Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Το τοπίο που διαμορφώνεται μετά τη νίκη της Αριστεράς στις εκλογές της 25 Γενάρη προβάλει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς. Το εργατικό κίνημα μετά από σκληρή και παρατεταμένη μάχη με τη λιτότητα και τα μνημόνια, ανέτρεψε την συγκυβέρνηση-ελπίδα για τους καπιταλιστές, ανέδειξε εκλογικά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα συνειδητοποιεί ότι για την ΕΛΠΙΔΑ – το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ – έχει να δώσει μάχες.
Ιδιαίτερα που αυτές τις μέρες βρισκόμαστε μπροστά σε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία πιέσεων για δεξιότερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστική εικόνα αυτών των πιέσεων μας δίνει πρόσφατο δημοσίευμα των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, εμφανίζονται αξιωματούχοι της ΕΕ να απαιτούν αλλαγή στη σύνθεση της κυβέρνησης. Η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο Eurogroup στις 20 Φλεβάρη ανέδειξε όλα τα μεγάλα ερωτήματα της νέας περιόδου: εάν έχουμε μπροστά μας, μια φάση οικονομικής ανάκαμψης και σταδιακής έστω χαλάρωσης της μνημονιακής λιτότητας ή μια συνέχιση των σκληρών θυσιών χωρίς τέλος; Εάν η συμφωνία ήταν ένας επώδυνος αλλά αναγκαίος συμβιβασμός-γέφυρα προς τα μπρος ή μια απότομη οπισθοχώρηση που τίποτα θετικό δεν μπορεί να φέρει στους εργαζόμενους. Αλήθεια, ήταν αναγκαίος αυτός ο συμβιβασμός μπροστά σε δύσκολους συσχετισμούς ή έχει ευθύνες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Υπάρχει και ποια είναι η εναλλακτική στρατηγική και τακτική για να δικαιωθούν οι προσδοκίες της εργατικής τάξης που στράφηκε μαζικά προς τα αριστερά; Από τις απαντήσεις σε αυτά τα πολύ σημαντικά ερωτήματα και με βάση την πορεία των εξελίξεων θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό η συνέχεια. Γιατί οι δυνάμεις που περιμένουν να επωφεληθούν αν δεν δώσουμε τις κατάλληλες απαντήσεις, είναι εδώ και συνεχίζουν τη δράση τους. Σε αυτή τη συγκυρία ο πρωθυπουργός διαμορφώνει μια πολιτική όπου ο στόχος της είναι να υλοποιήσει την ατζέντα που διαμορφώνεται στο Γιούρογκρουπ κάμπτοντας τις εργατικές αντιστάσεις, ακόμη κι αν εκφράζονται και μέσα στο κυβερνητικό κόμμα. Οι απολυμένοι διεκδικούν να γυρίσουν πίσω στις δουλειές τους, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές έχοντας δεσμευτεί ότι θα ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα, αλλά η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ και του ΔΝΤ παίρνει προτεραιότητα. Οι τραπεζίτες της Φρανκφούρτης μπορούν να κυβερνάνε, οι εργάτες που απολύονται, όχι – αντίθετα στοχοποιούνται και ως εχθροί της ανάπτυξης. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στους οικονομικούς εκβιασμούς και στις πολιτικές πιέσεις των «θεσμών» της ΕΕ. Η συνεργασία του Πανούση με το Συγκρότημα πρώην Λαμπράκη και νυν Ψυχάρη, αποκαλύπτει μια ακόμη πλευρά. Ένας υπουργός που χρωστάει τη θέση του στην απόφαση του Τσίπρα να δώσει στους στρατηγούς της ΕΛΑΣ έναν συνεργάσιμο καθηγητή εγκληματολογίας επιτίθεται με πρωτοσέλιδο άρθρο στα Νέα(!) στην «Αριστερά του τίποτα». Όπως μας λένε οι κήρυκες του «ευρωπαϊσμού» και της «υπευθυνότητας», εάν είσαι συνεχιστής της πολιτικής του «δεν χωράνε άλλοι μετανάστες», της διατήρησης του φράχτη στον Έβρο και της Αμυγδαλέζας, τότε μπορείς να κυβερνάς ενώ εάν είσαι αγωνιστής ενάντια στο ρατσισμό και την καταστολή, τότε απαγορεύεται να κάνεις, έστω, και αντιπολίτευση.
Έτσι αναδεικνύονται καθημερινά και άλλα νέα ερωτήματα, όπως τι σημαίνουν οι γρήγοροι συμβιβασμοί της κυβέρνησης της Αριστεράς; Επιστρέφουμε στο παρελθόν, μήπως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον Καμμένο είναι μια επανάληψη της τρικομματικής κυβέρνησης που στήθηκε τον Ιούνη του 2012; Πως μπορούμε να παλέψουμε την πολιτική των συμβιβασμών με ένα κουρασμένο και γιατί όχι, ηττημένο εργατικό κίνημα; Μήπως λοιπόν την επόμενη φορά το εργατικό κίνημα ψηφίσει μια Αριστερά υπεύθυνη και περισσότερο συνεπή; Τέτοιες απόψεις θα βρει κανείς, σχεδόν παντού. Όχι μόνο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στο ΚΚΕ, κυρίως σε αυτό, αλλά και σε κάποια κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι οποίες επιδρούν και στην τακτική τους, δυσκολεύοντας το ξεδίπλωμα της δυναμικής που φάνηκε με τα αποτελέσματα των εκλογών της 25 Γενάρη. Μια τέτοια αντιμετώπιση παλινδρομεί ανάμεσα σε δυο λάθη. Το ένα λάθος είναι η προσαρμογή, το κατέβασμα του πήχη των προσδοκιών, αφού τίποτα δεν άλλαξε, απλά ένας κόσμος «πήρε μεταγραφή από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ». Η άλλη όψη, το δεύτερο λάθος, είναι η περιθωριοποίηση και ο σεκταρισμός. Και τα δύο ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία: την υποτίμηση των συσχετισμών για το εργατικό κίνημα μέσα στην κοινωνία. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ έχει προκαλέσει ρήγματα πανικού μέσα στην κυρίαρχη τάξη της Ευρώπης και στην Ελλάδα, και έχει ανεβάσει την αυτοπεποίθηση του κόσμου που συγκρούστηκε με τα Μνημόνια και τη λιτότητα σε όλη την Ευρώπη. Οι από πάνω ανησυχούν, όχι τόσο για τη νέα κυβέρνηση, όσο για τη δύναμη που της έδωσε την εκλογική νίκη. Και οι από κάτω έχουν την αίσθηση της νίκης και την προσδοκία κατακτήσεων. Αυτή είναι η δύναμη που μπορεί να συγκρουστεί και με τους ευρω-εκβιασμούς και με την καινούργια κυβέρνηση, να βαθύνει την κρίση της κυρίαρχης τάξης και να ανοίξει την εναλλακτική προοπτική και για την ίδια την εργατική τάξη και για την κοινωνία συνολικά.
Και σε αυτή τη στιγμή χρειάζεται να δούμε ορισμένα πράγματα τα οποία θα μας βοηθήσουν να ξεκαθαρίσουμε, όσο γίνεται καλύτερα, το τοπίο. Αρχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι ένα κόμμα ένα αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα που σχημάτισε κυβέρνηση μέσα σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μεταρρύθμιση υπέρ της εργατικής τάξης οδηγεί σε σύγκρουση. Και αυτή την σύγκρουση δεν είναι διατεθειμένη να τη δώσει η νέα κυβέρνηση. Άρα ποιος μένει να δώσει τη σύγκρουση αν όχι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι; Και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος μιας αριστερής αντιπολίτευσης μέσα σε αυτές τις συνθήκες; Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι η επαναστατική, μαρξιστική θεωρία υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη είναι το κλειδί για να αλλάξει η κοινωνία. Οι καπιταλιστές δεν μπορούν να συνεχίζουν χωρίς να βγάζουν κέρδη, αλλά δεν μπορούν να το πετύχουν εάν δεν εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη. Παρ’ όλες τις αμφισβητήσεις και τις διάφορες θεωρίες που ακούγονται, η εργατική τάξη συνεχίζει να είναι έτσι όπως τους χαρακτηρίζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο «ο νεκροθάφτης» του καπιταλισμού. Η συνείδηση των εργατών δεν είναι μονολιθική αλλά αντιφατική. Οι μάχες για να αλλάξουν τη ζωή τους, τους φέρνει αντιμέτωπους με το σύστημα και έτσι αλλάζουν και τις ιδέες τους. Αυτή την αλλαγή τη ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Έτσι εξηγείται όχι μόνο η κυβέρνηση της αριστεράς αλλά και η συζήτηση που γίνεται σήμερα μέσα σε όλους τους εργατικούς χώρους. Κατά συνέπεια, η αριστερή αντιπολίτευση για να κερδίσει την εργατική τάξη στην προοπτική της απελευθέρωσης της κοινωνίας από την εκμετάλλευση, τις διακρίσεις και την καταπίεση, χρειάζεται να έχει επαναστατική στρατηγική, ενιαιομετωπική τακτική και ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση. Η άποψη ότι οι εργατικές επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν, ότι χρειάζεται η σύγχρονη αριστερά να ψάξει για νέα υποκείμενα και νέους δρόμους, έχει διαψευστεί ξανά και ξανά. Τα ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνουν τρία πράγματα. Το πρώτο ότι ο πρωταγωνιστής σε όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα ήταν η εργατική τάξη, που έδωσε την έμπνευση και τράβηξε μαζί της και άλλα κομμάτια. Το δεύτερο ότι σχεδόν παντού ήταν τα εργατικά συμβούλια ή αντίστοιχες μορφές που έφτιαξε το εργατικό κίνημα σε διάφορες χώρες, που λειτούργησαν σαν το αντίπαλο δέος απέναντι στο αστικό κράτος. Και τρίτο, εκεί που το εργατικό κίνημα υπέκυψε στις πιέσεις των αριστερών κυβερνήσεων, κέρδισε η αντεπανάσταση και όχι απλά μια αστική κυβέρνηση. Το παράδειγμα της Ρώσικης Επανάστασης συνεχίζει να είναι επίκαιρο και σήμερα. Όχι μόνο πώς οργανώνεται μια νικηφόρα εργατική επανάσταση, αλλά και τι μπορεί να κάνει η εργατική τάξη όταν πάρει την εξουσία. Η τακτική του ενιαίου μετώπου συζητήθηκε με μεγάλη επιμονή στο Γ’ συνέδριο της Γ’ Διεθνούς. Το 1921 η περίοδος άλλαζε, η κυρίαρχη τάξη ξαναποκτούσε τον έλεγχο στις διάφορες χώρες και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ξανασυσπείρωναν κόσμο και έτσι μετατράπηκαν σε υπαρκτή πολιτική δύναμη στα αριστερά των αστικών κομμάτων. Το ενιαίο μέτωπο ήταν η τακτική των νέων επαναστατικών κομμάτων να ανοίξουν δίαυλους επικοινωνίας με τους εργάτες που συσπειρώνονταν στη σοσιαλδημοκρατία. Δυο ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της συνεργασίας – από τη μια κοινή δράση και από την άλλη, ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση. Το δεύτερο σημαίνει ότι οι επαναστάτες, ενώ από τη μια οργάνωναν κοινές μάχες μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη επέμεναν ιδιαίτερα για τις ιδέες τους και την πολιτική τους. Δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο χωρίς πολιτική συζήτηση, διαφωνίες και επιχειρήματα, είτε τότε είτε σήμερα. Υπάρχουν δυο λάθος απόψεις για σήμερα. Η πρώτη ότι ενιαίο μέτωπο με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει μέτωπο για στήριξη της κυβέρνησης. Και η δεύτερη είναι αυτή που χαρακτηρίζει εναιομετωπική συνεργασία κάθε συνεργασία και κάθε μέτωπο. Η αριστερή αντιπολίτευση επιδιώκει την συνεργασία πάνω σε όλες τις μάχες, οικονομικές και πολιτικές με εργάτες/τριες που τρέφουν αυταπάτες για τον ρόλο της αριστερής κυβέρνησης. Η συνεργασία δεν γίνεται πάνω σε ιδεολογικές συμφωνίες και πλατφόρμες αλλά πάνω στην κοινή ανάγκη να ανατρέψουμε τη λιτότητα και τα Μνημόνια, να πάρουν οι απολυμένοι πίσω τις δουλειές τους, να ανοίξει η ΕΡΤ, να ανοίξουν τα κλειστά νοσοκομεία και σχολεία. Είναι η κοινή δράση με όλον τον κόσμο που ψήφισε αριστερά, να οργανώσουμε τη μάχη για να τσακίσουμε τους φασίστες και να μπει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βαθειά στη φυλακή, για να ανοίξουν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και μαζί να παλέψουμε ενάντια στην ισλαμοφοβία. Όποιος αρνείται αυτή την κοινή δράση, στην πραγματικότητα απέχει από τις μάχες και αφήνει το έδαφος ανοιχτό για να ξαναοργανώσει η κυρίαρχη τάξη την επιστροφή της. Η κοινή ενιαιομετωπική δράση μέσα στο εργατικό κίνημα, όμως, δεν επεκτείνεται μέχρι το σημείο της συμμετοχής των επαναστατών στην κυβέρνηση της αριστεράς. Η αυταπάτη ότι μπορεί να την αλλάξει κάποιος από τα μέσα, έχει οδηγήσει επανειλημμένα σε δυο καταστροφικές εξελίξεις: τη διάλυση των επαναστατικών οργανώσεων, και την υποχώρηση του εργατικού κινήματος. Η συμμετοχή οργανώσεων της επαναστατικής ή αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κυβερνήσεις, ή ακόμα και η στήριξη τους, ενισχύει τις αυταπάτες μέσα στην εργατική τάξη. Αυταπάτες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο και για το ότι η αριστερά στην κυβέρνηση σημαίνει κυβέρνηση των εργατών. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η άποψη ότι η συμμετοχή στο αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, στην προκειμένη περίπτωση στον ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργεί σαν εμπόδιο για το δεξιό κατρακύλισμα της κυβέρνηση. Ότι η λειτουργία αριστερής τάσης σε ένα ρεφορμιστικό κόμμα είναι εγγύηση για να μην πάει η κυβέρνηση πιο δεξιά. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη ανεξάρτητης επαναστατικής οργάνωσης σήμερα είναι απαραίτητος όρος για να μπορεί να ανταποκριθεί στις ευκαιρίες και στις προκλήσεις που ανοίγουν. Να μπορεί να παίρνει τις πρωτοβουλίες που στηρίζουν τους εργατικούς αγώνες και αναδεικνύουν τα αιτήματα του μεταβατικού προγράμματος. Για να παίζει αυτό το ρόλο χρειάζεται να έχει ρίζες μέσα στους εργατικούς χώρους, να συσπειρώνει και να κερδίζει τους πιο μαχητικούς εργάτες με τη μεριά της, να λειτουργεί κάθε μέλος της όπου και να βρίσκεται, όπου και να παρεμβαίνει, όχι απλά σαν συνδικαλιστής του χώρου του, αλλά σαν ο ντελάλης ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση όλης της τάξης και κάθε καταπιεσμένου.
Αντίθετα, όσο περνάει ο καιρός ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και το πιο αριστερά στελέχη του – για να μην αναφέρουμε και τον Υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη που δεν είναι καν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και τον οποίο επέβαλε ο Τσίπρας ανάβοντας του και του το πράσινο φως για να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ – αποδέχονται και στηρίζουν τις δεξιές προσαρμογές. Γι’ αυτό, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται να αναδείξουμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Η δικαίωση των διεκδικήσεών μας δεν επαφίεται στον πατριωτισμό των υπουργών αλλά στη συνέχιση των εργατικών αγώνων. Καμία υπόσχεση από την πλευρά του Βαρουφάκη ή από την πάντα χαμογελαστή Λαγκάρντ, σαν τον Χάρο που περιμένει να μεταφέρει τα θύματα του στην απέναντι όχθη, δεν θα αλλάξει το μέλλον μας. Αντίθετα, οργανώνουμε τις μάχες στα νοσοκομεία, στην ΕΡΤ, στα Λιμάνια ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές, για να πάρει η εργατική τάξη πίσω όσα της έκλεψαν.
Από πουθενά, δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης της πολιτικής των μνημονίων. Όταν η αμερικάνικη οικονομία μπαίνει ξανά στον αστερισμό της αβεβαιότητας, στην Ευρώπη οι προοπτικές είναι χειρότερες. Η υπόσχεση του Ντράγκι για «ποσοτική χαλάρωση» έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί από τις αγορές, αλλά αυτό δεν βελτίωσε τις επιδόσεις ούτε της Γαλλικής ούτε της Ιταλικής οικονομίας που είναι τα επίκεντρα της στασιμότητας. Ούτε ο Ολάντ, ούτε ο Ρέντσι δεν έχουν κάποια αχτίδα βελτίωσης να προσφέρουν για το επόμενο διάστημα. Το επιχείρημα των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ που υπερασπίζονται τη συμφωνία είναι ότι πρόκειται για δέσμευση μόλις ενός τετράμηνου, ενώ ο ορίζοντας της κυβέρνησης είναι η τετραετία. Το τετράμηνο θα είναι μια ανάσα και η κυβέρνηση μετά θα έχει το χρόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμά της, αποδεικνύεται ως ένα ακόμα μεγάλο ψέμα της κυβέρνησης. Αλλά ακόμα και αυτό κατέρρευσε κάτω από το βάρος των πρόσφατων εξελίξεων. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν δείχνει ότι μετά από ένα διάστημα συμμόρφωσης με τη μνημονιακή λιτότητα, αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια βελτίωση των συνθηκών. Όποιος βλέπει έτσι τα πράγματα, απλά επαναλαμβάνει τις αυταπάτες ενός «success story» με χρονοκαθυστέρηση μερικών μηνών σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μύθο του Σαμαρά. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι πάνω σε αυτό το ζήτημα για να μην περνάνε τα ψεύτικα «επιχειρήματα» του στιλ «κάντε υπομονή για τέσσερις μήνες και έρχονται τα καλύτερα». Αντίθετα, πολύ πιο ρεαλιστικό αναδεικνύεται ένα αντίθετο σενάριο, δηλαδή ότι ο δρόμος προς τη βελτίωση περνάει από την πάλη ΕΝΑΝΤΙΑ στη συμφωνία που προσπαθεί να επιβάλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο εφικτή είναι αυτή η προσπάθεια και πού μπορεί να στηρίζεται μια τέτοια προοπτική, θα ρωτήσουν οι καλοθελητές από δεξιά και αριστερά. Κι εδώ χρειάζεται να δώσουμε εκείνες τις αναγκαίες απαντήσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίοσουμε καλύτερα το ζήτημα. Πρώτα από όλα και από οικονομική άποψη, τα πλεονεκτήματα είναι ασύγκριτα. Μια στάση πληρωμών του ελληνικού δημόσιου απέναντι στους «θεσμικούς δανειστές» αυτή τη στιγμή σημαίνει να αποφύγει να δώσει περίπου 5,3 δις ευρώ στο ΔΝΤ μέχρι τον Ιούνη και άλλα 6,7 δις στην ΕΚΤ τον Ιούλη. Ποσά αρκετά μεγάλα ώστε να ακυρώνουν τους εκβιασμούς του Eurogroup για άμεση συνέχιση των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων και να αφήνουν περιθώριο για υλοποίηση όλων των υποσχέσεων που παγώνει η συμφωνία. Αντί να ψάχνει η κυβέρνηση πώς κάθε κίνησή της δεν θα έχει «αρνητική επίδραση στα δημοσιοοικονομικά μεγέθη», θα βρεθούν ο Ντράγκι και η Λαγκάρντ να ψάχνουν τρόπους για να περιορίσουν την αναταραχή στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Είναι φανερό ότι μια τέτοια κίνηση χρειάζεται να συνδυαστεί με μέτρα απάντησης στα «αντίποινα» που θα προκαλέσει από την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, ντόπια και ξένα. Ο έλεγχος των τραπεζών, του νομίσματος και της κίνησης κεφαλαίων δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια τους, όπως είναι σήμερα. Αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε τις διοικήσεις των τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών να αλλάξει σύμφωνα με την εκφρασμένη επιθυμία της, χωρίς έγκριση από την εποπτική αρχή των τραπεζών της Ευρωζώνης. Η ρήξη με αυτούς τους περιορισμούς είναι απαραίτητη και βάζει στην ημερήσια διάταξη τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα αυτής της αναμέτρησης. Το ζήτημα του ποιος ελέγχει τα κλειδιά της οικονομίας αναδεικνύεται ως κεντρικό και βέβαια φέρνει μαζί του το ερώτημα: μπορεί το εργατικό κίνημα να στηρίξει μια στρατηγική εργατικού ελέγχου; Η απάντηση πατάει πάνω στη δυναμική των αγώνων που μας έφεραν ως εδώ. Μπορεί κάποιοι φίλοι του Τσίπρα να τον θεωρούν ως πρωταγωνιστή της νίκης της Αριστεράς. Αυτό εκφράζεται και με το γεγονός ότι η ηγεσία Τσίπρα βρίσκεται υπό πίεση από τα αριστερά της από την πρώτη στιγμή. Οι κινητοποιήσεις στις πλατείες την ώρα της διαπραγμάτευσης πήραν σχεδόν από την αρχή περισσότερο χαρακτήρα πίεσης παρά στήριξης για την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ έγιναν το πρώτο εργατικό κομμάτι που βγήκε στο δρόμο απαιτώντας δικαίωση. Όταν ο Βαρουφάκης έβαλε την υπογραφή του στη Συμφωνία, οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στο συμβιβασμό έγιναν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρχικά και το ΚΚΕ στη συνέχεια. Μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε το χορό της διαφωνίας από τα αριστερά ο Μανώλης Γλέζος και ακολούθησαν φωνές στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στην Κεντρική Επιτροπή.
Οι δυνατότητες για να αναπτυχθεί ένα κίνημα που υπερβαίνει τους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ορατές. Το θέμα είναι να τις αξιοποιήσουμε. Γιατί η επόμενη μέρα είναι εδώ και χρειάζεται να φροντίσουμε να έχει συνέχεια η ελπίδα.
Όμορφες στιγμές μοιράστηκαν μικροί και μεγάλοι στην καθιερωμένη πια χριστουγεννιάτικη γιορτή για τα παιδιά της…
Η Πρωτοβουλία Αντίστασης καταγγέλλει, μέσω ανακοίνωσής της, τις "εκδικητικές απολύσεις εργαζομένων και εκλεγμένων μελών του…
Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Ρεθύμνης, με ανακοίνωσή της, συγχαίρει το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών της…
«Καμπάνες» άνω του 1 εκατ. ευρώ επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η υπόθεση αφορά αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές νόθευσης διαγωνισμών.…
Ανακοίνωση εξέδωσαν τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας για την ανάκτηση της ιθαγένειας και την υιοθέτηση του επωνύμου “Ντε Γκρες”, στην οποία…
Αυξημένα είναι τα κρούσματα της mpox (Ευλογιάς των Πιθήκων) διεθνώς. Για το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου τα επιβεβαιωμένα…
This website uses cookies.