Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος, Συγγραφέας
Μικρός ξωμάχος τ’αγροτότοπου, ο μέρμηγκας. Σαν τέλειωνε την κοσμική διαδρομή της στο θόλο τ’ουρανού η χλωμοφώτεινη σελήνη και ρόδιζε η αυγή, κίναγε για το μεροκάματο.
Δεν του’βαζε κανείς χρονοφραγμούς, δεν ήταν δούλος κανενός, δεν είχε υποταχτικούς και μανδαρίνους. Αφέντης και εργάτης σ’ένα. Μόνος κινούσε στη δουλειά, και μόνος τέλειωνε ταυτόχρονα με το φευγιό από το θόλο τ’ουρανού, του ήλιου του λαμπρού, του ζωοδότη. Ζωσμένος τα αρχέγονά του εργαλεία, την όσφρηση, την όραση και την αφή, εσόδειαζε ολημερίς στις αποθήκες του λογής-λογής καλά: Ζωύφια νεκρά, σπυριά σιτάρι, ψίχουλα και κουκούτσια, χορταράκια. Δεν του’λειψαν ποτέ από τα ράφια του τα αγαθά που του προμήθευε η γαλαντόμα μάνα-φύση, μ’αντίτιμο τον τίμιο ιδρώτα του και μόνο. Δεν πείραξε ποτέ κανένα ηθελημένα ή αθέλητα, καθώς αθόρυβα όσο κι ακούραστα πήγαινε κι ερχόταν…ερχόταν κι επήγαινε στο ατελείωτο το δρομολόγιο από τη μυρμηγκοφωλιά, ως της σοδειάς του την πηγή…
…Και σαν ερχόταν ο χειμώνας και δεν μπορούσε να αντιπαλέψει τον αγέρα, τα χιόνια, τη βροχή, σφράγιζε και αμπάρωνε τη θύρα της φωλιάς του και κάθιζε να ξαποστάσει. Είχε ατέλειωτες προμήθειες στα ράφια του απ’ την καλοκαιριάτικη σοδειά και’νοιωθε σιγουριά μα και δικαίωση του τόσου μόχθου. Γι αυτό, τις ατελείωτες τις χειμωνιάτικες ημέρες και τις νύχτες, παρέα με τα μυρμηγκάκια του, τους έλεγε για την αξία της δουλειάς, τους έδειχνε τα ράφια και τους πέρναγε με το δικό του τρόπο τα ίδια τα μηνύματα που τον γαλούχησαν, και το’θελε να γίνουν βίωμα μα και αρχή για τη ζωή τους…
…Στην ίδια γειτονιά και παραδίπλα, ζούσε ο τυφλοπόντικας… Αλλιώτικος από το μέρμηγκα όχι εις του κορμιού του τη διάπλαση και μόνο σαν είναι ταξινομημένος σε άλλη τάξη στο ζωικό βασίλειο, μα στις συνήθειες, στη σκέψη, στον τρόπο της ζωής ολάκερης: Δεν κυκλοφόρησε ποτές του την ημέρα, ποτέ δεν τον αντίκρισε κανείς. Κινιόταν όλη μέρα σε λαγούμια με άνεση, ασφάλεια και σιγουριά. Και μέσα στα λαγούμια, έφτανε όπου το πεθυμούσε, κι εσόδιαζε απ’ τις σπορές των άλλων που όργωναν τη γη και ιδροκοπούσαν. Δεν νοιάστηκε ποτέ του αν η δική του η σοδειά λογίζονταν ζημιά εις τον σπορέα, που δεν σόδιαζε. Δεν νοιάστηκε ποτέ του αν η δική του ευχαρίστηση ήταν καημός και δάκρυ στον ξωμάχο. Δεν νοιάστηκε ποτέ του αν ότι εύρισκε σαν έτοιμο, ήταν καρπός πολύκαιρης αναμονής εκείνου που επότισε τη γη με άφθονο ιδρώτα. Δική του ευχαρίστηση το έτοιμο, δικός του δρόμος το λαγούμι!
Σαν μαζευόταν με τα τυφλοποντικάκια του, τους μάθαινε για την αξία που έχει τούτο το λαγούμι:
«Σαν μάθετε να κάνετε λαγούμια –τους εδίδασκε- θα είναι εύκολη και η ζωή σας. Μπορείτε και οργώνετε τη γη αθέατοι, πηγαίνετε στα μήκη και στα πλάτη και σοδιάζετε εις τα κρυφά, όσα οι άλλοι οι κουτοί οργώνουν και φυτεύουνε στα φανερά. Αφήσετέ τους να ιδροκοπούν και ν’αργοψήνονται στις καυτερές τις ηλιαχτίδες, αφήσετέ τους να μουσκεύουν στη βροχή. Δική σας θα’ναι η σοδειά, μιας και με το λαγούμι που ανοίγετε είστε κοντύτερα στου θερισμού την ώρα. Και είν’ευλογημένη η δουλειά σας γιατί καθώς το λένε οι ανθρώποι: “αγιάζει ο σκοπός τα μέσα”. Σκοπός σας είναι η σοδειά του άλλου, μέσο σας είναι το λαγούμι. Κι όσοι περπατάνε στα λαγούμια, είν’ασφαλείς από τον κάθε κίνδυνο, παιδιά μου!…»
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός…Μια μέρα αναπάντεχα, ετάραξε της μυρμηγκίσιας της φωλιάς τη σιγαλιά και τη γαλήνη, ένας ακάλεστος περαστικός: `Ηταν ο τυφλοπόντικας. Επρόβαλλε την τριχωτή μουσούδα του από το γύρισμα μιας γαλαρίας, που πέρα από το ταρακούνημα που έφερε στη μυρμηγκοφωλιά λες κι έγινε σεισμός, γκρέμισε κατά γης τα ιδρωτομούσκευτα τα μυρμηγκίσια ράφια, μαζί με τις πραμάτειες τους. Αλαφιασμένος ξεπετάχτηκε ο μέρμηγκας κι έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει. Αντίκρισε την τριχωτή μουσούδα να οσφραίνει και πριν καλοσκεφτεί, έχωσε τις γερές δαγκάνες του στο ακρορίνιο του «μουσαφίρη». Στρίγκλισε μα κι οπισθοχώρησε ο τυφλοπόντικας. `Ετριψε τη μουσούδα του:
«Τι σ’έπιασε καημένε γείτονα;» απόρησε.
«Τι σ’έπιασε εσένα και μου χαλάς το σπίτι;» του αντιγύρισε ο μέρμηγκας.
«Λίγο σταράκι θέλω, μιας κι έχεις μπόλικο στις αποθήκες σου», επέμεινε ο τυφλοπόντικας.
«Δε θα σου δώσω, ούτε ένα σπυρί. Είναι δικός μου κόπος και τον θέλω».
« Δεν έχω μάθει να μου το αρνούνται, γιατί ποτέ μου δε ζητώ».
« Τώρα θα μάθεις…», του αντιγύρισε ο μέρμηγκας και άρχισε ευθύς να διορθώνει και να ξαναχτίζει τον τρυπημένο τοίχο της γαλαρίας.
Θύμωσε ο τυφλοπόντικας, κατάλαβε πως είναι ανεπιθύμητος, έτριψε την πονεμένη του μουσούδα κι απομακρύνθηκε στο σκοτεινό λαγούμι του. Πίσω του, άκουγε το μέρμηγκα να τραγουδάει ένα σκωπτικό –για την περίσταση- τραγούδι, με το σιγόντο της μυρμηγκίνας και των μυρμηγκακιών, που τον βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ζημιάς που είχε προξενήσει ο ακαμάτης γείτονας:
«…ότι κοπιάσεις στη ζωή σου θ’απολαύσεις,
μα πρόσεξε το δρόμο το σωστό μη χάσεις.
Κι αν ο ιδρώτας της δουλειάς είναι δικός σου,
θα’χεις απόλαυση στην υστεριά στο μερτικό σου.
Μ’αν η πορεία σου σε οδηγάει σε λαγούμια
ο δρόμος θα’ναι σκοτεινός παντοτινά,
κι αν ο ιδρώτας εις το μερτικό σου είναι ξένος
στην υστεριά θα μείνεις μόνος, ξεχασμένος!…»
Με αφορμή την είδηση ότι τα πρωτεία των θανατηφόρων τροχαίων στην Ελλάδα έχει η Κρήτη…
Με την καθημερινότητα και κυρίως με τα ζητήματα που άπτονται του κόστους ζωής και της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών επιχειρεί το ΠΑΣΟΚ να…
Για τη χρονιά που πέρασε, τον Στέφανο Κασσελάκη, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σχέση τους…
Μια όμορφη έκπληξη περίμενε τη γνωστή τραγουδίστρια Άννα Βίσση, ανήμερα των γενεθλίων της στο κέντρο…
Μια πρόσφατη έρευνα του Bloomberg Businessweek έριξε φως στο αναπτυσσόμενο παγκόσμιο εμπόριο ανθρώπινων ωαρίων, αποκαλύπτοντας…
Εικόνες ντροπής εκτιλύχθηκαν σε ματς της ιταλικής Serie B καθώς μερίδα οπαδών της Γιούβε Στάμπια, πανηγύρισαν με…
This website uses cookies.