Άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι και υποαμοιβόμενοι είναι οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, παρά τις απαιτήσεις των εργοδοτών τους.
Όπως δείχνει έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, οι επιχειρήσεις ζητούν από τους νέους να διαθέτουν προσόντα όπως μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας και τριετή προϋπηρεσία επάνω στο αντικείμενο που θα απασχοληθούν, ωστόσο το αντικείμενο εργασίας το οποίο τους προσφέρεται αντιστοιχεί σε απόφοιτο Λυκείου και ο μισθός που τελικά λαμβάνουν δεν ξεπερνά αυτόν που θα έπαιρνε ένας απόφοιτος Γυμνασίου. Τούτο δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό και το λεγόμενο brain drain, τη φυγή δηλαδή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
Τα στοιχεία της έρευνας παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του Κέντρου στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η Ελλάδα, εκτός από το ότι κρατά τα σκήπτρα της ανεργίας εμφανίζει και τον υψηλότερο δείκτη σε αυτούς που εγκαταλείπουν την εκπαίδευση και μένουν και εκτός εργασίας. Σύμφωνα με την έκθεση του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, το 30,4% των απόφοιτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εργάζεται σε δουλειές πολύ κατώτερες των προσόντων που διαθέτει προκειμένου να μη βρεθεί νατιμέτωπο με το φάσμα της ανεργίας.
Ένα ποσοστό 34,1% των νέων που εγκαταλείπουν το σχολείο μετά το Γυμνάσιο είναι άνεργοι, καθώς και ένας στους τρεις απόφοιτους Λυκείου βιώνει την ανεργία (ποσοστό 31,2%).
Σύμφωνα με τον ερευνητή-Επιστημονικό Συνεργάτη ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ κ. Νίκο Παΐζη, «η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Πρωταθλήτριες στην ανεργία των νέων (15-34 ετών), σύμφωνα με τα ευρύματα της ίδιας μελέτης, εμφανίζονται η Δυτική Μακεδονία και η Δυτική Ελλάδα, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στο Ιόνιο και το Νότιο Αιγαίο.
Τα δραματικά ποσοστά ανεργίας, όπως παρουσιάζονται, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην μέχρι τώρα απασχόληση κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Επτά στους δέκα Έλληνες απασχολούνται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες από το 2008 έως σήμερα έχουν αποδεκατιστεί. Και αυτό διότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποτελούν το «σώμα» της ελληνικής επιχειρηματικότητας, καλύπτοντας το 99,6% των επιχειρήσεων. Απασχολούν δε το 76,0% του συνόλου των εργαζομένων και παράγουν το 56,0% της συνολικής προστιθέμενης αξίας που παράγει το σύνολο των επιχειρήσεων στη χώρα.
Μάλιστα, το 2014 οι επιχειρήσεις αυτές έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους αφού 175.844 κατέβασαν ρολά, οδηγώντας στην ανεργία το 1 των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ.€) έναντι του 2008.
Από το βήμα του συνεδρίου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος αναφερόμενος στο έργο του Κέντρου έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι δεν έχουν δοθεί ακόμη οι θεσμοθετημένοι πόροι, η απουσία των οποίων απειλεί άμεσα την λειτουργία του, λέγοντας μάλιστα πως έχει πλέον «ζωή» μόλις έναν μήνα.