Γράφει ο Δρ. Γιάννη Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Ένα γεγονός που συμβαίνει στο αχανές του παρελθόντος, παραδίδεται στη δίνη του μέλλοντος και μέσα από τις χρονοθύελλες και τις συμπληγάδες των καιρών, διαβαίνει τις χρονοθίνες και φτάνει ως τα σήμερα σαν θρύλος, μύθος, παραμύθι, μα με μεστή κι ακέραιη τη σημασία του συμβάντος, σαν τούτη δεν το μπορεί να αλλοιώσει ο χρόνος, όσες φορές κι αν την κλωθογυρίσει στους στροβίλους του… `Ενα τέτοιο συμβάν έφτασε ως τα σήμερα σαν παραμύθι, μιας κι έγινε πολύ-πολύ παλιά, τότε που (καθώς λένε), είχανε γλώσσα και λαλιά όλα τα ζωντανά…μια φορά κι ένα καιρό…Μα από τα παραμύθια, διδασκόμαστε εμείς τα “ανώτερα όντα” του Δημιουργού, σαν κρύβουν μέσα τους αλήθειες διαχρονικές, μηνύματα και διδαχές για όσους έχουν αισθητήρια ευαίσθητα ν’ αποκωδικοποιούν το μύθο, και να δημιουργούν αρχές χρήσιμες στην ανθρωπίσια κοινωνία…
…Εκείνη τη μακρινή λοιπόν την εποχή, σε μια καταπράσινη ισιάδα μιας ριζοβουνιάς, ζούσανε αρμονικά αρκετά ζωντανά, φτερωτά, άφτερα, άποδα και τετράποδα, ζουζούνια κι ερπετά. `Ανθρωπος –κατά που λένε- δεν το επάτησε ποτέ εκεί το πόδι του και για το λόγο αυτό επικρατούσε ισορροπία στον οικότοπο, που λειτουργούσε με τις συνταγές της μάνας –Φύσης απλά, ήσυχα, αρμονικά. Ανάμεσα στα ζωντανά ξεχώριζε εκείνος ο λιανο-σαλίγκαρος, όχι τόσο για την αργοσύνη του και την ιδιοτροπία του να κουβαλά μαζί του όπου πήγαινε το “σπίτι” του, μα για τη ζήλια που κουβάλαγε στο βλεννόχτιστο κορμί του για τα πουλιά του κάμπου.
« Γιατί να μην μπορώ κι εγώ να πετάξω, να φτερουγίσω, να δω από ψηλά όσα βλέπει το γεράκι, ο αητός, ακόμη και κείνο το ασήμαντο πουλί ο σπίνος;» αναρωτιότανε συχνά ο λιανο-σαλίγκαρος. Τη λαχτάρα του αυτή, την εξομολογιότανε συχνά στις παρέες του:
«Τι περισσότερο έχουν τα πουλιά;» ρώταγε τ’άλλα ζωντανά.
«`Εχουν φτερά σαλίγκαρε, δεν το βλέπεις; Έτσι τα έπλασε ο Θεός. Εσένα σου’δωσε την αξιοσύνη να φτάνεις ψηλά, “γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου”. Με τούτα τα “προσόντα” δε σε κάναμε σύμβουλο στο Συμβούλιο του Κάμπου; Γιατί το ξεχνάς; Ε! Mη θέλεις να φτάσεις και το γεράκι ή τον αητό! » του απαντούσε η σοφή η κουκουβάγια, σε μια προσπάθειά της να τον επαναφέρει στα λογικά του, μιας και το’βλεπε πως ο λιανο-σαλίγκαρος είχε αρχίσει να γίνεται περίγελος στα άλλα πλάσματα της ριζοβουνιάς. Και ήταν πράγματι Σύμβουλος στο Συμβούλιο του Κάμπου (θέση ζηλευτή), μα τούτο το χρώσταγε όχι μόνο στη “βλέννα και στα κέρατα” αλλά και στις φιλίες που συντηρούσε με τους τυφλοπόντικες του κάμπου. Κι εκείνοι, βαδίζοντας τις νύχτες σε λαγούμια, κατάστρεφαν τις φωλιές σε όσα ζωντανά πήγαιναν κόντρα στα “θέλω” του σαλίγκαρου. Με όλα τούτα τα “προσόντα” έγινε Σύμβουλος! Μα δεν τον έφτανε. `Ηθελε –λέει- να γίνει και…αητός!
«Και δεν φοβάσαι μήπως πέσεις από εκεί ψηλά που θα πετάς; » τον κέντριζε ο παπαγάλος, το πειραχτήρι της συντροφιάς.
Σε τούτη τη σκέψη ανατρίχιαζε ο λιανο-σαλίγκαρος, κούγιαζε για ώρα πολύ στο καβούκι του και σιωπούσε….
Τούτη την αδυναμία του, την αντιλήφτηκαν τα βατράχια και τραγουδούσαν σκωπτικά τα δειλινά, στις βατραχοπαρέες, στις όχθες της μικρής λίμνης της ριζοβουνιάς:
`Ενας λιανός σαλίγκαρος φτερά θέλει να βγάλει,
μα είναι η κορφή ψηλά και τονε πιάνει…ζάλη!
Μα όσα δεν έκανε η μάνα-Φύση, το έκαναν οι τυφλοπόντικες, οι φίλοι του λιανο-σαλίγκαρου. Απ’το υπόγειο λαγούμι τους μπήκαν μια νύχτα σκοτεινή σε μια κυψέλη κι έκλεψαν πρόπολη και κερί της κυρα-μέλισσας. Με τούτα, κόλλησαν πούπουλα και φτερά στο καβούκι του σαλίγκαρου….
…Σαν ρόδισε η αυγή η ηλιοθώρητη, βγήκε καμαρωτό εις το λιβάδι ένα πλάσμα αλλόκοτο, με φτερά, που γλιστρούσε σε μια γλοιώδη βλέννα. Ο γαιοσκώληκας που έλαχε να σέρνεται εκεί κοντά στη νοτισμένη γη, χώθηκε τρομαγμένος στη τρύπα του. Αλλά πες-πες, μαζεύτηκαν τα ζωντανά της ριζοβουνιάς. Αναγνώρισαν τον λιανο-σαλίγκαρο.
Απόρησαν, γέλασαν, μα βάλθηκαν ν’ ακολουθούν το αργό ζάλο του, πιότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον, για την αλλόκοτη αμφίεση του σαλίγκαρου. Και κείνος, αφού σκαρφάλωσε σ’ένα χαράκι, έριξε μια ματιά στο πλήθος των ζωντανών ολόγυρα -έτσι για να δει πόσοι και αν κοιτάζουν- κι έδωσε τίναγμα στο “πλαστό” φτέρωμα. Κείνο, λειτούργησε!… Ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά το λιανο-σαλίγκαρο. Δεν άργησε να γίνει μικρή κουκίδα στο γαλάζιο τ’ουρανού και χάθηκε ολότελα από τα βλέμματα του πλήθους, σαν πήγε και θρονιάστηκε …στη φωλιά του αητού! Πλέρια ικανοποίηση για τον κουτό λιανο-σαλίγκαρο. Το κατάφερε! `Εγινε αητός! Έριξε μια ματιά ολόγυρα, μακριά στον ορίζοντα, ψηλά στο θόλο τ’ουρανού, χαμηλά στη γη….Χαμηλά; Το ύψος τον τρόμαξε…μούδιασε ολόκληρος και κρύφτηκε στο καβούκι του. Δεν πρόσεξε όμως, ότι, ο φλογερός δίσκος του ήλιου, έριχνε κείνες τις στιγμές κάθετες τις αχτίδες του στην αετοφωλιά. Και κείνες, πιστές στην αποστολή που είχαν απ’τον αφέντη-ήλιο, άρχισαν να ζεσταίνουν το κίβδηλο φτέρωμα, μα και να σιγολυώνουν την πρόπολη και το κερί που συγκρατούσαν το φτέρωμα στο καβούκι του σαλίγκαρου. Εκείνος, νοιώθοντας την καυτή ανάσα των ηλιαχτίδων και ασυνήθιστος σε τέτοια αίσθηση, έσυρε το γλοιώδες του κορμί έξω απ’το σκληρό καβούκι…και λαχτάρησε σαν είδε ολόγυρα πεσμένα τα φτερά…Τρόμαξε!…`Αρχισε το κλάμα…Πώς θα κατέβαινε ξανά στη ριζοβουνιά; Η μάνα-Φύση του είχε διδάξει μόνο να ανεβαίνει “γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά του”! Δεν τον είχε διδάξει το αντίθετο. Του φάνηκε δύσκολη η αποκοτιά του.. ένοιωσε τη μικρότητά του μέσα στην πελώρια αετοφωλιά σε τέτοιο ύψος! Μετάνιωσε! `Ενοιωσε πως δεν κάνει για…αητός! Μα ήταν αργά!
…Περίμενε ώρα πολύ…Τη λύση έδωσε ο “οικοδεσπότης” αητός, σαν γύρισε στην αετοφωλιά. Είδε τον απρόσκλητο παράξενο μουσαφίρη, τον έσπρωξε μαλακά με το ράμφος, τον πέταξε στο κενό. Ο λιανο-σαλίγκαρος, μουδιασμένος, χώθηκε όσο πιο βαθύτερα μπορούσε στο κέλυφος που σιγοσφύριζε, καθώς από το στόμιό του διάβαιναν ριπές του αγέρα, ακολουθώντας το στην ελεύθερη πτώση του. Κάποια στιγμή, προσγειώθηκε στο γρασίδι της ριζοβουνιάς….Ο σαλίγκαρος, έμεινε ώρα πολύ μέσα του και κάποια στιγμή, αργά-αργά, πρόβαλε το γλοιώδες του κορμί, στεγνό απ’ την τρομάρα πιότερο, παρά απ’ τις ριπές του αγέρα που συνόδευαν την πτώση του….Επιθεώρησε το καβούκι… ευτυχώς… τα λίγα πούπουλα που ήταν ακόμα κολλημένα πάνω του, το προφύλαξαν. Γοργά, με όση βλέννα του είχε απομείνει, άρχισε να ξεμακραίνει, να χάνεται….χάθηκε…Δεν τον ξανάδε ποτέ πια, κανένα από τα ζωντανά της ριζοβουνιάς. Κάπου έκρυβε την ντροπή του!
…Η κουκουβάγια το σοφό πουλί, κουρνιασμένη στην πυκνή τη φυλλωσιά μιας βελανιδιάς, σιγομουρμούρισε δυο αυτοσχέδια στιχάκια της, που τα έκλειναν όλα:
Κάποιες φορές η μαστοριά δε νίκησε τη Φύση,
σε κείνους που ξομπλιάσανε στα σκοτεινά μια λύση…
κι ακόμη:
Αητός γεννιέται και πετά στου ουρανού τα πλάτη,
δε γίνεται με μάστορες, με δόλο και μ’απάτη!
Έχει και η υποκρισία τα όρια της. Ο Σταϊνμάιερ, ηρθε στο μαρτυρικό τόπο της Καντάνου…
Είναι αυτή η τραγική πραγματικότητα. Η Γερμανία βρίσκει διαρκώς τρόπους να υπεκφεύγει των ευθυνών της…
Σφοδρές αντιδράσεις προκάλεσε το συνέδριο για τη βραχυχρόνια μίσθωση που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης…
40 ημέρες συμπληρώθηκαν από τον θάνατο του Μιχάλη Πατσουράκη, ενός ενεργού πολίτη των Χανίων, οικολόγου,…
Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Χανίων, καλεί τα μέλη του στις Εκλογές Συνέδρων για το επικείμενο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ,…
Του Νότη Μαριά Τελικά «εκεί που μας χρωστάγανε μας πήραν και το βόδι». Αυτό ισχύει κυριολεκτικά σε…
This website uses cookies.