Ο Γιάννης Κωνσταντουδάκης, ο μπαμπάς μου έφυγε 13 του Σεπτέμβρη.
Τέτοια σύμπτωση! Και η μαμά μου έφυγε 13 του Μάρτη. Μόνο πολύ πιο νέα!
Ήταν Κυριακή μεσημέρι. Το Σάββατο βράδυ είχαμε έρθει με τον Νίκο να σε δούμε. Μιλούσες, κάθισες στο κρεββάτι. Κάποια στιγμή σου λέω:
– «Μπαμπά, εμείς τώρα θα φύγομε. Θα πάμε μια βόλτα στο Κουμ Καπί. Αύριο θα έρθει η Μαίρη. Και μεις θα ξανάρθομε τη Δευτέρα. Εντάξει, μπαμπά;»
Έγνεψες καταφατικά και χαμογέλασες. Τα μάτια σου πήραν εκείνη την γνωστή αγαπημένη έκφραση, σαν να με χάιδευαν, όταν από παιδί σου ζητούσα να πάμε βόλτα.
– Μπαμπά, πάμε βόλτα, πάμε σινεμά!
– Μπαμπά, θα πάω βόλτα με τη Μαίρη!
– Μπαμπά, θα πάω βόλτα με τις φίλες μου!
– Μπαμπά, θα πάω βόλτα με τον Νίκο!
Μπαμπά, θα πάω βόλτα….
Και συ πήρες την ίδια έκφραση, την χαϊδευτική που έπερνες πάντα!
Και γω ευχαριστήθηκα που είδα αυτήν την έκφραση. Που όμως μ’ αποχαιρετούσες!
Όταν βγήκαμε έξω και περνούσαμε μπροστά απ’ το παράθυρό σου, ανασηκώθηκες, σήκωσες το χέρι σου και με φωνή τόσο δυνατή που τρόμαξα, τόσο δυνατή σαν ν’ αποχαιρετούσες τη ζωή ολόκληρη που πέρασες αγαπημένα με τον γαμπρό σου φώναξες:
«Καληνύχτα Νίκοοοο!»
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πήγαμε στο χωριό. Είχαμε δουλειά και είχαμε εργάτες. Αργούσαν να τελειώσουν για να τους πληρώσουμε και είπαμε πάλι:
– Πάμε μια βόλτα, πάμε να κάνομε ένα μπάνιο μέχρι να τελειώσουν.
Πήγαμε στο Στόμιο. Δεν ξέρω γιατί εγώ που λατρεύω τη θάλασσα δεν έπεσα στο νερό.
– Πάμε – λέω στον άντρα μου – μια βόλτα στο δασάκι απέναντι, να περπατήσομε, δεν έχω όρεξη να κολυμπήσω. Δεν ξέρω γιατί.
Μπήκαμε στο δασάκι. Κάτσαμε κάτω από ένα πεύκο.
Εγώ ένοιωθα περίεργα. Σηκώθηκα και περπάτησα μόνη μου. Απομακρύνθηκα. Και τότε έγινε κάτι τρομερό. Ένοιωσα τη γη να τραντάζεται σαν να γινόταν σεισμός.
Ένοιωσα σα να γινόταν μια περίεργη πάλη, σαν να ξεκολλούσε η γη και να ‘φευγε στον ουρανό. Κοίταξα έντρομη τα δέντρα να δω αν κουνιόταν. Δεν κουνιόταν.
– Παναγιά μου! Κάτι κακό συμβαίνει τώρα στη γη. Κάτι έγινε! Το μέρος αυτό είναι καταραμένο, είναι τρομακτικό!
Τρέχω έντρομη στον άντρα μου.
Μου λέει μόλις με βλέπει:
«Το ‘νοιωσες και συ; Αυτό το περίεργο συναίσθημα; Δεν μ’ αρέσει το μέρος».
Το ‘χε νοιώσει και ο άντρας μου αλλά όχι τόσο έντονα, όσο εγώ.
– Πάμε να φύγομε, πάμε να φύγομε, κάτι κακό έχει συμβεί, κάτι κακό θα γίνει.
Μπήκαμε έντρομοι στο αυτοκίνητο.
Δεν είχαμε απομακρυνθεί ένα τέταρτο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
– Ο μπαμπάς πέθανε. Πριν 20 λεπτά περίπου.
Ξέσπασα σε λυγμούς. Την ώρα που έβγαινε η ψυχή του την νοιώσαμε! Ήταν η ώρα που γινόταν ο χαλασμός. Που η γη πάλευε στην κυριολεξία με τον ουρανό! Να μας σκεπτόταν άραγε εκείνη τη στιγμή και επικοινώνησε μαζί μας; Την νοιώσαμε την τρομερή στιγμή που χανόταν. Ο μπαμπάς μου!
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία…
Πολλές εκατοντάδες ήταν οι προσκεκλημένοι που πήγαν το απόγευμα του Σαββάτου στην εκκλησία όπου θα…
Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2024 σε σχέση με…
Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ξεκίνησε το πρωί της Κυριακής στα Χανιά.…
Με την συμμετοχή πλήθους κόσμου, εκπροσώπων σωματείων και μαζικών φορέων πραγματοποιείται σήμερα Κυριακή στο «Σπίτι…
Στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη Booking.com και εν γένει από τις πλατφόρμες κρατήσεων που είναι ευρύτερα γνωστές…
This website uses cookies.