Γράφει ο (λοχίας τότε) Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης, Συγγραφέας Λαογράφος
Στις 9-1-1949 η στρατεύσιμοι της κλάσεως 1947, 11 ΕΣΟ εφύγαμε από τα Χανιά με την κορβέτα «ΣΥΡΟΣ» να πάμε στο Ηράκλειο για να ντυθούμε στρατιώτες. Από τα Σφακιά ήμαστε: Κανάκης Γερωνυμάκης, Ιωάννης Μπολιώτης, Σήφης Ν. Μανουσογιάννης, Μάρκος Ι. Ζερβός, Κων/νος Ζουλάκης, Στρατής Σπαθαράκης, Μιχάλης Μανούσακας, Γεώργιος Κονταρός και ήτανε μαζί μας ο Γιώργης Μπραός από την Ρέντα. Εφάγαμε στο εστιατόριο του Ν. Σαμαρείτη και το βράδυ εμείναμε στο ξενοδοχείο «ΕΛΒΕΤΙΑ». Στις 10-1-49 εγυρίζαμε στην πόλη και το βράδυ επαρουσιαστήκαμε στις Ρουσές. Μας κούρεψαν με ψιλή μηχανή, μας ντύσαμε στα στρατιωτικά και μετά είχαμε συσσίτιο. Χοντρά μακαρόνια κοφτά, πολύ άνοστα. Δεν είχαμε εστιατόριο και καθίσαμε στο ύπαιθρο για να φάμε, μα δεν φάγαμε γιατί δε μας άρεςσε το φαί. Ίσως που υστερούσαμε σε πολιτισμό το 1949, ίσως και πολλοί από αντίδραση για την ποιότητα του φαγητού, όπου κάθισε καθένας μας άδειασε χάμω την καραβάνα του.
Αν κάποιος θα μετρούσε τα χυμένα μακαρόνια, θα εύρισκε πόσοι στρατιώτες καθίσαμε εκεί για φαΐ. Πάντως δεν ψάξαμε για δοχεία απορριμμάτων. Τις άλλες μέρες είχαμε καλύτερα φαγιά. Στη συνέχεια μας κάνανε το πρώτο εσπερινό προσκλητήριο και μετά ένας λοχίας (που δε φαινότανε πολύ μορφωμένος) μας μίλησε για τους Έλληνες και για τους κομμουνιστές.
Είχαμε σκληρή πειθαρχία μα δεν τολμούσαμε να αντιδράσομε, ούτε στα χειρότερα καψώνια, ούτε καν να διαμαρτυρηθούμε διότι για λίγο – λίγο σε χαρακτηρίζανε κομμουνιστή και οι πύλες του Μακρόνησιου ήτανε ανοιχτές για να σε δεχτούνε. Μας κάνανε ταπεινωτικά καψώνια: Να μετρήσεις με ένα σπιρτόξυλο, πόσα σπιρτόξυλα είναι η περιφέρεια του στρατώνα, να κάνεις «υποβρύχιο» (να περάσεις έρποντας κάτω από τα κρεβάτια) να τρέξεις γύρω – γύρω όλες τις στρατώνες και άλλα ανάλογα.
Είχαμε εγερτήριο στις 6π.μ. και ο εκπαιδευτής έβγαζε τη ζωστήρα του και λέγοντας σαρκαστικά: «Να δω τον τελευταίο» μας χτυπούσε αλύπητα που τώρα δεν πρέπει να χτυπήσει έτσι ούτε τα ζώα. Εμείς για να γλυτώνουμε τα χτυπήματα του εκπαιδευτού, ένα πρωί από το σπρώξιμο ερίξαμε τα μπεντενάκια από τα κεφαλόσκαλο και πέσανε τα πρώτα παιδιά και τα επόμενα πέσανε απάνω τους, ευτυχώς ήτανε χαμηλά και δε χτυπήσανε πολύ.
Ενιώθαμε σαν αιχμάλωτοι. Στις 20-1 επαραλάβαμε όπλα. Στις 22-1 περάσαμε από επιλογή και 31-1 μας ορκίσανε. Την 1-2 εφύγαμε με τα πόδια 2.000 στρατιώτες από τις Ρουσές και πήγαμε στο Λιμάνι. Σε όλη τη διαδρομή ακούγετο από τα κοντινά μαγαζιά το παρακάτω τραγουδάκι:
Φεύγω Λενιώ, Λενιώ μου αγαπημένη
Στον πόλεμο τραβώ με τ’ άλλα τα παιδιά
Πάψε μην κλαις, μην είσαι λυπημένη
μονάχα πες μ’ αγάπη στην καρδιά
«Γεια σας παιδιά, με το καλό να ‘ρθειτε
με το καλό και με της δάφνης τα κλαδιά
κι όλες εμάς και πάλι θα μας βρείτε,
πιστές, αγνές, μ’ αγάπη στην καρδιά»
Φεύγω Λενιώ δε θέλω να σε νοιάζει
Πάρε τη μάνα κι έλα αγάπη μου κοντά
Θέλω η μια την άλλη ν’ αγκαλιάζει
Όσο θα λείπω εγώ στα μακριά
Φεύγω Λενιώ, σαν φύγω να μην κλάψεις
Δεν θέλει κλάμματα το ελληνικό χακί
μα ένα κερί στην Παναγιά ν’ ανάψεις
να είναι η νίκη πάντα ελληνική
Πραγματικά επηγαίναμε στον πόλεμο, μα σε τι πόλεμο; Στην αδελφοκτονία. Την λίγη εκπαίδευση που κάμαμε στο Ηράκλειο, μας πηγαίνανε στο αεροδρόμιο που τότε ήτανε ένας φαρδύς διάδρομος χωρίς κίνηση από αεροπλάνα.
Στο λιμάνι του Ηρακλείου ήτανε το αρματαγωγό «ΣΤΡΙΜΩΝΑΣ» και μπήκαμε και φύγαμε για τον Πειραιά, όπου εκεί μόλις βγαίναμε από το πλοίο εμπαίναμε σε κάτι κλειστά βαγόνια που γράφανε απ’ έξω: «ΙΠΠΟΙ 8 ΑΝΔΡΕΣ 40». Όσοι είμαστε για το πεδινό και το βαρύ πυροβολικό μας άφησαν τα βαγόνια στα Μέγαρα, του Ορειβατικού επήγανε στη Θήβα. Στη διαδρομή από Πειραιά – Μέγαρα ήτανε πάρα πολύ κρύο και στα κλειστά βαγόνια εχοροπηδούσαμε για να ζεσταινόμαστε. Άμα πήγαμε στα Μέγαρα, τρεις μέρες δεν είδαμε ήλιο και δεν ξέραμε «από πού ξημερώνει». Επήγαμε σε ένα μεγάλο θάλαμο στεγασμένο με λαμαρίνες χωρίς ταβάνι και για πάτωμα ήτανε το χώμα της γης. Δεν ήτανε στρατώνας. Εκεί εκάμαμε βασική εκπαίδευση. Στις 28-2 εδήλωσα ασθένεια γιατί είχαμε πρόβλημα με το στομάχι μου και ο γιατρός με έστειλε στην Αθήνα για ακτίνες. Επήγαινα πάντα στην άκρη της ουράς επίτηδες. Και τέλειωνε η ώρα και μου δίνανε σημείωμα για να πάω την άλλη φορά. Εφτά φορές επήγα στην Αθήνα για εξετάσεις και τις 4 φορές είχα χρήματα, μα τις άλλες 3 φορές δεν είχα ούτε δεκάρα. Επήγαινα με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, έτρωγα στο 401 Στρατιωτικό νοσοκομείο, και την ημέρα μου την κατανάλωνα γυρίζοντας και χαζεύοντας στις βιτρίνες. Ήτανε πολύ φτώχεια. Δεν εύρισκε ούτε δανεικά. Πολλοί στρατιώτες τα βολεύανε με τις 45 δρχ που μας δίνανε. Όταν ξυριζόσουνα συχνά κάποιος συνάδελφος, σου έλεγε: «Άμα είναι να πετάξεις το ξυραφάκι, σε παρακαλώ δώσε το σε μένα». Το έπαιρνε και το ακόνιζε στο ποτήρι και ξυριζότανε. Όταν έβαφες τα άρβυλα σου κάποιος συνάδελφος σου έλεγε: «Σε παρακαλώ, θα μου δώσεις να βάψω κι εγώ τα δικά μου άρβυλα; Εμένα κανένας δε μου στέλνει λεφτά». Εμένα μου στέλνανε κανονικά επιταγές, μα τη φορά αυτή μου τελειώσανε, γιατί τον χειμώνα του 1949 έκανε μια μεγάλη χιονιά και έκοψε τη συγκοινωνία για 40 μέρες και δεν ήτανε ταχυδρομείο. Τότε δεν ήτανε μηχανήματα και έβγαλαν στρατό με τα φτυάρια για να καθαρίσει το δρόμο. Τότε στα Σφακιά υστερηθήκανε και το αλεύρι και εφέρανε με πλοίο στη Χ. Σφακίων ένα φορτίο στάρι και το αλέθανε σε πετρελαιοκίνητο εργοστάσιο στο Φραγκοκάστελο. Στα ορεινά χωριά έκοβε τη συγκοινωνία το χιόνι.
Στις 14-3 είχαμε απόκριες. Εμείς μέσα από το συρματόπλεγμα, που μας χώριζε από τον κεντρικό δρόμο των Μεγάρων εβλέπαμε τις όμορφες μεγαρίτισσες που κάνανε βόλτες με παλιές φορεσιές και φορτωμένες λίρες κρεμασμένες στα στήθια τους. Οι λύρες θα ήταν ψεύτικες.
Όταν πήγαμε στα Μέγαρα μας κατέστησαν προσεχτικούς οι αξιωματικοί μας να μην τους πούμε για τον Παναή γιατί θα δημιουργήσομε επειδόσιο. Ο Παναής ήτανε από την Κόρινθο γυρολόγος μαυραγορίτης στην Κατοχή και επήγαινε μέχρι τα Μέγαρα όπου έκανε φιλενάδες 12 Μεγαρίτισσες και όρισε και στις 12 την ίδια ώρα, στην ίδια εκκλησία για στεφάνωση.
Άντες, πήγανε, αυτός δεν πήγε και τώρα θεωρείται τοπική ταπείνωση.
Στις 5-4 φεύγαμε από τα Μέγαρα και πήγαμε στο Μεγάλο Πεύκο όπου εκπαιδευόμαστε στα Κανόνια. Εμέναμε σε τολ και φωτιζόμαστε με λάμπες θυέλλης. Ένα βράδυ εσπάσαμε ένα λαμπόγυαλο και όταν ήλθε ο εκπαιδευτής και δεν του μαρτυρούσαμε τον ένοχο του «κακουργήματος» μας έβγαλε έξω με τα σλιπάκια, με τα κράνη και κρατώντας τα όπλα σε ανάταση, και μας διέταξε να πηγαίνομε με τα γόνατα στο σπαστό τσακιλακι. Σε λίγο μας διέταξε, όταν θα έλεγε «χι» να είμαστε όρθιοι και όταν θα έλεγε «ψι» να καθόμαστε χάμω. Έλεγε στα γρήγορα «χι-ψι». Και η σκηνή ήτανε και για γέλια και για κλάμματα. Σε λίγο μας διέταξε να φωνάζομε: «Είμαστε μαλακισμένα αγοράκια». Όταν ήμουνα επιλοχίας στο 102 Σ.Π.Π. τον αποσπάσανε αυτό τον στρατιώτη εκεί και στο επιτελείο. Μου είχε κάνει και ατομικό καψώνι, μα όταν τον είχα στο επιτελείο δεν του υπενθύμισα τίποτα ούτε έμμεσα, ούτε άμεσα. Τον είχανε εκπαιδευτή μα ήτανε απλός στρατιώτης. Ένα είδος καψώνι στο Μεγάλο Πεύκο ήτανε που μας βάζανε να τραβούμε το κανόνι στις ανηφόρες. Το στοιχείο ήτανε εξαμελές στο κάθε κανόνι και όταν ένας έκανε λάθος, όλοι κάναμε μαζί καψώνι. Ειδικά ο Μούτος ήτανε ανεπίδεκτος μαθήσεως και εξαιτίας του συχνά ακούγαμε: «Δια των βραχιώνων εμπρός», προς το ύψωμα, η «δια των βραχιώνων οπίσω». Ο καημένος ο Μούτος εσκοτώθηκε άμα πήγαμε στο μέτωπο.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ