Μαζί με τους αμέτρητους ήρωες που εξέθρεψε η αειφόρος ελληνική Γη, υπήρξαν και απεχθείς μορφές που σημάδεψαν για πάντα την ιστορία του Έθνους. Ως άλλα παράσιτα σε ένα θαυμαστό περιβόλι, ανδρώθηκαν στο ημίφως την ώρα που οι γενιές των Ελλήνων κοιτούσαν κατάματα τις ορδές των ξένων κατακτητών, κατατρώγοντας την ρίζα του δέντρου που έμελλε να βλαστήσει την συνέχιση της ιστορίας.
Η ιστορία της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης θα έπρεπε να αποτελεί βασικό μέρος εκπαίδευσης για τις επόμενες γενιές. Η σημερινή τραγωδία που βιώνει ο ελληνικός λαός δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται απλώς σαν φάρσα, αλλά οι ρόλοι των δοσίλογων που δρουν στο πλευρό των κατακτητών είναι βγαλμένοι ακριβώς από εκείνη την μαύρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Κάποιοι αναλυτές, όπως ο Δημοσθένης Κούκουνας προχωρά ένα βήμα παραπάνω, ταυτίζοντας την διαχρονικότητα της προδοσίας με συγκεκριμένες κάστες ανθρώπων που η ενδελεχής έρευνα ταυτοποιεί ακόμα και πρόσωπα.
Ένας καλόπιστος ερευνητής θα μπορούσε εύλογα να απορήσει: Πώς είναι δυνατόν ένας λαός που πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα αίματος σε όλη την Ευρώπη να ανέχεται φορείς εκείνης της μαύρης περιόδου να μεσουρανούν δεκαετίες μετά στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου υπηρετώντας ακριβώς τα ίδια συμφέροντα; Πώς είναι δυνατόν μετά την Νυρεμβέργη, η Ελλάδα να διεκδικεί ακόμα το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις, ενώ συγχρόνως καθίσταται έρμαιο οικονομικής υποδούλωσης από τους ίδιους ξένους δυνάστες;
Υπάρχει μία πιθανή εξήγηση. Η υπέρμετρη δολιότητα ελληνόφωνων «συνεργατών» του κατακτητή, που διαβλέποντας την πτώση του Ράιχ πέρασαν έγκαιρα στο αντίπαλο στρατόπεδο προκειμένου όχι απλώς να διασωθούν, αλλά και να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Τα κεκτημένα της φρίκης πάνω στο αίμα των Ελλήνων ηρώων, αναβαπτίζοντας σε μία νύχτα την συνεργασία με τους κατακτητές ως «αντιστασιακή δράση».
Είδαμε σε άρθρο την προσέγγιση του γνωστού συγγραφέα Δημοσθένη Κούκουνα για τον πρόγονο της γνωστής οικογένειας Αγγελόπουλων, της ιστορικής επιχειρηματικής δυναστείας των καθόλα ευυπόληπτων σύγχρονων συνεχιστών της μεταπολεμικής «Χαλυβουργικής» και των δορυφορικών ενασχολήσεων τους όπου συνεργαζόταν με τον Γερμανό κατακτητή. Κατά τα ιστορικά ντοκουμέντα που παρατίθενται, οι «συνεργάτες των Γερμανών αδερφοί Αγγελόπουλοι», προέβαιναν σε μια σειρά οχυρωματικών έργων επ’ ωφελεία του γερμανικού στρατού Κατοχής και μεταξύ αυτών, κατασκεύαζαν με σίδερο και ατσάλι συρματοπλέγματα για τους Έλληνες αιχμαλώτους που συγκεντρώνονταν στα στρατόπεδα κράτησης και εκτέλεσής τους.
Στην περιβόητη λίστα με τους «163 οικονομικούς μεγαλοδωσίλογους, οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής», δεύτερο όνομα στη σειρά είναι αυτό των προγόνων της ιστορικής επιχειρηματικής δυναστείας των καθόλα ευυπόληπτων σύγχρονων συνεχιστών της μεταπολεμικής «Χαλυβουργικής» και των δορυφορικών ενασχολήσεων τους. «Αγγελόπουλος Θ. & Υιοί, επιχειρηματίες», αναγράφεται στο βιβλίο-ντοκουμέντο που κυκλοφόρησε στις αρχές της περσινής χρονιάς, δημιούργησε σάλο- παρά την άρνηση κάποιων διαπλεκόμενων καναλαρχών να το γνωστοποιήσουν – πλην όμως δημόσια το περιεχόμενό του δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Ο συγγραφέας και ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας, ξετυλίγει σε ξεχωριστό κεφάλαιο, τα απαράμιλλα κατορθώματα της οικονομικής συνεργασίας της οικογένειας Αγγελόπουλων με τους Ναζί της κατοχής, 1941-44.
Σύμφωνα πάντα με όσα έχει καταγράψει ο κ. Κούκουνας και τα έχει δημοσιοποιήσει και σε αρθρογραφία του σε ανύποπτους χρόνους («Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», είναι ο ακριβής τίτλος του βιβλίου), πρωτεργάτης της συνεργασίας της οικογένειας Αγγελόπουλων με τους Γερμανούς κατακτητές ήταν ο «πάτερ φαμίλιας», Θεόδωρος Αγγελόπουλος.
Μέτοχοι στην μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση με τους Ναζί, σύμφωνα με τον ανωτέρω συγγραφέα, ήταν τα παιδιά του, Άγγελος Αγγελόπουλος (καθηγητής Οικονομικών), Παναγιώτης και Δημήτριος, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1986 από την οργάνωση « Ε.Ο 17Ν». Εγγονοί και σύγχρονοι συνεχιστές του οικονομικού «θαύματος» της μεγάλης επιχειρηματικής παράδοσης, οι Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος και Θεόδωρος Αγγελόπουλος (υιοί ενός εκ των μετόχων της Ελληνογερμανικής κατοχικής συνεργασίας, του Παναγιώτη Αγγελόπουλου). Μετέπειτα συνεχιστές της προόδου, οι υιοί του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος.
Κατά τα ιστορικά ντοκουμέντα που παρατίθενται, οι «συνεργάτες των Γερμανών αδερφοί Αγγελόπουλοι», προέβαιναν σε μια σειρά οχυρωματικών έργων επ’ ωφελεία του γερμανικού στρατού Κατοχής και μεταξύ αυτών, κατασκεύαζαν με σίδερο και ατσάλι συρματοπλέγματα για τους Έλληνες αιχμαλώτους που συγκεντρώνονταν στα στρατόπεδα κράτησης και εκτέλεσής τους.
«Δεν είναι απαραιτήτως όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Είναι όμως όλοι τους εκείνοι που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους», γράφει ο ιστορικός Δ. Κούκουνας, στο «καυτό κεφάλαιο» με τη δημοσιοποίηση της λίστας. Και συνεχίζει: «Την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένειά τους, που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους ή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό τις συνθήκες αυτές, οι άνθρωποι αυτοί έσπευσαν με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.Εμπορεύτηκαν τη δυστυχία του λαού μας εκείνη την κρίσιμη ώρα. Κατά βάθος δεν είναι οι «έξυπνοι» που κατόρθωσαν να επιπλεύσουν. Είναι οι άτιμοι και οι ανέντιμοι που σε ώρα εσχάτης δυστυχίας δεν αδιαφόρησαν μόνο για τον διπλανό τους που έψαχνε στα σκουπίδια για μια μπουκιά, αλλά του αφαίρεσαν από το λιπόσαρκο σαρκίο του τις ελάχιστες ρανίδες αίματος που του είχαν απομείνει.Δεν είναι σχήμα εντυπωσιασμού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στη χρονική εκείνη φάση καταστροφής και διάλυσης, ο κατακτητής ανέθετε σε κάποιους εκλεκτούς του τις προμήθειες ειδών που χρειαζόταν και τις κατασκευές οχυρωματικών και άλλων έργων που θεωρούσε απαραίτητες. Όταν μιλάμε για προμήθειες ειδών, εννοούμε όλο το φάσμα παραγωγής, διότι ο κατακτητής (επικαλούμενος μάλιστα και το διεθνές δίκαιο) έπρεπε να τραφεί και να ξενισθεί στον κατακτημένο τόπο. Η επιμελητεία των Αρχών Κατοχής θεωρούσε τα τιμολόγια των προμηθευτών (κατά κανόνα υπερτιμολογημένα) και τα υπέγραφε, ώστε να τα προσκομίζει προς εξόφληση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι συνέβαινε ο πληθωρισμός να διογκούται και το χρήμα να χάνει ακόμη περισσότερο την αξία του», καταλήγει ο ιστορικός.
Ειδική αναφορά στο βιβλίο που αποτυπώνει την έρευνα του κ. Δημοσθένη Κούκουνα, γίνεται και για τον Γεώργιο Σημίτη, πατέρα του γνωστού «προοδευτικού» πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Ο πατήρ Σημίτης σύμφωνα με τον συγγραφέα, ήταν συνεργάτης και «αγαπημένο παιδί» του αρχηγού των Ελλήνων Ναζί, Γιώργου Μερκούρη, ο οποίος ανέλαβε επί Κατοχής διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Ο ίδιος ο Γεώργιος Σημίτης, διορίστηκε υψηλόβαθμο στέλεχος στην Εμπορική τράπεζα, από όπου και έφυγε μετά τον θάνατο του ναζί μέντορα του! Υψηλά τραπεζικά πόστα δηλαδή, όλως τυχαίως την εποχή που γινόταν η μεγάλη ληστεία του «κατοχικού δανείου». Ληστεία που ακόμα παραμένει ατιμώρητη, ενώ τις συνέπειες της ζούμε σήμερα στο έπακρο.
Και όμως, τόσο ο Αγγελόπουλος όσο και ο Σημίτης, εμφανίζονται το 1944 ως «αντιστασιακοί» σε ένα ρεσιτάλ λήθης πάνω στην κατοχική γενοκτονία του Ελληνικού λαού με τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από την πείνα και τα βασανιστήρια. Τους τραγικούς χειμώνες του ’42 – 43, όταν αυτοί οι «αντιστασιακοί» έχαιραν της εκτίμησης των κατοχικών δυνάμεων…
Η εξήγηση είναι προφανής: Όταν η πτώση του Ράιχ έγινε ορατή, πολλοί εκ των συνεργατών έσπευσαν να αλλάξουν στρατόπεδο ώστε να πλασαριστούν για την επόμενη μέρα. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα απεχθέστερο είδος από τον «πεπεισμένο» συνεργάτη, όπως ήταν ο δηλωμένος ναζί Γιώργος Μερκούρης. Ο Συνεργάτης επ’ αμοιβή.
Η ιστορική ατιμωρησία αλλά και η προκλητική συνέχιση της φιλογερμανικής πολιτικής από ανθρώπους όπως ο Κώστας Σημίτης, θα πρέπει να προβληματίσει. Η λύση για την συνέχιση αυτών των στρεβλώσεων, πρέπει να δοθεί με την μόνη ενδεδειγμένη θεραπεία : Την λαϊκή αφύπνιση, την ιστορική γνώση, που είναι η μόνη που μπορεί να πολεμήσει και να γκρεμίσει την Δρακογενιά (όπως έλεγε και ο Ν. Γκάτσος στο γνωστό του ποίημα…).