Του Γιάννη Αγγελάκη
Τον Δημήτρη Μαρμάνη τον γνώρισα πριν μερικά χρόνια μέσω κοινών γνωστών και φίλων. Τον γνώρισα καλοκαίρι και συναντιόμασταν μόνο καλοκαίρια. Λες και για να γνωρίσω έτσι τις πιο φωτεινές πτυχές ενός φωτεινού ανθρώπου.
Ο Δημήτρης ήταν επιστήμονας όμως δεν ήταν στρυφνός. Δε λέω ότι όλοι οι επιστήμονες είναι στρυφνοί αλλά ο Δημήτρης δεν έμοιαζε με την στερεότυπη εικόνα ενός επιστήμονα αφοσιωμένου μόνο στο αντικείμενό του. Τα τελευταία χρόνια βρισκόταν στη Γερμανία όπου με ειδίκευση στο Machine Learning εργαζόταν στο Γερμανικό Κέντρο Αεροδιαστήματος. Ήταν υπερδραστήριος, γεμάτος όρεξη για δράση, η καρδιά της παρέας, γελούσε δυνατά, σε αγκάλιαζε με ειλικρίνεια, του άρεσε η πεζοπορία, οι καλές κουβέντες και το φλερτ με τις γυναίκες. Ακόμη και η σωματοδομή του δεν έμοιαζε με επιστήμονα. Γεροδεμένος, λες και ήταν φτιαγμένος για μάχες και για μεγάλες διαδρομές.
Ήταν καλός με τους φίλους του αλλά δεν τους χαϊδευε τα αυτιά. Τους έλεγε αυτό που είχε στο μυαλό του και που θεωρούσε πως έπρεπε να το ακούσουν. Το έκανε μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο Δημήτρης είχε μία απίστευτη στωικότητα και συγχρόνως μία απίστευτη θέληση για ζωή. Ενώ ήξερε πως η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ήταν πολύ άσχημη και πιθανότατα μη αναστρέψιμη, ότι δεν του μένουν παρά λίγες μέρες, βδομάδες, μήνες ζωής, δεν τα είχε παρατήσει μέχρι την τελευταία στιγμή. Και σε οποιαδήποτε περίπτωση, ήθελε να ζήσει μέχρι την τελευταία ημέρα που του είχε δοθεί.
Γι’ αυτό, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής από τη Γερμανία. Για να ζήσει τον τελευταίο καιρό που του έμενε όπως αυτός ήθελε.
Ο Δημήτρης ήταν άτυχος. Ήταν 33 χρονών, δεν έπινε πολύ, γυμναζόταν, δεν κάπνιζε, δεν είχε ιστορικό καρκίνου στην οικογένεια. Παρά τις όποιες ελπίδες ίσως είχε, τη θέλησή του για ζωή, ενώ θα μπορούσε να ζήσει ακόμα κάποιες βδομάδες, κάποιους μήνες, έφυγε μέσα σε λίγες ημέρες απ’ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα.
Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, μετά από μία τρομερή καταπόνηση στον δυνατό οργανισμό του από τις χημειοθεραπείες, όταν οι γιατροί του είπαν πως ο καρκίνος έχει κάνει μεταστάσεις σε όλο του το σώμα, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα.
«Πρέπει να πάρω λίγο τα πάνω μου πρώτα και μετά θα δούμε αν θα έρθω Χανιά. Δεν έχω τόσο μακρόπνοα σχέδια ακόμα. Πιο πολύ το πάω με τη μέρα, παρά με την εβδομάδα ή τον μήνα. Δεν απογοητεύομαι», μου είχε πει όταν του είπα κάπως με αφέλεια για το πότε θα τον δούμε στους τόπους μας.
Είχε στο μυαλό του ένα αισιόδοξο σχέδιο. Αρχικά, θα έμενε στην Ραφήνα.
«Ωραία είναι η Ραφήνα. Θα κάθομαι δίπλα στη θάλασσα και οι γονείς μου μπορούν το απόγευμα να έρχονται και αυτοί άμα θέλουν. Ή να μην έρχονται. Ότι θέλουν. Να κάθομαι λίγο στην αυλή, να με βλέπει ο ήλιος, να περπατάω στην παραλία, να με χτυπάει λίγο ο άνεμος. Χρειάζομαι λίγο ηρεμία. Θα κατεβαίνω και Αθήνα, κοντά είναι. Αλλά δε μπορώ να είμαι στην πολυκατοικία στα Εξάρχεια. Εκεί είναι τρέλα, δεν είναι να πας για να ηρεμήσεις».
Ο Δημήτρης εξαιτίας και της περιπέτειάς του διάβασε και για την μπίζνα που αποτελεί ο καρκίνος για τις εταιρείες:
«Ανεβάζαν την τιμή των αντι-καρκινικών φαρμάκων στην Αμερική κατά 15% κάθε χρόνο. Απίστευτο! Ανεβάζαν τις τιμές για 12 χρόνια, 15% κάθε χρόνο. Και αυτό μέχρι το 2008 που είναι γραμμένο το βιβλίο που διάβαζα εγώ. Από το 2008 έως το 2018 είμαι σίγουρος ότι η τάση αυτή δεν άλλαξε. Τα εναλλακτικά, τι να βγάλουνε από αυτά; Φραγκοδίφραγκα;»
Τα τελευταία χρόνια δεν είδα τον Δημήτρη.
Βρισκόταν στη Γερμανία και για ένα διάστημα περίπου δύο ετών έδινε τη μάχη με τον καρκίνο. Όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε η αρρώστια να μην τον καταβάλλει. Κάποιες στιγμές φαινόταν ότι θα νικούσε! Τότε έκανε σχέδια για να κατέβει στην Κρήτη και να δει όλους τους καλούς του φίλους. Προσπαθούσε να διατηρεί την αισιοδοξία του μέχρι τις τελευταίες στιγμές. Έδωσε μία μεγάλη μάχη. Δεν τα κατάφερε όμως.
Δεν ήμουν από τους πιο παλιούς του φίλους, όμως τις λίγες φορές που βρεθήκαμε αυτά τα καλοκαίρια στην Κρήτη υπήρχε ένα συμπορπάτισμα, σα να ταιριάξανε τα χνώτα μας. Αυτό είχα αισθανθεί τουλάχιστον. Ήταν από τους ανθρώπους που από την πρώτη μιλιά που ανταλλάσσεις καταλαβαίνεις ότι ταιριάζεις. Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη μόνο μ’ εμένα ή ήταν κάτι που το αισθάνονταν κι άλλοι άνθρωποι που συναναστράφηκαν μαζί του.
Δε μου δόθηκε η ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω. Θα μου λείψει, όπως θα λείψει σε όλους όσους τον γνώρισαν έστω και λίγο, σε όσους τον αγκάλιασαν και αντάλλαξαν μαζί του ένα χαμόγελο. Μα πιο πολύ θα λείψει στην οικογένειά του. Γιατί είμαι σίγουρος ότι ήταν ένας θαυμάσιος γιος.
Ήταν ένας καλός επιστήμονας, ένας καλός φίλος, ένας καλός συνταξιδιώτης, ένας φωτεινός άνθρωπος. Και είχε πολλά ακόμα να δώσει.
Αντίο Δημήτρη.
Με αφορμή την είδηση ότι τα πρωτεία των θανατηφόρων τροχαίων στην Ελλάδα έχει η Κρήτη…
Με την καθημερινότητα και κυρίως με τα ζητήματα που άπτονται του κόστους ζωής και της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών επιχειρεί το ΠΑΣΟΚ να…
Για τη χρονιά που πέρασε, τον Στέφανο Κασσελάκη, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σχέση τους…
Μια όμορφη έκπληξη περίμενε τη γνωστή τραγουδίστρια Άννα Βίσση, ανήμερα των γενεθλίων της στο κέντρο…
Μια πρόσφατη έρευνα του Bloomberg Businessweek έριξε φως στο αναπτυσσόμενο παγκόσμιο εμπόριο ανθρώπινων ωαρίων, αποκαλύπτοντας…
Εικόνες ντροπής εκτιλύχθηκαν σε ματς της ιταλικής Serie B καθώς μερίδα οπαδών της Γιούβε Στάμπια, πανηγύρισαν με…
This website uses cookies.