Ο Τζέφρι Σακς είναι ο αμερικανός οικονομολόγος που έγινε διάσημος ως ο «αντι – Στίγκλιτζ»: Ο νυν διευθυντής του Earth Institute του Πανεπιστημίου Columbia, συνέδεσε το όνομα και την καριέρα του με τη «θεραπεία του σοκ». Υπηρέτησε, συμβούλευσε και καθοδήγησε ουκ ολίγες κυβερνήσεις – από τη Λατινική Αμερική, τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη – πώς να οδηγήσουν τις οικονομίες τους από το κλειστό κομμουνιστικό μοντέλο στην ελεύθερη αγορά μέσω της βίαιης και οξείας προσαρμογής – μέσα από το γνωστό Δόγμα του Σοκ.
Υπήρξε, δε, μέγας υπέρμαχος της πολιτικής της λιτότητας μετά την κρίση του 2008 και την κατάρρευση της Lehman Brothers τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Σήμερα, ο Τζέφρι Σακς αιφνιδιάζει, με ένα άρθρο-καταπέλτη κατά της πολιτικής των πιστωτών έναντι της Ελλάδας, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του World Economic Forum (Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ). Το άρθρο τιτλοφορείται «Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει», χαρακτηρίζει «αφελείς και καταστροφικές» τις προτάσεις των πιστωτών, χαρακτηρίζει «ευσεβείς πόθους» τις εκτιμήσεις περί «ανώδυνου Grexit» και τονίζει ότι «το δίλημμαμ δεν βρίσκεται στην πλευρά της Ελλάδας αλλά στην πλευρά της Ευρώπης».
Ολόκληρο το άρθρο:
Mετά από μήνες αψιμαχιών, η αναμέτρηση ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους πιστωτικές της κατέληξε σε μετωπική σύγκρουση για τις συντάξεις και τους φόρους. Η Ελλάδα αρνείται να υποκύψει στις απαιτήσεις των πιστωτών να περικόψει τις συντάξεις των ηλικιωμένων και να αυξήσει τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας στα φάρμακα και την ηλεκτρική ενέργεια.
Οι απαιτήσεις της Ευρώπης –που φαινομενικά έχουν στόχο να διασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της– είναι σπασμωδικές, αφελείς και θεμελιωδώς αυτοκαταστροφικές. Απορρίπτοντάς τις, οι Ελληνες δεν παίζουν παιχνίδια, απλώς προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανοί.
Ο,τι κι αν μπορεί να καταλογίσει κανείς στις οικονομικές πολιτικές του παρελθόντος στην Ελλάδα, στη μη ανταγωνιστική της οικονομία, στην απόφαση για ένταξη στην ευρωζώνη, ή στα λάθη που έκαναν οι ευρωπαϊκές τράπεζες παρέχοντας στην κυβέρνησή της υπερβολικά υψηλά δάνεια, η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας σήμερα είναι πασιφανής. Η ανεργία βρίσκεται στο 25%. Η ανεργία των νέων έχει φθάσει στο 50%.
Το ΑΕΠ της Ελλάδας, επιπροσθέτως, έχει συρρικνωθεί κατά 25% από την έναρξη της κρίσης το 2009. Η κυβέρνησή της είναι χρεοκοπημένη. Πολλοί από τους κατοίκους της πεινάνε.
Οι συνθήκες στην Ελλάδα σήμερα θυμίζουν εκείνες στη Γερμανία του 1933. Βεβαίως, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν χρειάζεται να φοβάται την άνοδο ενός Ελληνα Χίτλερ, όχι μόνον επειδή η ίδια μπορεί εύκολα να τσακίσει ένα τέτοιο καθεστώς, αλλά επίσης –και κυρίω – επειδή η ελληνική δημοκρατία έχει επιδείξει εντυπωσιακή ωριμότητα στη διάρκεια της κρίσης. Υπάρχει όμως κάτι που η ΕΕ θα έπρεπε να φοβάται: Την διάχυση της ένδειας μέσα στα σύνορά της και τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει στην πολιτική σκηνή και τις κοινωνίες της ηπείρου.
Δυστυχώς, η ήπειρος παραμένει διχασμένη μέσα σε φυλετικές γραμμές. Οι Γερμανοί, οι Φινλανδοί, οι Σλοβάκοι και οι Ολλανδοί –μεταξύ άλλων– δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με τους Ελληνες που υποφέρουν. Οι πολιτικοί ηγέτες ασχολούνται με τα του οίκου τους, και όχι με την Ευρώπη υπό καμία πραγματική έννοια. Η ανακούφιση της Ελλάδας είναι ένα πολύ φορτισμένο θέμα σε χώρες όπου τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο ή όπου οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με δημοφιλή αριστερά κόμματα στην αντιπολίτευση.
Η αλήθεια είναι ότι οι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν είναι τυφλοί μπροστά σε ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Ούτε υπήρξαν απολύτως παθητικοί. Στην αρχή της κρίσης, οι ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας απέφυγαν την ελάφρυνση του χρέους και επέβαλαν τιμωρητικά επιτόκια στα κεφάλαια διάσωσης. Οσο όμως τα δεινά των Ελλήνων κλιμακώνονταν, οι πολιτικοί πίεσαν τις ιδιωτικές τράπεζες κι άλλους κατόχους ελληνικών ομολόγων να διαγράψουν το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών τους. Σε κάθε στάδιο της κρίσης, έκαναν μόνον ό,τι πίστευαν πως θα υπηρετούσε καλύτερα τις εθνικές τους πολιτικές – τίποτε περισσότερο.
Ειδικότερα, οι ευρωπαίοι πολιτικοί σταματούν μπροστά σε όποιο βήμα δείχνει νε εμπλέκει ευθέως τους δικούς τους φορολογούμενους. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτηση την ανταλλαγή του υφιστάμενου χρέους με νέα ομόλογα τα οποία θα έχουν χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερο χρόνο ωρίμανσης. Ζήτησε επίσης να συνδεθεί η αποπληρωμή των τόκων με τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας.λ (Σημειωτέον, δεν ζήτηση περικοπή της πραγματικής αξίας του χρέους).
Μιας τέτοιας μορφής, όμως, ελάφρυνση του χρέους που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βγήκε εκτός συζήτησης. Τέτοιου τύπου μέτρα θα απαιτούσαν ψηφοφορίες στα κοινοβούλια της ευρωζώνης, ενώ πολλές κυβερνήσεις θα συναντούσαν έντονες λαϊκές αντιδράσεις – ανεξαρτήτως του πόσο προφανής είναι η ανάγκη ενός τέτοιου βήματος.
Αντί να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά εμπόδια, οι ευρωπαίοι ηγέτες κρύβονται πίσω από ένα βουνό ηθικοπλαστικής, άνευ νοήματος ρητορικής. Κάποιοι επιμένουν ότι η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα πληρωμών της ανεξαρτήτως των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιπτώσεων – για να μην αναφερθούμε καν στην αδυναμία όλων των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σ’ αυτούς τους όρους. Αλλοι υποκρίνονται ότι ανησυχούν για τον ηθικό κίνδυνο που συνεπάγεται μια ανακούφιση του χρέους, παρά το γεγονός ότι το χρέος της χώρας προς τους ιδιώτες πιστωτές έχει ήδη διαγραφεί με επιμονή της ΕΕ, και παρ’ ότι υπάρχουν ντουζίνες, εάν όχι εκατοντάδες προηγούμενων περιπτώσεων αναδιάρθρωσης χρέους σε υπό χρεοκοπία κράτη.
Περίπου πριν από έναν αιώνα, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς απηύθυνε μια προειδοποίηση που βρίσκει μεγάλες αναφορές στην σημερινή κατάσταση. Τότε, όπως και τώρα, οι πιστώτριες χώρες (κυρίως οι ΗΠΑ) ζητούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους οι βαθιά χρεωμένες χώρες. Ο Κέινς γνώριζε ότι μ’αυτό το αίτημα ξεκινούσε μια τραγωδία.
«Θα δείξουν οι δυστυχείς λαοί της Ευρώπης την προθυμία να διαμορφώσουν έτσι τις ζωές τους ώστε για μια ολόκληρη γενιά ένα σημαντικό τμήμα της καθημερινής τους παραγωγής να διατίθεται για εξωτερικές πληρωμές;», ρωτούσε στο The Economic Consequences of Peace. «Εν ολίγοις, δεν πιστεύω ότι κάποιες έστω από αυτές τις οφειλές θα συνεχίσουν να αποπληρώνονται για περισσότερο, στην καλύτερη περίπτωση, από ελάχιστα χρόνια».
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν τώρα νόημα και στο να εξωθηθεί η Ελλάδα σε μια ευθεία χρεοκοπία που θα προκαλέσει την έξοδό της από το ευρώ. Πιστεύουν ότι η έξοδος μπορεί να ελεγχθεί χωρίς πανικό και χωρίς να προκληθεί φαινόμενο ντόμινο. Πρόκειται απλώς για ευσεβείς πόθους κάποιων πολιτικών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ίδια μορφή επιπολαιότητας που οδήγησε τον Σεπτέμβριο του 2008 τον τότε υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πολσον να αφήσει την Lehman Brothers να καταρρεύσει, με θεωρητικό στόχο να δοθεί ένα «μάθημα» στην αγορά. Ένα μάθημα: eξακολουθούμε να διδασκόμαστε από το μνημειώδες λάθος του Πόλσον.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Κέινς παρακολουθούσε με τρόμο τις επαναλαμβανόμενες γκάφες της οικονομικής πολιτικής ηγεσίας στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις εξεγέρσεις της δεκαετίας του ΄20 έως τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30. Το 1925 ο Κέινς καυτηρίαζε την ελαφρότητα «εκείνων που καθόντουσαν στην κορυφή της μηχανής». Υποστήριζε ότι «είναι βαθιά απερίσκεπτοι μέσα στην αδιαφορία τους, στην θολή αισιοδοξία και την βολική πεποίθησή τους ότι τίποτε σοβαρό δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Οντως, εννιά φορές στις δέκα τίποτε σοβαρό δεν συμβαίνει – στην χειρότερη συμβαίνει κάτι που προκαλεί μια μικρή πίεση σε κάποια άτομα ή ομάδες. Υπάρχει όμως πάντοτε ο κίνδυνος της δέκατης φοράς…»
Σήμερα, οι ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας μοιάζουν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την ακράδαντη δέσμευσή τους στη μη αναστρέψιμη μορφή του ευρώ προκειμένου να μαζέψουν κάποια ψίχουλα ακόμη από τους συνταξιούχους της Ελλάδας. Εάν επιμείνουν στις απαιτήσεις τους και εξαναγκάσουν την Ελλάδα σε έξοδο, τότε ο κόσμος δεν θα δείξει ποτέ ξανά εμπιστοσύνη στην μακροβιότητα του ευρώ. Στις ελάχιστες συνέπειες, τα ασθενέστερα μέλη της ευρωζώνης θα δεχθούν αυξημένες πιέσεις από τις αγορές. Στη χειρότερη περίπτωση, θα χτυπηθούν από έναν φαύλο κύκλο πανικού και bank runs, που θα εκτροχιάσει επίσης τη νεόδμητη ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Με τη Ρωσία να δοκιμάζει την ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα στην ανατολή, το timing ενός τέτοιου πειράματος για την Ευρώπη δεν θα ήταν ποτέ χειρότερο.
Η Ελλάδα έχει δίκιο να τραβά την κόκκινη γραμμή. Το πραγματικό δίλημμα, άλλωστε, δεν βρίσκεται στην πλευρά της Ελλάδας αλλά στην πλευρά της Ευρώπης.