Την ώρα που το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ερευνά τον βίο και την πολιτεία του γραμματέα της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας-νέας Δημοκρατίας, ελέγχοντάς τον με τις κατηγορίες της υπεξαίρεσης και της κατ’ εξακολούθηση απάτης σε βάρος του Δημοσίου, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της έκδοσης πλαστών και εικονικών τιμολογίων, την ίδια ακριβώς ώρα, αυτός ο αρχολίπαρος, αντί να πάει κάπου να κρύψει την ντροπή του, τολμάει, ο θρασύτατος, να φοράει την πιο πλουμιστή στολή γελωτοποιού που διαθέτει το βεστιάριο του (απο)κόμματός του και να περιδιαβαίνει στα πλατό της Τηλεδημοκρατίας μας, μιλώντας, ο ανεκδιήγητος, εκ μέρους της κοινωνίας μας: «Η κοινωνία δεν θέλει εκλογές, δεν θέλει αποσταθεροποίηση», δηλώνει.
«Δεν μπορούμε να παίζουμε με τους θεσμούς» τολμάει και συνεχίζει, ανερυθρίαστα ο, περί ου ο λόγος, λιμοκοντόρος, προσθέτοντας με ύφος σαράντα αθώων καρδιναλίων, ο σπουδαρχίδης, ότι «δεν απασχολούν τους πολίτες ούτε οι κοκορομαχίες των πολιτικών στα τηλεοπτικά παράθυρα ούτε οι διαξιφισμοί μέσα στη Βουλή (σ.σ. οπερέτα), αλλά τους απασχολεί η λύση στα προβλήματα τους».
Την ίδια ώρα, ένας άλλος, τρισχειρότερος παρατρεχάμενος, εκείνος που το όνομά του φιγουράρει από τα πρώτα μεταξύ των λαμογιότατων της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ, επιβραβευμένος, φαίνεται, κι ετούτος για την μπόχα που αναδύεται από τη θλιβερή ύπαρξή του, ως εντεταλμένος σύμβουλος του παρανοϊκού που την χειρότερη ώρα, μας έλαχε να παριστάνει τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, «διαπραγματεύεται» αυτές τις ώρες με την κ. Λαγκάρντ αυτοπροσώπως, για λογαριασμό της Ελλάδας, προκειμένου να λυθούν τα προβλήματά μας!
Να σου πω, λοιπόν, φίλη μου, ναι, σ’ εσένα απευθύνομαι, που μου έλεγες νωρίτερα ότι το ύφος μου είναι επιθετικό και ότι ο λόγος μου εμπαθής, εσένα έχω στο μυαλό μου, κοπανώντας το πληκτρολόγιό μου με εμπαθή μανία ετούτη την ώρα, επειδή ξέρω ότι σιχαίνεσαι κι εσύ τη βία όσο κι εγώ, και σου λέω: Όσο όλοι εμείς, ως κοινωνία, στα πλαίσια της όποιας κακώς νοούμενης ευπρέπειάς μας, υποκρινόμαστε ότι ανεχόμαστε τέτοιας υποστάθμης υποκείμενα να μιλούν για λογαριασμό μας ή να διαπραγματεύονται για λογαριασμό μας, τόσο τα προβλήματα μας θα μένουν ανεπίλυτα και τόσο θα σωρεύεται η κοινωνική οργή κατά αυτών των χρυσοκάνθαρων ζωυφίων που φωλιάζουν κάτω από τα στρώματά μας, περιμένοντας να πέσουμε για ύπνο για να βγουν από τις τρύπες τους και να πιουν κι άλλο από το αίμα μας.
Και σου το λέω -και να μου το θυμηθείς- ότι όσο αφήνουμε αυτά τα εξωνημένα και βδελυρά υποκείμενα να μπαίνουν μέσα στα σπίτια μας, να τρυπώνουν στις ψυχές και στα μυαλά μας μέσα από τους δέκτες των τηλεοράσεων μας, τόσο θα φουσκώνει η οργή μας και τόσο οι γνωστικοί, όπως είσαι εσύ, φίλη μου, θα μουρμουρίζουμε τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες – φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!».
Αλλά, το καταλαβαίνεις κι εσύ, που είσαι και ένθεη: ο Χριστός δε θέλει να ανακατευτεί σ’ αυτές τις βρομοδουλειές!
Γι’ αυτό σου λέω φίλη μου, ας έχομε στο νου μας τους άλλους, τους απλούς ανθρώπους, που και σ’ αυτών τα μυαλά, λόγια του μεγάλου λογοτέχνη τριβελίζουν κι ας μη έχουν, ίσως, ιδέα ότι είναι κι αυτά δικά του λόγια: «Από τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά – από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.»
Τέτοιοι “νοικοκύρηδες” είναι κι ετούτοι οι καταχραστές των ελπίδων και των ονείρων μας, μαζί και του δημόσιου πλούτου μας! Τέτοιοι “νοικοκύρηδες”, που έχουνε στα χέρια τους και στη δούλεψή τους, ανέκαθεν, το αίμα μας, τα δάκρυά μας, μαζί και το ελληνικό γκοβέρνο∙ και να μου το θυμηθείς, που στο λέω και στο ξαναλέω: το θράσος τους και οι νόμοι τους, που τους έχουν οι ίδιοι κόψει και τους έχουν ράψει στα μέτρα τους, δύσκολα θα τους γλυτώσουν ετούτη τη φορά, γιατί σώνονται τα ψέματα.
Σώνονται τα ψέματα, έτσι που αβέρτα ξεπουλάνε και υποθηκεύουν οι αναίσχυντοι τα πατρογονικά μας, σαν να ήταν εκχωρημένα στα (απο)κόμματα τους, τιμάρια.
Σώνονται τα ψέματα, έτσι που πεθαίνουν οι γριές και οι γέροι, επειδή δεν μπορούν πια ν’ αντέξουν την πολυτέλεια ν’ αγοράζουν τα υπερτιμολογημένα φάρμακά τους.
Σώνονται τα ψέματα, τώρα που μαραζώνουν οι νέοι μας στις ατέλειωτες λίστες του ταμείου ανεργίας και στις ουρές του γραφείου μετανάστευσης.
Πλησιάζει η ώρα που θα τους πάρει και θα τους σηκώσει ο γέρος διάολος, φίλη μου∙ και δεν είναι αυτή η ώρα, ούτε για ευπρέπειες ούτε για ευγένειες!
Αλίμονο και τρισαλίμονο σε όλους μας -κι όχι μόνο σ’ αυτούς- όταν κι αν θα φτάσει -που θα φτάσει- αυτή η καταραμένη ώρα και η στιγμή που η οργή του κόσμου θα ξεχειλίσει -και πίστεψέ μας άμα θες: δεν είναι αυτή η στιγμή πολύ μακριά, ξέρεις, καλή μου. Τόσα άδικα χυμένα δάκρυα, τόσο άδικα χυμένο αίμα… Αδερφοφάδες είναι όλοι ετούτοι, αδερφοφάδες πάνε να καταντήσουν κι εμάς…
"google ad"