ΝΑΤΟ.
Η κρίση αυτή σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο κεφάλαιο της μακράς μάχης που έχει αναλάβει η Ουάσιγκτον προκειμένου να εξασφαλίσει μια κυρίαρχη θέση σε έναν ασταθή κόσμο. Αναμφίβολα, άλλοι ανταγωνιστές και άλλες κρίσεις θα εμφανιστούν στα επόμενα χρόνια. Ήδη, ο ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων δυνάμεων έχει επιστρέψει στην καρδιά των αμερικανικών στρατηγικών προβληματισμών.