Το φαινόμενο Τραμπ και η εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, θα απασχολήσει τον κόσμο για πολλούς μήνες, αν όχι χρόνια. Εκείνο όμως που πρέπει να εξετάσει κανείς δεν είναι μόνο η προσωπικότητα, η ρητορική και οι ιδέες που ανέδειξε ο εκκεντρικός πολυεκατομμυριούχος που θα περάσει το Γενάρη το κατώφλι του Λευκού Οίκου, αλλά και το προφίλ της Χίλαρι Κλίντον.
Η ηττημένη των αμερικανικών εκλογών, είναι μια γυναίκα που το όνομά της είναι συνυφασμένο – δικαίως ή αδίκως – με την κατεστημένη οικονομική και πολιτική ηγεμονία στην Αμερική. Έχει διαγράψει μια πολιτική πορεία, η οποία εν μέσω της άθλιας πολεμικής λάσπης κατά την προεκλογική εκστρατεία, αναδείχθηκε από το στρατόπεδο Τραμπ, κυρίως στα στοιχεία εκείνα που ενοχλούν τους πολίτες. Το κοινωνικό και οικονομικό της στάτους, το γεγονός πως δεν διώχθηκε από τη δικαιοσύνη για το θέμα των emails και η σχέση της με το “σύστημα”, έγιναν σημαία στη ρητορική Τραμπ.
Μια συστημική υποψηφιότητα που ενισχύθηκε, στηρίχτηκε και προωθήθηκε με αμφίβολα μέσα και πρακτικές ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματος των Δημοκρατικών. Η οικονομική ισχύς και οι σχέσεις των στελεχών με την οικογένεια Κλίντον εντός των Δημοκρατικών, επηρέασαν καταλυτικά και αποδεδειγμένα ώστε να αποτραπεί η προέλαση Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα, που σε διαφορετική περίπτωση, ίσως να ήταν και ο υποψήφιος απέναντι στο Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως, δεν ήταν μόνο το κόμμα των Δημοκρατικών που συνέβαλε σε αυτό το δίπολο και κατ’ επέκταση σε αυτό το αποτέλεσμα. Χρόνο με το χρόνο, πριν την επίσημη ανάδειξη της Χίλαρι Κλίντον ως επίσημης υποψηφίου προέδρου, οι υποστηρικτές του Σάντερς τόνισαν κατ’ επανάληψη τη βοήθεια των ΜΜΕ στη στέψη της. Το γεγονός αυτό σχολιάζει σε ανάλυσή του και ο βρετανικός Independet και τονίζει πως αυτό έγινε με τρόπο που δεν ήταν ούτε δίκαιος, ούτε δημοκρατικός.
“Ο Σάντερς θα έφτανε στο Οβάλ γραφείο στηριζόμενος σε ένα μαζικό κίνημα, αλλά και στο γεγονός πως θα εξακολουθούσε να ακούει το λαό” έλεγε τότε στο Independent ο Πολ Νέιτζελ, 58 ετών, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Και εδώ τίθεται το ερώτημα. Θα ήταν ο Σάντερς η “σωστή” απάντηση στον Τραμπ και ο τελικός νικητής;
Μπορούσε ο Σάντερς να νικήσει τον Τραμπ;
Πολλές οι παροιμίες για τέτοια υποθετικά ερωτήματα. Ας μείνουμε στο “τέτοια ώρα, τέτοια λόγια” και ας εξετάσουμε τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν πως το αποτέλεσμα μπορούσε πράγματι να είναι πολύ διαφορετικό. Τα δημοσκοπικά ευρήματα (εκείνα που έπεσαν έξω μεν, αλλά δεν προσέγγισαν λάθος το αποτέλεσμα της λαϊκής ψήφου) τον περασμένο Μάιο έδιναν στον Μπέρνι Σάντερς ένα σαφές προβάδισμα έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, πολλές φορές ακόμη και με διψήφια διαφορά, την ίδια ώρα που η Κλίντον προηγούνταν μόλις 2-3 μονάδες.
Οι δημοσκοπήσεις
Το γεγονός είχε σχολιάσει, όπως μας θυμίζει το USAToday, ο ίδιος ο Γερουσιαστής, που αποκαλείται Δημοκρατικός Σοσιαλιστής το Μάιο: “Τώρα, σε κάθε μεγάλη δημοσκόπηση σε εθνικό και πολιτειακό επίπεδο, κερδίζουμε τον Τραμπ, συχνά με μεγάλη διαφορά και πάντα με υψηλότερα ποσοστά από εκείνα της Κλίντον”.
Τώρα, σε κάθε μεγάλη δημοσκόπηση σε εθνικό και πολιτειακό επίπεδο, κερδίζουμε τον Τραμπ, συχνά με μεγάλη διαφορά και πάντα με υψηλότερα ποσοστά από εκείνα της Κλίντον
Κι αν εκείνες οι δημοσκοπήσεις βασίζονταν στο υποθετικό σενάριο της αναμέτρησης Σάντερς-Τραμπ, αφού κανείς από τους δύο δεν διέθετε επίσημα το χρίσμα, ένα άλλο στοιχείο από τις προκριματικές των Δημοκρατικών, ενισχύει την υπόθεση πως το αποτέλεσμα της Τρίτης θα ήταν πολύ διαφορετικό, αν η Κλίντον έβγαινε από το κάδρο. Ο Μπέρνι Σάντερς κέρδισε στους προκριματικούς την Χίλαρι Κλίντον τόσο στο Μίσιγκαν, όσο και στο Γουισκόνσιν. Πρόκειται για δύο πολιτείες, όπου ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος σημείωσε αναπάντεχες εκλογικές επιδόσεις το βράδυ της Τρίτης.
Τα δημογραφικά στοιχεία
Ένα άλλο σημείο, ιδιαίτερα κρίσιμο για την εξέλιξη των εκλογών ήταν το γεγονός πως η Κλίντον δεν κατάφερε να προκαλέσει τον ενθουσιασμό. Σε αντίθεση με το νυν πρόεδρο, του οποίου η προεκλογική καμπάνια θα αναφέρεται στην ιστορία για χρόνια, για τον τρόπο που κινητοποίησε διαφορετικές μάζες, η Χίλαρι Κλίντον δεν μπορούσε να εμπνεύσει. Οι ρατσιστικές αναφορές του νέου προέδρου δεν αναχαίτισαν τη δυναμική του ή μάλλον, το πρόσωπο της αντιπάλου του δεν μπορούσε να παρακινήσει ούτε καν τις γυναίκες.
Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τη γυναικεία ψήφο σε ποσοστό 12% υψηλότερο σε σύγκριση με τους Ρεπουμπλικάνους, γεγονός που δείχνει πως δεν υπήρξε ιδιαίτερη δυναμική (+11 ήταν η διαφορά το 2012), ούτε στο μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να κυριαρχήσει η μια γυναίκα υποψήφια.
Τα ευρήματα μοιάζουν αποκαλυπτικά και στις λεγόμενες μειονότητες που εμπιστεύθηκαν λιγότερο την Κλίντον, σε σύγκριση με τις εκλογές του 2012 και τον Ομπάμα (-7% στους μαύρους, -8% στους ισπανόφωνους), παρά το γεγονός πως δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο συγκεκριμένο θέμα και παρά τις υποτιμητικές αναφορές του ίδιου του Τραμπ σε ισπανόφωνους και μουσουλμάνους.
Την ίδια ώρα, η υπεροχή των Ρεπουμπλικανών στους λευκούς ψηφοφόρους, δεν υπήρξε τόσο θεαματικά υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, όπως εμφανίστηκε στα διάφορα ΜΜΕ. Η υπεροχή του ποσοστιαία στους λευκούς ψηφοφόρους ήταν 21% πάνω από το ποσοστό της Κλίντον στο ίδιο κοινό, δηλαδή μόλις 1% αυξημένη από την επίδοση του Μιτ Ρόμνεϊ απέναντι στον Μπάρακ Ομπάμα το 2012.
Αντίθετα, η διαφοροποίηση φαίνεται να έγινε με βάση περισσότερο ταξικά χαρακτηριστικά, όπου ο Τραμπ κέρδισε πολίτες μέσης εκπαίδευσης (ισοζύγιο που ήταν αντίστροφο στις εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ακόμη και στους λευκούς με ανώτερη εκπαίδευση, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη μερίδα του λέοντος.
Τέλος, αν και η Κλίντον παρέμεινε μπροστά στους νέους ψηφοφόρους, τα ποσοστά της υποχώρησαν αισθητά από εκείνα του Ομπάμα το 2012, ενώ και η θεωρία που θέλει τις μεγαλύτερες ηλικίες να επιλέγουν το συντηρητικό υποψήφιο μαζικά μάλλον καταρρίπτεται, αφού οι Αμερικανοί άνω των 65 ετών, ψήφισαν σε μικρότερο ποσοστό τον Τραμπ, από ότι τον προκάτοχό του στη διεκδίκηση της προεδρίας το 2012 Μιτ Ρόμνεϊ.
Η προβληματική υποψηφιότητα Κλίντον
Η υποψηφιότητα Σάντερς, όπως άλλωστε και εκείνη του Ντόναλντ Τραμπ είχε έρθει από το πουθενά. Όσο αναπάντεχη ήταν όμως, τόσο ενθουσιώδης ήταν η ανταπόκριση του κοινού, ειδικά των νεότερων προοδευτικών ψηφοφόρων. Όπως αντίστοιχα και το πρόσωπο Τραμπ, έβρισκε ευήκοα ώτα σε άλλα τμήματα της κοινωνίας. “Οι υποστηρικτές της Κλίντον, βρέθηκαν στο πλευρό της, υπολογίζοντας πως πρέπει να την ψηφίσουν, αλλά δεν υπήρχε κάποιο πάθος, κάποιο ρεύμα υπέρ της” σημειώνει ο Independent.
Το πρόβλημα της υποψηφιότητας Κλίντον είχε τονίσει άλλωστε και ο Michael Moore, πολύ πριν τη μέρα της κάλπης. “Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας δεν είναι ο Τραμπ, είναι η Χίλαρι. Είναι εξαιρετικά μη δημοφιλής – σχεδόν το 70% όλων των ψηφοφόρων πιστεύουν ότι δεν είναι έμπιστη και ότι είναι ανήθικη” έλεγε τον Ιούλιο και πρόσθετε: “Αντιπροσωπεύει την παλιά σχολή πολιτικών χωρίς να πιστεύει σε τίποτε άλλο, παρά μόνο σε όσα μπορούν να την βοηθήσουν να εκλεγεί”. Ο σκηνοθέτης τόνιζε χαρακτηριστικά: “Κανένας Δημοκρατικός και σίγουρα κανένας ανεξάρτητος δεν θα ξυπνήσει το πρωί της 8ης Νοέμβρη για να τρέξει να ψηφίσει την Χίλαρι, όπως έκαναν με τον Ομπάμα ή με τον Μπέρνι Σάντερς στους προκριματικούς”.
Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας δεν είναι ο Τραμπ, είναι η Χίλαρι. Είναι εξαιρετικά μη δημοφιλής, αντιπροσωπεύει την παλιά σχολή πολιτικών χωρίς να πιστεύει σε τίποτε άλλο, παρά μόνο σε όσα μπορούν να την βοηθήσουν να εκλεγείΟι προτάσεις του Σάντερς, αν και για πολλούς Αμερικανούς ίσως έμοιαζαν υπέρ του δέοντος προοδευτικές και αριστερές (για κάποιους εγκλωβισμένους ακόμη στον Ψυχρό Πόλεμο, κομμουνιστικές), σε θέματα όπως το για εθνικό σύστημα υγείας, μείωση των υπέρογκων χρηματοδοτήσεων των κομμάτων, ελάφρυνση των φοιτητικών δανείων κτλ, απευθύνονταν όπως φαίνεται σε πολύ πιο ευρύ κοινό, σε σύγκριση με το “comme il faut”, χιλιοπαιγμένο πολιτικό προφίλ της Χίλαρι Κλίντον.
Η δήλωση Σάντερς μετά το εκλογικό αποτέλεσμα
Το πρωί της Τετάρτης πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να μιλήσουν για τον Σάντερς, που κινητοποίησε την κοινωνία, που πολεμήθηκε από το “βαθύ καθεστώς” ΜΜΕ και Δημοκρατικών και που θα μπορούσε να είναι εκείνος που λάμβανε τα ηνία από τον Μπάρακ Ομπάμα. Είναι λογικό έτσι κι αλλιώς, ο Γερουσιαστής να κάνει μια δήλωση για την εξέλιξη:
“Ο Ντόναλντ Τραμπ πάτησε στο θυμό μια καταρρέουσας μεσαίας τάξης που έχει σιχαθεί την κατεστημένη πολιτική, οικονομία και τα κατεστημένα ΜΜΕ” αναφέρει στην ανακοίνωσή του: “Οι πολίτες κουράστηκαν να δουλεύουν περισσότερο για μικρότερος μισθούς, να βλέπουν αξιόλογες θέσεις εργασίας να ‘μεταναστεύουν’ στην Κίνα και άλλες χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, να παρακολουθούν εκατομμυριούχους να μην πληρώνουν φόρους και να μην μπορούν να υποστηρίξουν τη μόρφωση των παιδιών τους – την ώρα που οι πλούσιοι, γίνονται πλουσιότεροι”.