Πριν από έξι μήνες η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Στο πεδίο της μάχης διεξάγεται ένας πόλεμος φθοράς κατά μήκος μιας πρώτης γραμμής 1.000 χιλιομέτρων θανάτου και καταστροφής. Πέρα από αυτό, μαίνεται ένας άλλος αγώνας – μια οικονομική σύγκρουση με σφοδρότητα και έκταση που δεν έχει παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1940, καθώς οι δυτικές χώρες προσπαθούν να πλήξουν τη ρωσική οικονομία των 1,8 τρισ. δολαρίων με ένα νέο οπλοστάσιο κυρώσεων.
Η αποτελεσματικότητα αυτού του εμπάργκο, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του «Economist», είναι το κλειδί για την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά αποκαλύπτει, επίσης, πολλά για την ικανότητα των φιλελεύθερων δημοκρατιών να προβάλλουν την ισχύ τους σε παγκόσμιο επίπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 2020 και πέραν αυτής, μεταξύ άλλων εναντίον της Κίνας. Πάντως, μέχρι στιγμής, ο πόλεμος των κυρώσεων δεν πηγαίνει τόσο καλά όσο αναμενόταν.
Από τον Φεβρουάριο, η Αμερική, η Ευρώπη και οι σύμμαχοί τους έχουν εξαπολύσει ένα άνευ προηγουμένου μπαράζ απαγορεύσεων που καλύπτει χιλιάδες ρωσικές επιχειρήσεις και άτομα. Τα μισά από τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας ύψους 580 δισ. δολαρίων έχουν παγώσει και οι περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζές της έχουν αποκοπεί από το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών. Η Αμερική δεν αγοράζει πλέον ρωσικό πετρέλαιο και το ευρωπαϊκό εμπάργκο θα τεθεί πλήρως σε ισχύ τον Φεβρουάριο. Οι ρωσικές επιχειρήσεις απαγορεύεται να αγοράζουν από κινητήρες μέχρι τσιπ. Ολιγάρχες και αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων.
Πάντως, εκτός από την ικανοποίηση της δυτικής κοινής γνώμης, τα μέτρα αυτά έχουν και στρατηγικούς στόχους. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος, τουλάχιστον αρχικά, ήταν να προκληθεί μια κρίση ρευστότητας και ισοζυγίου πληρωμών στη Ρωσία, η οποία θα δυσχέραινε τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία και έτσι θα άλλαζε τα κίνητρα του Κρεμλίνου. Μακροπρόθεσμα, η πρόθεση είναι να μειωθεί η παραγωγική ικανότητα και η τεχνολογική εξειδίκευση της Ρωσίας, ώστε, αν ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, φιλοδοξούσε να εισβάλει σε άλλη χώρα, να έχει λιγότερους πόρους στη διάθεσή του. Ένας τελικός στόχος είναι να αποτρέψει τους άλλους από την πολεμοκαπηλεία.
Επισημαίνεται ότι πίσω από τέτοιους φιλόδοξους στόχους κρύβεται ένα νέο δόγμα δυτικής ισχύος. Η μονοπολική στιγμή της δεκαετίας του 1990, όταν η υπεροχή της Αμερικής ήταν αδιαμφισβήτητη, έχει περάσει προ πολλού, και η όρεξη της Δύσης να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη έχει μειωθεί μετά τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Οι κυρώσεις φάνηκε να προσφέρουν μια απάντηση, επιτρέποντας στη Δύση να ασκήσει εξουσία μέσω του ελέγχου των χρηματοπιστωτικών και τεχνολογικών δικτύων που βρίσκονται στην «καρδιά» της οικονομίας του 21ου αιώνα. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν αναπτυχθεί για την τιμωρία των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την απομόνωση του Ιράν και της Βενεζουέλας και την παρακώλυση επιχειρήσεων όπως η Huawei. Το εμπάργκο στη Ρωσία, όμως, οδηγεί τις κυρώσεις σε νέο επίπεδο, στοχεύοντας να παραλύσει την 11η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ενέργειας, σιτηρών και άλλων βασικών εμπορευμάτων.
Ποια είναι τα αποτελέσματα; Σε ορίζοντα τριών έως πέντε ετών, η απομόνωση από τις δυτικές αγορές θα προκαλέσει χάος στη Ρωσία. Μέχρι το 2025, το ένα πέμπτο των πολιτικών αεροσκαφών μπορεί να καθηλωθεί λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Οι αναβαθμίσεις στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών καθυστερούν και οι καταναλωτές θα στερηθούν τα δυτικά εμπορικά σήματα. Καθώς το κράτος και οι μεγιστάνες καταλαμβάνουν δυτικά περιουσιακά στοιχεία, από εργοστάσια αυτοκινήτων μέχρι καταστήματα των «McDonald’s», ελλοχεύει περισσότερος πελατειακός καπιταλισμός. Η Ρωσία χάνει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους πολίτες της, οι οποίοι αντιδρούν στην πραγματικότητα της δικτατορίας και στην προοπτική να γίνει η χώρα τους ένας… πετρελαϊκός σταθμός της Κίνας.
Το πρόβλημα είναι ότι η χαριστική βολή δεν έχει έχει έρθει ακόμα. Ειδικότερα, το ΑΕΠ της Ρωσίας θα συρρικνωθεί κατά 6% το 2022, όπως υπολογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, πολύ λιγότερο από την πτώση 15% που πολλοί περίμεναν τον Μάρτιο ή την ύφεση στη Βενεζουέλα. Οι πωλήσεις ενέργειας θα δημιουργήσουν πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 265 δισ. δολαρίων φέτος, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά την Κίνα. Έπειτα από μια κρίση, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ρωσίας έχει σταθεροποιηθεί και η χώρα βρίσκει νέους προμηθευτές για ορισμένες εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη, μια ενεργειακή κρίση μπορεί να προκαλέσει ύφεση. Αυτή την εβδομάδα, οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 20% καθώς η Ρωσία περιόρισε τις προμήθειες.
Αποδεικνύεται ότι το όπλο των κυρώσεων έχει ελαττώματα. Το ένα είναι η χρονική υστέρηση. Ο αποκλεισμός της πρόσβασης σε τεχνολογία που μονοπωλεί η Δύση, χρειάζεται χρόνια για να πιάσει τόπο, και οι απολυταρχίες είναι καλές στο να απορροφούν το αρχικό χτύπημα ενός εμπάργκο επειδή μπορούν να συγκεντρώσουν πόρους. Έπειτα, υπάρχει και το πλήγμα. Παρ’ όλο που το ΑΕΠ της Δύσης επισκιάζει το ρωσικό, δεν υπάρχει καμία ελπίδα να αποτραπεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του φυσικού αερίου. Το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι ότι το πλήρες ή μερικό εμπάργκο δεν επιβάλλεται από πάνω από 100 χώρες με το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το πετρέλαιο των Ουραλίων ρέει προς την Ασία. Το Ντουμπάι ξεχειλίζει από ρωσικά μετρητά και μπορείτε να πετάξετε με την Emirates και άλλες εταιρείες προς τη Μόσχα, επτά φορές την ημέρα. Μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία είναι καλή στο να προσαρμόζεται σε σοκ και σε ευκαιρίες, ιδίως καθώς οι περισσότερες χώρες δεν έχουν καμία διάθεση να επιβάλουν τη δυτική πολιτική.
Επομένως, θα πρέπει να αποβάλλετε κάθε αυταπάτη ότι οι κυρώσεις προσφέρουν στη Δύση έναν φθηνό και ασύμμετρο τρόπο να αντιμετωπίσει την Κίνα, μια ακόμη μεγαλύτερη απολυταρχία. Προκειμένου να αποτρέψει ή να τιμωρήσει μια εισβολή στην Ταϊβάν, η Δύση θα μπορούσε να κατασχέσει τα αποθεματικά της Κίνας ύψους 3 τρισ. δολαρίων και να αποκόψει τις τράπεζές της αλλά, όπως και με τη Ρωσία, η οικονομία της Κίνας δεν θα ήταν πιθανό να καταρρεύσει. Η κυβέρνηση στο Πεκίνο θα μπορούσε να ανταποδώσει, ας πούμε, στερώντας τη Δύση από ηλεκτρονικά είδη, μπαταρίες και φάρμακα, αφήνοντας τα ράφια άδεια και προκαλώντας χάος. Δεδομένου ότι περισσότερες χώρες εξαρτώνται από την Κίνα παρά από την Αμερική ως τον μεγαλύτερο εμπορικό τους εταίρο, η επιβολή ενός παγκόσμιου εμπάργκο θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη από ό,τι με τη Ρωσία.
Αντιθέτως, το μάθημα από την Ουκρανία και τη Ρωσία είναι ότι η αντιμετώπιση των επιθετικών απολυταρχιών απαιτεί δράση σε πολλά μέτωπα. Η σκληρή ισχύς είναι απαραίτητη. Οι δημοκρατίες πρέπει να μειώσουν την έκθεσή τους στα σημεία ασφυξίας των αντιπάλων. Οι κυρώσεις παίζουν ζωτικό ρόλο, αλλά η Δύση δεν πρέπει να τις αφήσει να πολλαπλασιαστούν. Όσο περισσότερο φοβούνται οι χώρες τις δυτικές κυρώσεις αύριο, τόσο λιγότερο πρόθυμες θα είναι να επιβάλουν εμπάργκο σε άλλους σήμερα.
Πέρα από τις κυρώσεις
Τα καλά νέα είναι ότι, 180 ημέρες μετά την εισβολή, οι δημοκρατίες προσαρμόζονται σε αυτή την πραγματικότητα. Βαριά όπλα εισρέουν στην Ουκρανία, το ΝΑΤΟ οχυρώνει τα σύνορα της Ευρώπης με τη Ρωσία και η Ευρώπη εξασφαλίζει νέες πηγές φυσικού αερίου και επιταχύνει τη στροφή προς την καθαρή ενέργεια. Η Αμερική μειώνει την εξάρτησή της από την κινεζική τεχνολογία και προτρέπει την Ταϊβάν να βελτιώσει τη στρατιωτική της άμυνα.
Η παγίδα είναι ότι κάθε απολυταρχία, και όχι λιγότερο η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, μελετά επίσης τον πόλεμο κυρώσεων με τη Ρωσία και είναι απασχολημένη ώστε να πάρει τα ίδια μαθήματα. Η Ουκρανία σηματοδοτεί μια νέα εποχή συγκρούσεων του 21ου αιώνα, στην οποία τα στρατιωτικά, τεχνολογικά και οικονομικά στοιχεία είναι αλληλένδετα, αλλά δεν είναι μια εποχή στην οποία η Δύση μπορεί να θεωρήσει ότι έχει την υπεροχή. Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα μόνο με δολάρια και ημιαγωγούς.